Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
weather-icon 21o
Δημήτρης Χατζής: Νεοελληνική λογοτεχνία και νεοελληνική ιδεολογία

Δημήτρης Χατζής: Νεοελληνική λογοτεχνία και νεοελληνική ιδεολογία

Για να μη γίνουμε όλοι πρόσφυγες μέσα στην ίδια μας την πατρίδα...

[…]

Είναι, νομίζω, σοφή σκέψη η σκέψη της Σχολής (σ.σ. της Μηχανολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών), δίπλα στην τεχνική μόρφωση, την τεχνική ειδίκευση των σπουδαστών, να υπάρξει και μια πρόσθετη ανθρωπιστική επιμόρφωση.

Το ξέρετε βέβαια το πρόβλημα και ξέρετε βέβαια πως δεν είναι δικό μας μονάχα, δηλαδή δεν είναι μονάχα ελληνικό. Είναι ένα πρόβλημα παγκόσμιο, που το δημιουργεί ο σημερινός μας κόσμος, ο σημερινός μας πολιτισμός, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνικής. Το πρόβλημα αυτό εγώ θα μπορούσα να το έλεγα έτσι: η γνώση κομματιάζεται σήμερα όλο και περισσότερο σε ειδίκευση, σε ειδικεύσεις.


Η ειδίκευση, οι ειδικεύσεις αυτές απαιτούν από τον καθένα μας όλο και μεγαλύτερη προσήλωση στον δικό του κλάδο. Κάθε ειδίκευση, κάθε κλάδος καταντάει σήμερα να είναι ένας ολόκληρος και ξεχωριστός κόσμος από στοιχεία, από γνώσεις, από προβλήματα. Η προσήλωση σ’ αυτά κυριεύει και πρέπει να κυριεύει το πνεύμα του ανθρώπου, αν θέλει να είναι καλός στον τομέα του.

Όλο και περισσότεροι γίνονται οι σοφοί του καιρού μας που μας φωνάζουν πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια περιπλοκή, μπροστά σε έναν κίνδυνο: δεν μπορούμε και δεν θέλουμε βέβαια να ζήσουμε χωρίς αυτή τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνικής, χωρίς την όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια για την κατάκτηση των νόμων, των φαινομένων, των λειτουργιών της φύσης. Ταυτόχρονα, όμως, έτσι που πάμε, θα καταντήσουμε στο τέλος να είμαστε εμείς οι υπηρέτες της τεχνικής, δηλαδή τα θύματα της ίδιας μας της ανάπτυξης, να γίνουμε δηλαδή εμείς οι ίδιοι εξαρτήματα των μηχανών που φτιάξαμε.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Και αυτός είναι και ο κίνδυνος που τον ονομάζουμε αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στη σημερινή βιομηχανική, μέσα στη σημερινή τεχνική ανάπτυξη, που το ιστορικό της αντίστοιχο είναι η κοινωνία της κατανάλωσης. Και είτε το θέλουμε είτε όχι, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, πίσω δεν γίνεται να γυρίσουμε. Είμαστε όλοι παιδιά της κοινωνίας αυτής, όχι μόνο στις οικονομικές μας σχέσεις, όχι μόνο στον τρόπο της ζωής μας, αλλά και στις πνευματικές μας δραστηριότητες, τις πνευματικές δυνατότητες που έχουμε.


Ένα αντίβαρο σ’ αυτό το κατακομμάτιασμα της γνώσης, σ’ αυτή τη μονοδιάστατη πνευματική μας δραστηριότητα είναι ο συνδυασμός, ο συντονισμός της επιστημονικής ειδίκευσης με τη γενική, την ανθρωπιστική μόρφωση και καλλιέργεια. Τι είναι η ανθρωπιστική μόρφωση, η ανθρωπιστική καλλιέργεια; Ο τελικός σκοπός κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας η παραγωγή, η κοινωνία, η πολιτική μέσα στην κοινωνία, η τεχνική, η πρόοδος, η πνευματική δημιουργία είναι ο άνθρωπος. Το περιεχόμενο, λοιπόν, της ανθρωπιστικής μόρφωσης είναι: η προσπάθεια του ανθρώπου μέσα από αυτές τις κάθε λογής δραστηριότητες, μέσα από όλες μαζί, να γίνει ο άνθρωπος. Είναι ιστορικά η πορεία του αυτή στο παρελθόν, και είναι ιδεολογικά η προοπτική της πορείας του αυτής στο μέλλον. Ο θησαυρός της ανθρώπινης δημιουργίας στο παρελθόν γίνεται έτσι η εγγύηση και η ελπίδα της δυνατότητας που έχει για το μέλλον.

