Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
weather-icon 21o
Ρευματικές Παθήσεις: Η εξατομικευμένη θεραπεία εξασφαλίζει καλύτερη ποιότητα ζωής

Ρευματικές Παθήσεις: Η εξατομικευμένη θεραπεία εξασφαλίζει καλύτερη ποιότητα ζωής

Στην Ελλάδα σήμερα ζουν περίπου 2,5 εκατομμύρια άτομα που πάσχουν από ρευματικές παθήσεις και νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος. Το ανησυχητικό είναι ωστόσο ότι, πολλοί συνάνθρωποί μας υποφέρουν σιωπηλά παραμένοντας αδιάγνωστοι, ή ακόμα χειρότερα χάνουν πολύτιμο χρόνο εξαιτίας λάθος διάγνωσης ή μη παραπομπής σε ρευματολόγο.

Στην Ελλάδα σήμερα ζουν περίπου 2,5 εκατομμύρια άτομα που πάσχουν από ρευματικές παθήσεις και νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος. Το ανησυχητικό είναι ωστόσο ότι, πολλοί συνάνθρωποί μας υποφέρουν σιωπηλά παραμένοντας αδιάγνωστοι, ή ακόμα χειρότερα χάνουν πολύτιμο χρόνο εξαιτίας λάθος διάγνωσης ή μη παραπομπής σε ρευματολόγο.

Με τη βοήθεια του καθηγητή Ρευματολογίας Γεώργιου Κήτα* προσπαθούμε να κατανοήσουμε γιατί οι έλληνες ασθενείς χάνουν χρόνο, τι προσφέρουν οι νέες θεραπείες με βιολογικούς παράγοντες και ποια είναι τα συμπτώματα που θα μας οδηγήσουν στον γιατρό.

Κύριε Κήτα, να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι εννοούμε με τον όρο «ρευματικές παθήσεις»;

Οι ρευματικές παθήσεις είναι ένα σύνολο περίπου 250 νοσημάτων που εκφράζονται κυρίως με συμπτώματα από το μυοσκελετικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι τα συμπτώματα που θα εμφανίσουν οι ασθενείς, και για τα οποία θα πρέπει να πάνε στον ρευματολόγο, μπορεί να είναι πόνος, ευαισθησία, δυσκαμψία των αρθρώσεων, συνδυαζόμενα πολλές φορές και με μια γενικότερη κακουχία. Οι ρευματικές παθήσεις μπορεί να είναι εκφυλιστικής αιτιολογίας, όπως για παράδειγμα η οστεοαρθρίτιδα, ή μεταβολικής αιτιολογίας όπως η οστεοπόρωση. Ωστόσο, οι πιο γνωστές είναι οι παθήσεις φλεγμονώδους αιτιολογίας, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα ή αυτοάνοσης αιτιολογίας όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η πολυμυοσίτιδα, οι αγγειίτιδες και πολλές άλλες.
Αυτό που είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας είναι, ότι πολλές από τις ρευματικές παθήσεις παρότι εκφράζονται αρχικά με συμπτώματα από το μυοσκελετικό σύστημα μπορούν να προσβάλλουν και σημαντικά εσωτερικά όργανα του σώματος, όπως τους νεφρούς, τους πνεύμονες, την καρδιά, ακόμη και το κεντρικό νευρικό σύστημα και μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές και μόνιμες βλάβες σε αυτά καθώς και στις αρθρώσεις, εάν δεν διαγνωστούν και θεραπευτούν άμεσα. Γι’ αυτό το λόγο συμβουλεύουμε τους συνάνθρωπους μας εάν αισθανθούν τέτοιου είδους συμπτώματα για περισσότερο από 1-2 εβδομάδες, να αξιολογηθούν από έναν ρευματολόγο. Ο γιατρός μπορεί να ζητήσει να γίνουν και κάποιες πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, εάν χρειάζεται, ώστε ο ασθενής να αρχίσει την ειδική θεραπεία όσο το δυνατό συντομότερα, διότι με αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται σημαντικά η μακροχρόνια έκβαση των ρευματικών παθήσεων.

