Μιχάλης Κατωπόδης Σκεπτόμενος κανείς το συνδυασμό ενός μικρού -και σχετικά ελαφρού- αυτοκινήτου με ένα υπερεξελιγμένο νέο twin scroll turbo κινητήρα, άμεσου ψεκασμού, 150 ίππων και, βεβαίως, την παράδοση της Peugeot στις συγκεκριμένες προτάσεις, δεν μπορεί παρά να υπολογίζει σε ένα αποτέλεσμα αντάξιο των υψηλότερων προσδοκιών. Στην πραγματικότητα, η θεωρία δεν απέχει πολύ από την πράξη, […]
Σκεπτόμενος κανείς το συνδυασμό ενός μικρού -και σχετικά ελαφρού- αυτοκινήτου με ένα υπερεξελιγμένο νέο twin scroll turbo κινητήρα, άμεσου ψεκασμού, 150 ίππων και, βεβαίως, την παράδοση της Peugeot στις συγκεκριμένες προτάσεις, δεν μπορεί παρά να υπολογίζει σε ένα αποτέλεσμα αντάξιο των υψηλότερων προσδοκιών.
Στην πραγματικότητα, η θεωρία δεν απέχει πολύ από την πράξη, μόνο που αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις αναμνήσεις και τα πρότυπα της δεκαετίας του ΄90. Μπαίνοντας χωρίς καθυστέρηση στο θέμα, όσοι αποζητάτε τα περασμένα μεγαλεία και τη λογική του 106 Rallye, απλά, χτυπήσατε λάθος πόρτα.
Γνωρίζοντας πολύ καλά τις δυνατότητες και τα τρωτά σημεία του ανταγωνισμού, η Peugeot κατασκεύασε το 207 GΤ, όχι απαραίτητα για να επικρατήσει αυτού αλλά, πολύ περισσότερο, για να δώσει το δικό της στίγμα σχετικά με το τι θα πρέπει να πρεσβεύει μία «μικρή» γρήγορη πρόταση.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή, ο απόλυτος χαρακτήρας και το σπαρτιάτικο, «αγωνιστικό» εσωτερικό, δεν έχουν πλέον θέση στην αγορά. Ο κόσμος απαιτεί μεν βελτιωμένες επιδόσεις, δεν είναι όμως διατεθειμένος να προβεί σε εξοντωτικές υποχωρήσεις, ούτε σκοπεύει να θυσιάσει την άνεση και την ασφάλεια στο βωμό της αμόλυντης οδηγικής απόλαυσης.
Αυτά είναι, σε γενικές γραμμές, τα κύρια γνωρίσματα του νέου 207 GT. Ενός αυτοκινήτου που κατορθώνει να συνδυάζει, με ένα τρόπο ξεχωριστό, την «αποστείρωση» με τις συγκινήσεις που θα περίμενε κανείς να γευτεί στο τιμόνι μίας ανάλογης πρότασης.
Χαρακτηριστικό αυτού αποτελεί το μη απενεργοποιούμενο -από τα 50 χλμ./ώρα και πάνω- ESP, το οποίο σε κάνει ώρες-ώρες να δυσανασχετείς με τους περιορισμούς που επιβάλλει. Επεμβαίνει, όμως, μόνο εκεί που χρειάζεται και με τρόπο τόσο διακριτικό, που, τελικά, δύσκολα θα του κρατήσεις κακία.
Όσο και αν αυτό φαντάζει παράξενο, το σύστημα διεύθυνσης και η εμπρόσθια ανάρτηση έχουν μεταφερθεί σχεδόν αυτούσια από τις απλές εκδόσεις, των 1,4 και 1,6 λίτρων. Η μόνη ουσιαστική διαφορά έχει να κάνει με τη σκληρότητα και την ακαμψία της πίσω ανάρτησης, η οποία όμως κάθε άλλο παρά αρκεί για να μεταμορφώσει οδηγικά ένα συμβατικό supermini σε «φονέα γιγάντων».
Οι κλίσεις στις στροφές, αν και περιορισμένες, γίνονται αισθητές από τον οδηγό. Το ηλεκτρικό τιμόνι είναι μεν άμεσο και ακριβές, όταν όμως αποφασίσει κανείς να κινηθεί με ρυθμούς γρηγορότερους του κανονικού, δεν καταφέρνει να μεταφέρει όλη την απαιτούμενη πληροφόρηση.
Παρόλα αυτά, το ταχύμετρο, ως αδιάψευστος μάρτυρας, αποδεικνύει ότι οι ρυθμοί κίνησης είναι σαφώς ανώτεροι από αυτούς που γνωρίζαμε μερικά χρόνια πριν και μάλιστα με τρόπο που συγχωρεί τα όποια λάθη και δεν φοβίζει τον οδηγό.
Αντίστοιχα, ιδιαίτερη είναι και η συμπεριφορά του νέου turbo κινητήρα άμεσου ψεκασμού των 1,6 λίτρων. Η αποφασιστική πίεση του δεξιού πεντάλ, μέχρι το τέλος της διαδρομής, δεν συνεπάγεται άμεση, βίαια επιτάχυνση, με ταυτόχρονη εναπόθεση ποσοτήτων ελαστικού στην άσφαλτο αλλά, αρχικά, μία μικρή υστέρηση του ηλεκτρονικού γκαζιού, για να ακολουθήσει αμέσως μετά άλλη μία, ανεπαίσθητη, του υπερτροφοδότη.