Αν όμως αυτό είναι το περιεχόμενο της ανθρωπιστικής μόρφωσης, ο σκοπός της είναι η συνείδηση του ανθρώπου. Η συνείδηση δηλαδή για την ενότητα όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, των μικρών και των μεγάλων, των πρόσκαιρων και των γενικών μέσα από τις διαλεκτικές αντιφάσεις και αντιθέσεις τους σε μία και ενιαία και καθολική σύνθεση, που αρχίζει από τον άνθρωπο, έχει κέντρο της τον άνθρωπο καί έχει τέλος της τον άνθρωπο  την ολοκλήρωσή του μέσα στη συνείδηση. Αυτή η ολοκλήρωση είναι η ιδεολογία. Και μέσα σ’ αυτήν, με κάποιο τρόπο, είναι σα να ξαναχωνεύονται όλα τα ειδικά και τα γενικά  για να δικαιωθεί μέσα σ’ αυτήν και η προσπάθεια και η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου.

Γι’ αυτό, λοιπόν, χρειάζεται πάντοτε ο συνδυασμός, ο συντονισμός της επιστημονικής ειδίκευσης, που κομματιάζει και απομονώνει τον άνθρωπο, με την ανθρωπιστική καλλιέργεια, που σκοπός της είναι να τον ενώσει με τους άλλους.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Αυτά τα λόγια είναι βέβαια ωραία και μπορούν να λέγονται από κάθε μεριά. Είναι όμως μισά και είναι χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα όταν δεν προσθέτει κανένας πως η αληθινή, η τελική, η οριστική λύση του προβλήματος βρίσκεται μέσα στην κοινωνία καί όχι μονάχα μέσα στην παιδεία. Ένας επαναστάτης σοφός στις αρχές του αιώνα μας είπε πως η κοινωνία που ονειρευόμαστε για το μέλλον είναι η δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας χωρίς τους δούλους  είναι δηλαδή μια ελεύθερη κοινωνία για όλους τους πολίτες της και με σκλάβους της τις μηχανές. Αυτό θα πει πως ο συνδυασμός ειδίκευσης και ανθρωπισμού βρίσκεται μέσα σε μια τέτοια αναμόρφωση της κοινωνίας όπου όλοι οι πολίτες της μπορούν να έχουν και θέση και χρησιμότητα μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, που σε όλα του, σε όλες του τις λειτουργίες, ζει και κινείται για το σύνολο. Μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία ζευγαρώνεται τότε από μοναχή της η τεχνική με την κουλτούρα. Ο ειδικός, ο τεχνικός, παύει να είναι το απομονωμένο μοναχικό άτομο και γίνεται και αυτός οργανικό στοιχείο του οργανικού συνόλου. Παύει να είναι ο μονοδιάστατος άνθρωπος του Μαρκούζε  και γίνεται ο πολίτης της δικής του και αυτός κοινωνίας.

Εκεί πάμε, εκεί πρέπει να πάμε, και οι καλύτεροι ανθρώπινοι οραματισμοί έτσι τη βλέπουν την κοινωνία του μέλλοντος.

Πώς τη βλέπω εγώ;

Αν αυτό το γενικό πρόβλημα σαν πρόβλημα της παιδείας το μεταφέρουμε στη σημερινή Ελλάδα, θα έχουμε βέβαια τότε πολύ περισσότερα να πούμε, αφού πρόκειται για μας, πρόκειται για τη ζωή μας.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Το μάθημα το δικό μου θα είναι μια σειρά από τριάντα, όπως λογαριάζω, διαλέξεις-ομιλίες με τον γενικό τίτλο «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Χρειάζεται ένα τέτοιο μάθημα;

Δε λέω βέβαια τίποτα καινούργιο ή σπουδαίο ξαναλέγοντας εδώ και εγώ πως η κατώτερη και η μέση παιδεία στην Ελλάδα χρειάζονται μια ριζική αναμόρφωση. Αναμόρφωση στο περιεχόμενο, αναμόρφωση στο σύστημα, αναμόρφωση στη γλώσσα.