Από άποψη συχνότητας, ποιες από τις ρευματικές παθήσεις διαγιγνώσκονται πιο συχνά;

Η συχνότερη από όλες τις ρευματικές παθήσεις είναι η εκφυλιστική αρθρίτιδα, δηλαδή η οστεοαρθρίτιδα. Σχεδόν όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας θα αναπτύξουμε οστεοαρθρίτιδα σε κάποιες από τις αρθρώσεις μας. Η οστεοπόρωση είναι επίσης πολύ συχνή και, ενώ όλοι επικεντρωνόμαστε στην οστεοπόρωση που εκδηλώνουν οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, το πρόβλημα δεν είναι μόνο των γυναικών αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και στους άνδρες, καθώς επίσης και σε νεότερες γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση, εάν έχουν άλλα συστηματικά νοσήματα. Από τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες πιο συχνές είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και άλλες παρόμοιες μορφές. Αυτές οι αρθρίτιδες θέλουν πολύ προσοχή διότι, εάν παραμείνουν αθεράπευτες, η φλεγμονή μπορεί να προκαλέσει μόνιμη και μη αναστρέψιμη βλάβη στις αρθρώσεις, και να επηρεάσει σημαντικά την μελλοντική σωματική και ψυχοκοινωνικη λειτουργικότητα του ατόμου. Βέβαια, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι, σήμερα, έχουμε στη διάθεσή μας εξαιρετικά αποτελεσματικές θεραπείες οι οποίες στους περισσότερους ασθενείς μπορεί να ελέγξουν σχεδόν πλήρως τη φλεγμονή και να αποφευχθούν τέτοιου είδους μακροχρόνιες συνέπειες.
Τέλος, τα αυτοάνοσα συστηματικά νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Sjogren, η πολυμυοσίτιδα είναι πιο σπάνια, αλλά μπορεί να έχουν ακόμη πιο γενικευμένες και σοβαρές συνέπειες από τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες. Στις μεγαλύτερες ηλικίες ένα πολύ συχνό ρευματικό νόσημα είναι η ρευματική πολυμυαλγία, η οποία παρουσιάζεται με πόνο κυρίως στην περιοχή του αυχένα, των ώμων, της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και των ισχίων μαζί με γενική κακουχία, ανορεξία, απώλεια βάρους, πυρετό (συνηθως δεκατα). Η ρευματική πολυμυαλγία αρκετές φορές δεν διαγιγνώσκεται ή διαγιγνώσκεται πολύ καθυστερημένα με αποτέλεσμα οι ασθενείς να υποφέρουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ υπάρχει εξαιρετικά αποτελεσματική και σχετικά εύκολη θεραπεία με μικρές δόσεις κορτιζόνης, πάντα υπό ιατρική παρακολούθηση.

Από αυτά που μας έχετε πει μέχρι τώρα, συγκράτησα ότι κάποιες από τις ρευματικές παθήσεις είναι πολύ σοβαρές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι και απειλητικές για τη ζωή του ασθενή;

Όχι δεν θα το έλεγα αυτό. Οι περισσότερες ρευματικές παθήσεις δεν είναι απειλητικές για τη ζωή του ασθενή αυτές καθ’ αυτές. Παρόλα αυτά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, πολλές ρευματικές παθήσεις συνδυάζονται με άλλες παθήσεις, οι οποίες μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή του ασθενή. Για παράδειγμα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα συνδυάζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, όπως οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, το οποίο προφανώς μπορεί να είναι απειλητικό για τη ζωή του ασθενή. Όμως τα αυτοάνοσα συστηματικά νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) και οι αγγειίτιδες, μπορεί πραγματικά να είναι απειλητικές για τη ζωή του ασθενή, διότι μπορεί να προσβάλλουν ταχύτατα πολύ σημαντικά όργανα, όπως τους νεφρούς, τους πνεύμονες, και εάν δεν διαγνωστούν και θεραπευτούν έγκαιρα αυτό μπορεί να έχει πραγματικά καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για την λειτουργικότητα, αλλά και για τη ζωή του ασθενή.

Πολλοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ότι οι ρευματικές παθήσεις αφορούν μόνο τους ηλικιωμένους. Είναι όμως έτσι;

Οι ρευματικές παθήσεις κυριολεκτικά μπορούν να προσβάλουν άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, από πολύ μικρά παιδιά, όπως η νεανική αρθρίτιδα, μέχρι νεαρούς ενήλικες, όπως η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα που διαγιγνώσκεται πολύ συχνά στους άνδρες όταν πηγαίνουν να καταταχθούν στο στρατό, άτομα της μέσης ηλικίας, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα ή άλλα είδη φλεγμονωδών αρθριτίδων και αυτοάνοσων νοσημάτων όπως ο ΣΕΛ, μέχρι και άτομα μεγαλύτερων ηλικιών, όπως η οστεοαρθρίτιδα, η οστεοπόρωση και η ρευματική πολυμυαλγία.

Συνεπώς μας αφορούν όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ποιοι κινδυνεύουν όμως περισσότερο οι άνδρες ή οι γυναίκες;

Συνολικά οι ρευματικές παθήσεις προσβάλλουν σχεδόν εξίσου άνδρες και γυναίκες. Παρόλα αυτά συγκεκριμένες παθήσεις μπορεί να είναι πιο συχνές στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες ή το αντίθετο. Για παράδειγμα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι περίπου δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος περίπου εννέα φορές πιο συχνός στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες, ενώ η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα είναι πολύ πιο συχνή στους άνδρες απ’ ότι σε γυναίκες.

Προηγουμένως μας αναφέρατε κάποια συμπτώματα που θα πρέπει να κινητοποιήσουν τον ασθενή να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Ποιο είναι όμως εκείνο το «ορόσημο» που θα πρέπει να μας θορυβήσει;

Πόνος και δυσκαμψία στις αρθρώσεις που διαρκούν πάνω από 15 ημέρες περίπου, θα πρέπει να κάνουν τον ασθενή να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Εάν επίσης, παρατηρηθεί πρήξιμο και ερυθρότητα, καθώς και αυξημένη θερμοκρασία μίας ή περισσοτέρων αρθρώσεων, τότε οι ασθενείς πρέπει να πάνε στον γιατρό άμεσα, διότι αυτό υποδηλώνει ενεργό φλεγμονή. Γενικευμένοι σωματικοί πόνοι συνδυαζόμενοι με κακουχία, χαμηλή πυρετική κίνηση, απώλεια όρεξης που κρατούν περισσότερο από μερικές ημέρες ίσως και μια εβδομάδα με δέκα ημέρες, θα πρέπει επίσης να οδηγήσουν τον ασθενή στον γιατρό, ο οποίος μπορεί να πρέπει να κάνει συγκεκριμένες εξετάσεις προς διερεύνηση του προβλήματος. Θα πρέπει όμως πάντα να έχουμε κατά νου ότι, πολλές ρευματικές παθήσεις μπορεί να είναι ασυμπτωματικές. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οστεοπόρωση, η οποία δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα συνήθως, μέχρι τη στιγμή που ο ασθενής θα υποστεί ένα κάταγμα, το οποίο ασφαλώς είναι και αυτό το οποίο πρέπει να αποφύγουμε. Γι’ αυτό τον λόγο, άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για οστεοπόρωση, όπως οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση που καπνίζουν, που είναι πολύ λεπτές, που έχουν οικογενειακό ιστορικό, θα πρέπει να πηγαίνουν και να ελέγχονται προληπτικά και να υποβαλλονται σε αγωγή, εάν αυτό χρειάζεται.

Υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις που θέτουν με βεβαιότητα τη διάγνωση των ρευματικών παθήσεων;

Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχουν εξετάσεις οι οποίες όντως θέτουν με βεβαιότητα τη διάγνωση, για παράδειγμα οι ακτινογραφίες οι οποίες μπορεί να δείχνουν προηγμένες εκφυλιστικές αλλοιώσεις σε ένα γόνατο, οπότε θέτουν τη διάγνωση της οστεοαρθρίτιδας του γονάτου. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, κυρίως, για τα φλεγμονώδη ή συστηματικά ρευματικά νοσήματα δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη εξέταση η οποία να θέτει με βεβαιότητα τη διάγνωση.
Οι γιατροί θα πρέπει να συνεκτιμούν με την αρμόζουσα σημασία τα συμπτώματα τα οποία περιγράφει ο ασθενής, τα ευρήματα από την κλινική εξέταση, καθώς επίσης και τα ευρήματα από συγκεκριμένες εξετάσεις οι οποίες θα πρέπει να ζητηθούν ώστε να γίνει μια σωστή διάγνωση και να αρχίσει η ενδεδειγμένη θεραπεία. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι σημαντικό οι ασθενείς με τέτοια προβλήματα να βλέπουν έναν έμπειρο ρευματολόγο, παρά ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν την ίδια εμπειρία σε αυτού του είδους τα προβλήματα και οι οποίοι μπορεί ακόμη και να μην ερμηνεύουν σωστά τα ευρήματα από συγκεκριμένες εξετάσεις.
Ένα από τα πιο συχνά παραδείγματα τα οποία βλέπω εγώ στην καθημερινή μου πρακτική είναι ασθενείς οι οποίοι βάσει μιας εξέτασης αίματος που έδειξε ένα θετικό Ra test να τους έχουν πει ότι έχουν ρευματοειδή αρθρίτιδα χωρίς όμως να έχουν κανένα από τα συμπτώματα ή κλινικά σημεία αυτής της νόσου ή άλλα συνοδά χαρακτηριστικά. Αυτό προφανώς μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση και θεραπεία, άρα να εκτεθεί ένα άτομο χωρίς να είναι αναγκαίο σε φάρμακα τα οποία έχουν και πιθανές παρενέργειες αφενός, και αφετέρου να νομίζει ότι έχει μια σοβαρή νόσο που μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες, ενώ στη πραγματικότητα δεν έχει μια τέτοια νόσο.

Συνεπώς, ποια είναι η πλέον κατάλληλη ιατρική ειδικότητα για να απευθυνθεί ο ασθενής;

Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να απευθυνθεί από την αρχή, εάν έχει τέτοιου είδους συμπτώματα σε έναν ρευματολόγο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, ο ρευματολόγος είναι ο παθολόγος του μυοσκελετικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας εξαιρετικός συνήθως γενικός παθολόγος, μιας και αυτού του είδους τα νοσήματα, όπως προείπαμε, πάρα πολλές φορές συνδυάζονται με προσβολή άλλων οργάνων. Οπότε ο καλός ρευματολόγος έχει μια πολύ καλή γνώση της εσωτερικής παθολογίας. Αντίθετα, εάν ο ασθενής απευθυνθεί πρώτα σε κάποιες άλλες ιατρικές ειδικότητες, είναι πιθανό αυτό να οδηγήσει σε καθυστέρηση της διάγνωσης και της έναρξης συγκεκριμένης θεραπείας, η οποία μπορεί να έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην συνολική έκβαση του ασθενούς. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό, είναι ότι δυστυχώς οι φοιτητές Ιατρικής καθώς επίσης και οι γενικοί παθολόγοι ή σε άλλα συστήματα υγείας οι γενικοί ιατροί δεν εκπαιδεύονται σχεδόν καθόλου στη Ρευματολογία, παρότι ένας τεράστιος βαθμός επισκέψεων στον γενικό ιατρό έχει να κάνει με προβλήματα του μυοσκελετικού συστήματος. Και αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα στην Ελλάδα αλλά διεθνώς, το οποίο προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε μέσω των τοπικών εθνικών οργανώσεων αλλά και διεθνών οργανισμών όπως για παράδειγμα της EULAR.

Έστω λοιπόν ότι ο ασθενής έχει λάβει τη σωστή διάγνωση, από τον σωστό γιατρό. Ανάλογα με το στάδιο της νόσου, υπάρχουν και τα αντίστοιχα θεραπευτικά σχήματα ή η θεραπεία είναι ενιαία;

