Θεσσαλονίκη: Ανεξέλεγκτες διαστάσεις έχει πάρει στις μέρες μας ο συνεχώς αυξανόμενος ρυθμός λήψης εργογόνων βοηθημάτων και απαγορευμένων ουσιών από τους αθλητές, όπως τα αναβολικά στεροειδή και η αυξητική ορμόνη, για τη μεγέθυνση της απόδοσής τους.
Θεσσαλονίκη: Ανεξέλεγκτες διαστάσεις έχει πάρει στις μέρες μας ο συνεχώς αυξανόμενος ρυθμός λήψης εργογόνων βοηθημάτων και απαγορευμένων ουσιών από τους αθλητές, όπως τα αναβολικά στεροειδή και η αυξητική ορμόνη, για τη μεγέθυνση της απόδοσής τους.
Τα παραπάνω επισήμανε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, ο καθηγητής αθλητιατρικής στο ΑΠΘ, καρδιολόγος Αστέριος Δεληγιάννης, με την ευκαιρία του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Ιατρική της άθλησης στον 21ο αιώνα», που διοργανώνεται από τον Τομέα Ιατρικής της Άθλησης του ΤΕΦΑΑΕ του ΑΠΘ.
Ο κ. Δεληγιάννης επισήμανε ότι πολλές από τις ουσίες προκαλούν βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα καταστρεπτικές παρενέργειες για την υγεία των αθλητών, όπως αιφνίδιο θάνατο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρκίνο του ήπατος, υπέρταση, ανικανότητα κ.λπ.
Ο ίδιος τόνισε ότι η πρόληψη, η ενημέρωση, ο περιοδικός έλεγχος, η ανίχνευση των απαγορευμένων ουσιών και οι προτάσεις για θέσπιση κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης από τους υπευθύνους φορείς αποτελούν έναν από τους κύριους στόχους της αθλητιατρικής επιστήμης.
Ωστόσο, στο συνέδριο κατέστη σαφές ότι υπάρχει μεγάλη μερίδα αθλητών που παίρνουν απαγορευμένες ουσίες δίχως να το γνωρίζουν, διότι αυτές περιέχονται σε πολλά συμπληρώματα διατροφής δίχως να αναγράφονται στην ετικέτα.
Η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και ομιλήτρια στο συνέδριο Μ.Κ.Parr, τόνισε ότι σε πρόσφατες μελέτες βρέθηκαν σε θρεπτικά συμπληρώματα διατροφής υψηλές δόσεις του αναβολικού στεροειδούς metandienone, χωρίς καμία ένδειξη στην ετικέτα.
Η εν λόγω ουσία διατίθεται μόνο με ιατρική συνταγή, έχει υψηλή τοξικότητα και η χρήση της έχει συνδεθεί με τον καρκίνο του ήπατος. Τα συμπληρώματα διατροφής που βρέθηκαν να περιέχουν απαγορευμένες ουσίες ντοπαρίσματος στη Γερμανία, είχαν αγοραστεί από τις Κάτω Χώρες σε ποσοστό 25,8%, από την Αυστρία (22,7%), από τη Βρετανία (18,8%) και από τις Ηνωμένες Πολιτείες (18,8%).