Μια τέτοια αναμόρφωση-μεταρρύθμιση διαρκώς συζητιέται, μα διαρκώς αναβάλλεται. Στο μεταξύ, όσο αναβάλλεται, γενιές και γενιές από ελληνόπουλα, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα από τότε που υπάρχουμε σαν κράτος, περνούν από τη μια βαθμίδα της εκπαίδευσης στην άλλη ή πηγαίνουν στα πανεπιστήμια  πώς, με ποιον τρόπο;

Περνούν με μισή τη γλωσσική τους αγωγή, αφού διδάσκονται δύο γλώσσες, μία ζωντανή και μία νεκρή και τις διδάσκονται σα να ήτανε μία γλώσσα.

Περνούν από τη μία βαθμίδα της εκπαίδευσης στην άλλη με μισές τις πρακτικές γνώσεις που παίρνουν αλλού τα παιδιά στο δημοτικό και το γυμνάσιο (σ.σ. όπου γίνεται λόγος στο κείμενο για γυμνάσιο, εννοείται το παλαιό εξατάξιο Γυμνάσιο, που περιελάμβανε και τις τρεις τάξεις του σημερινού Λυκείου). Πρέπει να πω, και δε λέω βέβαια τίποτα καινούργιο και σπουδαίο, πως αυτό το σύστημα των προγυμναστών και των φροντιστηρίων που έχουμε στην Ελλάδα δηλαδή ένα κανονικό δεύτερο σχολειό— είναι η βαριά ηθική καταδίκη της ελληνικής μέσης παιδείας  η ηθική της και πρακτική χρεωκοπία.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Αν από κει και πέρα αναφερθούμε στα θέματα αυτά, που είναι μέσα στο περιεχόμενο των δικών μου διαλέξεων-ομιλιών, θα βρούμε μια κατάσταση ακόμα χειρότερη.

Τα παιδιά περνούν από τη μια βαθμίδα της εκπαίδευσης στην άλλη με την εικόνα της εθνικής τους ιστορίας, της εθνικής τους παράδοσης και της εθνικής τους κουλτούρας μισή, και μάλιστα στραβή.

Την ίδια ώρα που σε όλες τις χώρες του κόσμου, και τις μεγάλες και τις μικρές, ακριβώς σε αυτά τα θέματα που θα τα λέγαμε εθνικού χαρακτήρα δίνεται τώρα η πιο μεγάλη προσοχή και βαρύτητα, σε μας, αντίθετα, αυτά ακριβώς παραμελούνται, παραμερίζονται και μάλιστα διαστρέφονται. Η ιστορία του νέου ελληνισμού διδάσκεται στα σχολεία μας σαν κάτι πάρεργο, και μάλιστα και ασήμαντο. Αν τύχει κανένας καλός δάσκαλος, κάτι γίνεται. Αλλιώς είναι περισσότερο δημαγωγία, φλυαρία, μεγάλα λόγια, παρά γνώση και παιδεία. Η ιστορία της νεοελληνικής κουλτούρας, του πολιτισμού μας, δεν διδάσκεται καθόλου στα σχολειά μας. Τα παιδιά τελειώνουν το γυμνάσιο και αν δεν τύχει κανένας καλός δάσκαλος, που από δικό του μεράκι λέει μερικά λόγια δεν έχουν ακούσει κανένα μάθημα ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τέτοιο μάθημα δεν υπάρχει στα σχολειά μας. Υπάρχουν μόνο «Νεοελληνικά αναγνώσματα», όπως υπάρχουν δηλαδή αναγνώσματα για τις ξένες γλώσσες, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά. Για τη φαναριώτικη παιδεία μας τα νέα ελληνικά είναι ξένη γλώσσα, για τη φαναριώτικη παιδεία μας η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι η εθνική μας λογοτεχνία. Εκθέσεις του υπουργείου Παιδείας, στατιστικές, αποτελέσματα διαγωνισμών και εισαγωγικών εξετάσεων δείχνουν πως, αν είναι κάτι
που αγνοούν οι απόφοιτοι των γυμνασίων, είναι η Ελλάδα, η πατρίδα τους.

Αυτή την έλλειψη —που φέρνουν όλοι οι απόφοιτοι των γυμνασίων όταν έρχονται στα πανεπιστήμια— θα ήταν λίγο υπεροπτικό και θα ήταν και ουτοπικό να πω πως θα την καλύψω ολόκληρη εγώ με τις δικές μου ομιλίες-διαλέξεις. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο μαζί να πετύχουμε εκείνο που είναι δυνατό: να συμπληρώσουμε κάπως αυτά τα κενά του σχολειού.