Οι θεραπείες είναι πάρα πολύ συγκεκριμένες για την κάθε νόσο ξεχωριστά, αλλά και για το συγκεκριμένο στάδιο στο οποίο βρίσκεται τη συγκεκριμένη στιγμή που βλέπουμε τον ασθενή. Αυτός είναι και ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για τους οποίους οι ασθενείς με ρευματικά νοσήματα θα πρέπει να θεραπεύονται από έμπειρους γιατρούς. Όπως γνωρίζετε, δεν υπάρχει κανένα φάρμακο το οποίο να κάνει μόνο καλό. Γι’ αυτό πρέπει πάντοτε να αξιολογούμε ποιο είναι το ακριβές στάδιο στο οποίο βρίσκεται η νόσος του κάθε ατόμου ώστε να δίνουμε την ανάλογη θεραπεία γι’ αυτό το στάδιο. Επίσης, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κανένας ασθενής δεν είναι ίδιος με τον άλλον και ότι δεν θεραπεύουμε ασθένειες, αλλά άτομα. Αυτό σημαίνει ότι δύο διαφορετικά άτομα που έχουν για παράδειγμα ρευματοειδή αρθρίτιδα στο ίδιο στάδιο, δηλαδή ενεργό νόσο, μπορεί να χρειάζονται τελείως διαφορετική θεραπεία για λόγους που μπορεί να συμπεριλαμβάνουν άλλα νοσήματα τα οποία αυτοί οι ασθενείς μπορεί να έχουν, να συμπεριλαμβάνουν τον οικογενειακό προγραμματισμό τους (π.χ. εάν μια γυναίκα σκοπεύει να μείνει σύντομα έγκυος, τότε πολλά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση) και άλλες παραμέτρους.

Οι βιολογικοί παράγοντες τι θέση έχουν στην θεραπεία των ρευματικών παθήσεων; Πόσο εύκολα συνταγογραφούνται στην Ελλάδα;

Οι βιολογικοί παράγοντες είναι σχετικά καινούργιες θεραπείες στη Ρευματολογία και χρησιμοποιούνται περίπου την τελευταία 20ετία. Υπάρχουν πλέον διαφόρων ειδών βιολογικοί παράγοντες οι οποίοι μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε αρκετά από τα φλεγμονώδη ή αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα. Είναι αλήθεια ότι η διαθεσιμότητα αυτών των φαρμάκων έχει αλλάξει ριζικά την έκβαση πολλών από τα ρευματικά νοσήματα και είναι πλέον δυνατό σε πολλές περιπτώσεις με τη χρήση τέτοιων παραγόντων να πετύχουμε αυτό που ονομάζουμε ύφεση, δηλαδή η νόσος να μην είναι πλέον καθόλου ενεργός που σημαίνει ότι, ούτε ο ασθενής έχει συμπτώματα, ούτε ο γιατρός βλέπει σημεία ενεργότητας στην κλινική εξέταση, ούτε οι εξετάσεις του ασθενούς δείχνουν ενεργότητα και γι’ αυτό σχετίζονται με εξαιρετική μακροχρόνια έκβαση.
Γενικά οι βιολογικοί παράγοντες δεν θεωρούνται πρώτης γραμμής θεραπεία στις ρευματικές παθήσεις για τις οποίες ενδείκνυνται, εκτός από πολύ συγκεκριμένους τύπους ασθενών, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπεία πρώτης γραμμής. Παρόλα αυτά επειδή είναι πολύ σημαντικό να θέσουμε αυτές τις νόσους υπό έλεγχο όσο πιο γρήγορα γίνεται, εάν μέσα σε διάστημα μερικών μηνών το πολύ, με κλασικές θεραπείες δεν έχουμε καταφέρει να το πετύχουμε αυτό, τότε πρέπει πολύ σωστά να χρησιμοποιούνται και οι βιολογικοί παράγοντες, ώστε να επιτύχουμε εάν είναι δυνατόν την ύφεση.
Όσον αφορά το πόσο εύκολα συνταγογραφούνται οι βιολογικοί παράγοντες στην Ελλάδα, θεωρώ ότι προς το παρόν δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα στην πρόσβαση των ασθενών σε τέτοιες θεραπείες, όταν τις χρειάζονται. Μάλιστα, η Ελλάδα την τελευταία 10ετία-15ετία ήταν από τις χώρες με καλή πρόσβαση σε αυτές τις θεραπείες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, όπου η χρήση τους ήταν αρκετά περιορισμένη λόγω του σημαντικού κόστους τους. Θα πρέπει όμως να σιγουρευτούμε σαν επιστημονική κοινότητα ότι, η οικονομική κρίση που διανύει τώρα η χώρα μας δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα το αντίθετο δηλαδή τον περιορισμό στη χρήση τέτοιων θεραπειών σε ασθενείς, οι οποίοι πραγματικά τις χρειάζονται και τέτοια βήματα έχουν γίνει ήδη από την Ελληνική Ρευματολογική Εταιρία και άλλους σχετικούς φορείς.

Το κόστος των θεραπειών καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία ή πρέπει να το καλύψουν οι ίδιοι οι ασθενείς;

Για μερικές θεραπείες υπάρχει μια μικρή συμμετοχή των ασθενών στο κόστος της θεραπείας τους, ανάλογα φυσικά με τη πάθηση που έχουν. Για τις πιο ακριβές θεραπείες, όπως για παράδειγμα οι βιολογικοί παράγοντες, το συνολικό κόστος αυτή τη στιγμή καλύπτεται από το ασφαλιστικό ταμείο.

Πόσο εύκολη είναι η χρήση των βιολογικών παραγόντων από τον ασθενή σε καθημερινό επίπεδο;

Υπάρχουν βιολογικοί παράγοντες οι οποίοι μπορεί να χορηγούνται μόνο με ενδοφλέβια έγχυση και προφανώς γι’ αυτούς ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί νοσοκομείο τουλάχιστον σε ημερήσια βάση για να λάβει τη θεραπεία του και μετά να επιστρέψει στο σπίτι του. Βέβαια, οι περισσότεροι βιολογικοί παράγοντες τουλάχιστον στη ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι διαθέσιμοι σε ενέσιμη μορφή, που ο ασθενής μπορεί μόνος του να χορηγήσει (όπως κάνουν και οι διαβητικοί με την ινσουλίνη) και χορηγούνται από μια φορά την εβδομάδα έως και μια φορά το τρίμηνο. Συνεπώς, οι περισσότεροι ασθενείς είναι ικανοί μετά από μια αρχική εκπαίδευση από νοσηλευτές να χορηγούν τη θεραπεία τους οι ίδιοι στον εαυτό τους, το οποίο ασφαλώς τους δίνει μεγάλη ανεξαρτησία. Πολλές φορές εάν προγραμματίσουν διακοπές μπορούν να πάρουν επαρκείς ποσότητες φαρμάκων μαζί τους, ώστε να κάνουν τις διακοπές τους χωρίς να χρειάζεται να επιστρέψουν σπίτι τους μόνο για τις ανάγκες της θεραπείας.

Οι βιολογικοί παράγοντες έχουν παρενέργειες, και αν ναι ποιες είναι οι συχνότερες;

Όλες οι θεραπείες έχουν πιθανές παρενέργειες συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών παραγόντων. Ανάλογα με τη θεραπευτική κατηγορία οι παρενέργειες μπορεί να διαφέρουν λίγο. Μερικές από αυτές είναι απλές, όπως για παράδειγμα μια τοπική αντίδραση εκεί που γίνεται η ένεση, μερικές μπορεί να διαγνωστούν μόνο με εξετάσεις αίματος που πρέπει να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως μείωση των κυττάρων στο αίμα τα οποία είναι απαραίτητα για την άμυνα του οργανισμού. Γι’ αυτό το λόγο, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι προσεκτικοί όσον αφορά τις λοιμώξεις. Στο παρελθόν όταν πρωτοβγήκαν αυτές οι θεραπείες, κυρίως οι anti-TNFa βιολογικοί παράγοντες, ανησυχούσαμε ότι μπορεί η χρήση τους να σχετίζεται με αύξηση μερικών τύπων καρκίνου. Αυτή τη στιγμή τα διεθνή δεδομένα από ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια τέτοιες θεραπείες δείχνουν ότι, δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χρησιμοποιούνται σε άτομα τα οποία έχουν πρόσφατο ιστορικό καρκίνου και υπό την προϋπόθεση ότι οι ασθενείς παρακολουθούνται στενά και υποβάλλονται στις αναγκαίες εξετάσεις.

Γενικά, οι βιολογικές θεραπείες για τις ρευματικές παθήσεις είναι δια βίου;

Τα περισσότερα ρευματολογικά νοσήματα που χρειάζονται τέτοια θεραπεία είναι χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι, εάν η θεραπεία διακοπεί τότε κατά πάσα πιθανότητα το νόσημα θα υποτροπιάσει και θα χρειαστεί πάλι επανέναρξη της θεραπείας. Παρόλα αυτά οι θεραπευτικές στρατηγικές εξατομικεύονται ανά ασθενή.