[…]

Θα προσπαθήσω έτσι το δικό μου το μάθημα να είναι για σας ένα μάθημα που θα τολμούσα να το έλεγα «νεοελληνικής πατριδογνωσίας». Να είναι δηλαδή μαζί με τα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η πολιτική, η κοινωνική και η πολιτιστική ιστορία του έθνους. Και να είναι μαζί με αυτά και η ιστορία της γλώσσας μας, αυτής της προδομένης νεοελληνικής γλώσσας, της εθνικής μας γλώσσας, που δεν ντρεπόμαστε να τη λέμε ακόμα δημοτική.

Αυτό, λοιπόν, θα είναι το γνωστικό, το διδακτικό περιεχόμενο των δικών μου μαθημάτων — μετάδοση των γενικά χρήσιμων γνώσεων πάνω σε αυτά τα θέματα, έργα και γεγονότα, που τέλος πάντων είμαστε εμείς, η ράτσα μας, το έθνος μας, η ψυχή μας. Αναπλήρωση τελικά εκείνων των γνώσεων που δεν έδωσε το γυμνάσιο.

[…]


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Αλλά πίσω από κάθε μίμηση, πίσω από κάθε μόρφωση, πίσω από κάθε γνώση, βρίσκεται πάντοτε μια ιδεολογία. Και βρίσκεται και όταν το λέμε, μα βρίσκεται επίσης και όταν το κρύβουμε.

Εμένα μου αρέσει να το λέω.

Πίσω, λοιπόν, από τη μελέτη, πίσω από τη γνώση αυτών των πραγμάτων που φαίνονται ίσως λίγο σχολαστικά, λίγο περιορισμένης αξίας, βρίσκεται η εθνική μας ιδεολογία.

Πάνω σ’ αυτά ακριβώς τα θέματα —του νέου ελληνισμού, της ιστορίας του, της ιστορίας του πολιτισμού του— όπως διδάσκονται στο σχολειό μας, όπως δεν διδάσκονται, όπως παρακάμπτονται και παρασιωπούνται, στηρίζεται το μεσαιωνικό, το φαναριώτικο εποικοδόμημα του πνευματικού μας κατεστημένου.

H Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών δεν ήτανε δημιούργημα της χούντας, αλλά η συνέχεια μιας ψεύτικης ιδεολογίας που εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια είναι η επίσημη ιδεολογία μας. Είναι ένα εποικοδόμημα σαθρό και επιζήμιο για την εθνική μας ζωή και την εθνική μας πρόοδο.

Μπορούμε αυτό να το αποδείξουμε;

Εγώ νομίζω, ναι.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Η Ελλάδα, το ξέρουμε όλοι, το βλέπουμε, το νιώθουμε, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μια κρίσιμη, μια σπουδαία καμπή. Η ελληνική κοινωνία που υπήρχε διαλύεται, φεύγει. Μια νέα κοινωνία δημιουργείται στη θέση της. Θέλω να πω πως εμείς οι Έλληνες, και πριν από τον πόλεμο και πολύ περισσότερο ύστερα απ’ αυτόν, είχαμε πάψει να είμαστε χωριάτες ή ανατολίτες, χωρίς όμως και να έχουμε μπει σε μια ευρωπαϊκή αστική κοινωνία. Έτσι, η πλημμύρα της κατανάλωσης μάς βρήκε εμάς ανέτοιμους και απροετοίμαστους — και μας αλέθει σαν κοινωνία, μας αλλοτριώνει σαν άτομα. Κοιτάξτε γύρω σας: η Αθήνα δίνει την εντύπωση μιας πόλης με δυόμισι εκατομμύρια ξένους, δυόμισι εκατομμύρια πρόσφυγες, ξεριζωμένους ανθρώπους. Αλλού η Ελλάδα, στις περιοχές που εγκαταλείπονται και ερημώνονται, δίνει την εντύπωση μιας χώρας πέρα για πέρα ξεθεμελιωμένης. Σκεφτείτε: περισσότερο από τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ύστερα από τον πόλεμο εγκαταλείψει τις εστίες τους, τα σπίτια τους, άλλαξαν επάγγελμα. Είναι, αναλογικά, ο μεγαλύτερος αριθμός σε όλη την Ευρώπη.

Μπόρεσε, λοιπόν, αυτή η ιδεολογία των Ελλήνων Χριστιανών να μας βοηθήσει να αντιδράσουμε σε αυτή την ισοπεδωτική πλημμύρα της κατανάλωσης;

Όχι.

Εκείνο που ήταν ο λαϊκός μας πολιτισμός, ο εθνικός μας πολιτισμός, η εθνική μας ρίζα, είχαν τόσο κακοποιηθεί, είχαν τόσο ξεριζωθεί, που δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν.