Στην Ελλάδα, όπως προείπαμε χάνεται πολύτιμος χρόνος μέχρι να τεθεί η σωστή διάγνωση και ο ασθενής να λάβει τη σωστή θεραπεία. Πιστεύετε ότι, οι ασθενείς θα πρέπει να γίνουν πιο διεκδικητικοί και να συναποφασίζουν με τον γιατρό για την βέλτιστη αγωγή;

Κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό βήμα είναι να μην υπάρχει καθυστέρηση μεταξύ της έναρξης των συμπτωμάτων και της επίσκεψης του ασθενούς στον ρευματολόγο. Έτσι μειώνονται στο ελάχιστο οι πιθανότητες καθυστέρησης της σωστής διάγνωσης και καθυστέρησης στην έναρξη της θεραπείας. Τετοιες καθυστερησεις αποδεδειγμένα μπορεί να έχουν αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά στη μακροχρόνια έκβαση του ασθενούς. Αυτό είναι το πρώτο βήμα και αυτό το οποίο χρειάζεται για να επιτευχθεί αυτό το βήμα είναι σωστή πληροφόρηση των ασθενών και του συγγενικού τους περιβάλλοντος, ώστε να μην αγνοούν τα συμπτώματα και να επισκέπτονται τον σωστό γιατρό για τα συμπτώματα που έχουν.
Από εκεί και πέρα, πάλι κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να συναποφασίζει με τον γιατρό για τη βέλτιστη αγωγή. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, εμείς οι γιατροί δεν πρέπει να θεραπεύουμε ασθένειες, αλλά άτομα, και το κάθε άτομο πρέπει να μας λέει ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι στόχοι που έχει όσον αφορά στη θεραπεία του, τη συγκεκριμένη στιγμή, γιατί οι στόχοι του μπορεί να αλλάζουν από καιρό σε καιρό. Αυτός είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή της θεραπείας και ο καλός γιατρός πρέπει να το λαμβάνει πάντοτε υπόψη του.
Εάν χρησιμοποιούσαμε και πάλι για παράδειγμα δύο γυναίκες οι οποίες έχουν και οι δύο ρευματοειδή αρθρίτιδα και οι δύο γέννησαν πρόσφατα, και στις οποίες η αρθρίτιδα μπήκε σε έξαρση αμέσως μετά τη γέννα, μπορεί να έχουν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετους στόχους όσον αφορά στο θηλασμό, δηλαδή η μια μπορεί να θέλει να θηλάσει το μωρό της, άσχετα εάν αυτό σημαίνει ότι η ίδια μπορεί να υποφέρει λίγο περισσότερο γι’ αυτούς τους μήνες που θα θηλάζει, ενώ η άλλη μπορεί να μη θεωρεί αυτή τη διαδικασία τόσο απαραίτητη. Είναι προφανές λοιπόν ότι, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια θεραπεία στις δύο περιπτώσεις ασθενών, αλλά υπάρχουν τρόποι να βοηθήσουμε και τις δύο υπό την προϋπόθεση ότι συζητάμε ποια είναι η πιθανή έκβαση των θεραπευτικών αποφάσεων των οποίων παίρνουμε, και ασφαλώς αυτή η απόφαση μπορεί να αλλάξει αργότερα σύμφωνα με την εμπειρία που θα έχει ο ασθενής με την απόφαση η οποία ήδη ελήφθη.
Όσον αφορά το πόσο διεκδικητικοί πρέπει να είναι οι ασθενείς για την βέλτιστη αγωγή, νομίζω ότι το πιο σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι τόσο το κομμάτι της θεραπευτικής προσέγγισης που βασίζεται στη φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν πάρα πολλά άλλα πράγματα που μπορεί κάποιος να κάνει για τους ασθενείς με χρόνιες ρευματοπάθειες, συμπεριλαμβανομένων της φυσιοθεραπείας, της εργασιοθεραπείας, της ποδιατρικής ακόμη και της κλινικής ψυχολογίας, πράγματα που σε καλά αναπτυγμένα συστήματα είναι διαθέσιμα στον ασθενή, αφού μπορεί κατά καιρούς να τα χρειάζεται και συμβάλλουν σημαντικά στην λειτουργικότητα του στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχουν σε κανέναν τομέα αναπτυγμένες ομάδες ειδικών, όχι μόνο ιατρών, οι οποίοι να παρέχουν μια συνολική προσέγγιση στη θεραπεία του ασθενούς με τέτοιου είδους προβλήματα και αυτό είναι κάτι που προσπαθούμε αυτή τη στιγμή να αναπτύξουμε στο Τμήμα Ρευματολογίας του Νοσοκομείου «Υγεία».