Έτσι, η νέα αυτή ελληνική κοινωνία που δημιουργείται στη θέση της παλιάς (και δημιουργείται πάνω σε κάποιες παραγωγικές και οικονομικές βάσεις καλύτερες από εκείνες του παρελθόντος) είναι μια κοινωνία που γίνεται βιαστικά, αρπαχτικά, χωρίς ρυθμό καί χωρίς κανένα μέτρο, χωρίς σχέδιο και χωρίς προοπτική. Οι οικονομικές και παραγωγικές δομές, οι πολιτικές και νομικές δομές που υπήρχαν είναι οι ίδιες —αντιστέκονται—, αλλά οι παλιές ιεραρχίες είναι όλες ανεξαίρετα σπασμένες, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι καινούργιες αξίες και ιεραρχίες. Έτσι, η νέα αυτή κοινωνία γίνεται, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, με κάθε λογής υλικά, που μερικά μονάχα είναι δικά μας και τα περισσότερα είναι ξένα, υλικά που λίγα μόνο είναι μόνιμα και τα περισσότερα είναι προσωρινά. […]

Και έρχεται το ερώτημα: από πού θα κρατηθούμε; Πώς θα φτιάξουμε μια αληθινή ζωή στον τόπο αυτόν, από πού θα αντλήσουμε τις δυνάμεις για να κρατήσουμε τον εθνικό μας χαρακτήρα, την εθνική μας φυσιογνωμία — για να μη γίνουμε όλοι πρόσφυγες μέσα στην ίδια μας την πατρίδα;

[…] Πάνω στα στοιχεία της ιστορίας του νέου ελληνισμού, τα στοιχεία της εθνικής του κουλτούρας και της πνευματικής του δημιουργίας, μπορούμε να στηρίξουμε το οικοδόμημα μιας νέας και σύγχρονης, μιας ζωντανής ιδεολογίας.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Τι θα πει ιδεολογία;

Ιδεολογία θα πει μια αντίληψη ολόκληρη που συγκροτείται από τα βιώσιμα στοιχεία της παράδοσης, συγκροτείται από την αντίληψη των σημερινών προβλημάτων και συγκροτείται από την προοπτική της αυριανής ζωής.

[…]

Η διαμόρφωση μιας τέτοιας ιδεολογίας με καθολικό περιεχόμενο δεν είναι βέβαια η υπόθεση ενός ανθρώπου μονάχα και δεν είναι υπόθεση διακηρύξεων. Είναι πάντοτε το συνολικό, το συλλογικό έργο των πολιτικών και των πνευματικών δυνάμεων της κάθε χώρας, μέσα από τους προσανατολισμούς που αυτές οι δυνάμεις όλο και πιο συνειδητά πρέπει να καθορίζουν και να σταθεροποιούν και να διαδίδουν.

Ενάντια, λοιπόν, στο ξερίζωμα που συνεχίζεται και ενάντια στην αλλοτρίωση που μας κατακυριεύει, εδώ στην Ελλάδα έχουμε συμφέρον καί έχουμε καθήκον να τη δημιουργούμε αυτή τήν ιδεολογία σαν καταστάλαγμα και σαν συνισταμένη της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευματικής δραστηριότητας των κομμάτων, των ομάδων και των ατόμων. Των πολιτικών κομμάτων, εκείνων των ομάδων και των ατόμων που συμφωνούνε σε αυτά τα τρία στοιχεία μιας τέτοιας ιδεολογίας. Να τις έχουν τις αντιθέσεις τους, τις διαφωνίες τους —και δεν μπορεί να μην τις έχουν—, μα ταυτόχρονα να την υπηρετούν, να τη δουλεύουν, να τη διαμορφώνουν και να τη μεταδίνουν σε όλο το λαό αυτή την ιδεολογία σαν αντίκρυσμα και σαν αντίβαρο στο πλαστό, ψεύτικο, αναχρονιστικό πνευματικό εποικοδόμημα του κατεστημένου μας.

Η ιδεολογία αυτή έχει και το όνομά της.

Λέγεται νεοελληνική ιδεολογία, και θα ξαναπώ —γιατί πρέπει να το ξαναπώ— πως κάθε πολιτικό κόμμα, όποιες αρχές και αν έχει, όποιες γενικές αντιλήψεις και όποιο πρόγραμμα εξουσίας —διαφωνώντας με τα άλλα—, τότε μονάχα υπηρετεί τις ιδέες του, όταν τις προσαρμόζει στις ελληνικές ανάγκες, στην ελληνική πραγματικότητα, όταν τελικά τις συνθέτει σε μια τέτοια νεοελληνική ιδεολογία.

[…]

Για μένα, τουλάχιστον, η διαμόρφωση μιας τέτοιας ιδεολογίας είναι το επείγον καθήκον σ’ αυτή την καμπή που περνούμε σήμερα, σ’ αυτή τη μετάβαση από την παλιά ελληνική κοινωνία σε μια νέα ελληνική κοινωνία. Νομίζω μάλιστα πως ο ρόλος ακριβώς των νέων στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας, πέρα από τις πολιτικές τους τοποθετήσεις και πέρα από τις κομματικές τους διαφορές, που είναι ολότελα φυσικό να υπάρχουν, είναι σημαντικός. Οι πολιτικές τους ανησυχίες και οι κομματικές τους δραστηριότητες στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας πρέπει να συγκλίνουν — και από τη στιγμή που θα αρχίσουν εκεί να συγκλίνουν και να συναντιώνται, είναι βέβαιο πως θα έχουμε κάνει σημαντικό βήμα στην πολιτική μας ζωή.

Όσο για μένα, πρέπει βέβαια να το πω καθαρά πως μαζί με τις γνώσεις που θα προσπαθήσω να δώσω στους μαθητές, στους ακροατές μας, θα προσπαθήσω επίσης με όλη μου τη δύναμη, όλον τον ρωμαίικο καημό της ψυχής μου, να τους μεταδώσω επίσης αυτή τη νεοελληνική μου ιδεολογία.

*Το ανωτέρω κείμενο υπήρξε το εναρκτήριο μάθημα του Δημήτρη Χατζή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στα τέλη Νοεμβρίου του 1975. Ο λογοτέχνης Δημήτρης Χατζής είχε κληθεί από το Πανεπιστήμιο να παραδώσει δύο κύκλους μαθημάτων λογοτεχνίας στους φοιτητές της Μηχανολογικής Σχολής υπό την ιδιότητα του ειδικού επιστήμονα. Τα μαθήματα αυτά, με πρωτοφανή φοιτητική συμμετοχή, διεκόπησαν αιφνιδίως τον Ιούνιο του 1976, όταν ο Χατζής εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο κατόπιν συντονισμένων προσπαθειών τού τότε υπουργείου Παιδείας, ορισμένων καθηγητών και μερίδας του Τύπου, επειδή «δεν είχε κάμει τη στρατιωτική του θητεία».

Πηγή άντλησης του κειμένου και των συνοδευτικών πληροφοριών υπήρξε το υπ’ αριθμόν 297 τεύχος του περιοδικού Αντί, που είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του 1985 και ήταν αφιερωμένο στον Δημήτρη Χατζή.


Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913 (στις 13 του μηνός, κατά τις σχετικές πηγές). Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζής, γνωστός λόγιος και αξιόλογος παλαμικός ποιητής με το ψευδώνυμο Πελλερέν, ήταν ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας Ήπειρος.

Ο Χατζής ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους.

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1930, δημοσιεύοντας ποίημά του με τον τίτλο «Λυτρωμός» στο περιοδικό των Ιωαννίνων Ελλοπία.

Από το 1932 και μετά ήλθε σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους, ακολούθως δε, περί το 1935, προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1936 συνελήφθη από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέβηκε στο βουνό, ενώ συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό Τύπο.

Στους κατοπινούς δίσεκτους καιρούς ακολούθησε τις τύχες του αριστερού κινήματος. Εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και ήταν ένας από όσους πύκνωσαν τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού (1948).


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Μετά το τέλος του Εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, που έμελλε να γίνει ουσιαστικά η δεύτερη πατρίδα του.

Το καλοκαίρι του 1975 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, όπου ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα.

Στο αξιοπρόσεκτο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται λογοτεχνικά έργα (διηγήματα και μυθιστορήματα) και δοκίμια, δημοσιογραφικά κείμενα πολιτικού και πολιτιστικού περιεχομένου, φιλολογικές μελέτες.

Ο Δημήτρης Χατζής απεβίωσε στη Σαρωνίδα στις 20 Ιουλίου 1981.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου (ο Χατζής στο Σιφναίικο/Σιφνιώτικο Γιαλό της Αντιπάρου, το Σεπτέμβριο του 1977) προέρχεται από το προαναφερθέν τεύχος του περιοδικού «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985).

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
Απόρρητο