Πιστεύετε λοιπόν ότι, οι σύλλογοι ασθενών και οι γιατροί θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την βελτίωση της καθημερινότητας των ασθενών με ρευματικές παθήσεις;Και με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;

Θεωρώ ότι είναι απόλυτα απαραίτητο οι σύλλογοι ασθενών και οι γιατροί (και σε ευρύτερο πλαίσιο όπως προανέφερα και άλλες ειδικότητες παροχής υπηρεσιών υγείας όπως π.χ. οι φυσικοθεραπευτές) να ενώσουν τις δυνάμεις τους για τη βελτίωση της καθημερινότητας των ασθενών. Αυτό είναι κάτι που εγώ είχα την τύχη να το ζήσω για πάνω από δύο δεκαετίες στην Μ. Βρετανία και να δω τα τεράστια θετικά αποτελέσματα τα οποία έχει. Χρειάζεται μια πολύ συγκεκριμένη στρατηγική προσέγγισης με ξεκάθαρους στόχους και ξεκάθαρα χρονοδιαγράμματα.
Δεν είναι εύκολο αλλά είναι εφικτό, μιας και πάντα θα υπάρχει μια υγιής ένταση μεταξύ αυτών που διεκδικούν και θέλουν οι ασθενείς να έχουν, δηλαδη το καλύτερο πιθανό γι’ αυτούς, σε σχέση με αυτό που μπορεί να προσφέρει το σύστημα υγείας.
Το σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι η σωστή πληροφόρηση, αφενός των ασθενών και των συλλόγων τους, αφετέρου των πολιτικών και των συμβούλων τους για τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των ρευματοπαθειών, και τι μπορεί να επιτευχθεί με συστηματοποιημένες-μοντέρνες προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση ασθενών με τέτοιου είδους προβλήματα, αλλά και στην πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των Ρευματολόγων για το σύνολο των παραγόντων που μπορεί να επηρεάζουν τις θεραπευτικές τους επιλογές, οι οποίοι ξεκινούν από το τι ακριβώς θέλει ο ασθενής τη συγκεκριμένη στιγμή, μέχρι το τι είναι διαθέσιμο και υπό ποιες συνθήκες από το σύστημα υγείας.

* Ο Δρ Γεώργιος Κήτας, είναι επίτιμος Καθηγητής Κλινικής Ρευματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Manchester, καθηγητής Συμπεριφεριολογικής Ρευματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham και καθηγητής Ρευματολογίας, Μυοσκελετικής Υγείας και Άσκησης στο Ινστιτούτο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Wolverhampton της Μ. Βρετανίας. Από τα μέσα του 2011 είναι επίσης διευθυντής του Τμήματος Ρευματολογίας του Νοσοκομείου «Υγεία», στο οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες και υποδομές ανωτάτου επιπέδου για παροχή υπηρεσιών υγείας σε άτομα με ρευματοπάθειες, συμπεριλαμβανομένων τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων για Οστεοπόρωση, Φλεγμονώδεις Αρθρίτιδες, Σπονδυλοαρθροπάθειες και Αυτοάνοσα Νοσήματα, Μονάδας Ημερήσιας Θεραπείας, καθώς επίσης και φροντίδας εσωτερικών ασθενών εάν χρειάζεται. Τα κλινικά του ενδιαφέροντα είναι Γενική Ρευματολογία, κυρίως οι φλεγμονώδεις παθήσεις των αρθρώσεων, τα αυτοάνοσα νοσήματα και οι μεταβολικές νόσοι των οστών. Ερευνητικά διευθύνει μία διεθνή Ομάδα Έρευνας για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα.

Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr

Sports in

Ο Μπέος δίνει 15.000 εισιτήρια στο Πανθεσσαλικό – Θέλει περισσότερα ο Αλαφούζος

Ο Αχιλλέας Μπέος ανέφερε κατά την αποχώρησή του από την συνάντηση για τον τελικό του Κυπέλλου, ότι είναι θετικός -υπό προϋποθέσεις- για την παρουσία 15.000 φιλάθλων.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024