H πρώην σύζυγος του βασιλιά Έλβις, Πρισίλα Πρίσλεϊ δεν έχει ξεπεράσει τον πόνο της απώλειας του θανάτου της κόρης της, ούτε και πιστεύει ότι θα καταφέρει ποτέ κάτι τέτοιο.

Η Πρίσλεϊ αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις δύσκολες στιγμές στο νοσοκομείο και αποκαλύπτει γιατί έλαβε την τραγική απόφαση να τη βγάλει από τη μηχανική υποστήριξη, περιγράφοντας το «καταστροφικό» συναίσθημα που ένιωσε όταν συνειδητοποίησε ότι το πνεύμα της κόρης της «δεν ήταν πια εκεί».

Στα νέα της απομνημονεύματα, με τίτλο Softly, as I Leave You: Life After Elvis, που θα κυκλοφορήσουν στις 23 Σεπτεμβρίου, η Πρισίλα Πρίσλεϊ, 80 ετών σήμερα, αποτυπώνει τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής της μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της, Έλβις Πρίσλεϊ, το 1977.

Η απώλεια της κόρης της αποτελεί, όπως αναφέρει, τη δεύτερη πιο θλιβερή ημέρα στη ζωή της. «Μου πήρε πολύ χρόνο για να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι η Λίσα δεν ήταν πια κοντά μας», δηλώνει η ίδια.

«Ρώτησα τον γιατρό τι είδους ζωή θα είχε αν συνέχιζε με μηχανική υποστήριξη. ‘Καμία ποιότητα ζωής’ μου απάντησε με συμπόνια»

Η τελευταία πράξη μιας τραγωδίας

Η Λίσα Μαρί Πρίσλεϊ απεβίωσε στις 12 Ιανουαρίου του 2023 από αποφρακτική κατάσταση του λεπτού εντέρου, επιπλοκή μιας βαριάς ιατρικής επέμβασης που είχε κάνει στο παρελθόν.

Τη βρήκε αναίσθητη στο σπίτι ο πρώην σύζυγός της, Ντάνι Κίου, ο οποίος και κάλεσε αμέσως την Πρισίλα για να συναντηθούν στο νοσοκομείο.

«Ήμασταν εκεί όλη μέρα», περιγράφει η Πρισίλα. «Η Λίσα δεν ανέπνεε, οπότε ήταν συνδεδεμένη με αναπνευστήρα. Περιμέναμε, ελπίζαμε και προσευχόμασταν για ώρες, μέχρι που ήρθε ο γιατρός και είπε: “Πρισίλα, λυπάμαι τόσο πολύ, έφυγε”. Απλά δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Ήταν δύσκολο για όλους μας, και παραμένει».

Στο βιβλίο της, η Πρισίλα δεν αφηγείται μόνο τις τελευταίες στιγμές της Λίσα Μαρί, αλλά αποκαλύπτει επίσης τον θρήνο της για τον θάνατο του εγγονού της, Μπέντζαμιν Κέοου, γιου της Λίσα Μαρί και του Ντάνι, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία 27 ετών το 2020.

Παράλληλα, μιλά για την προσπάθειά της να βοηθήσει τον 38χρονο γιο της, Ναβαρόν, να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. «Δεν ήταν καθόλου εύκολο», παραδέχεται η Πρισίλα, «αλλά πρέπει να βρεις τη δύναμη».

Σήμερα, η Πρισίλα βρίσκει έμπνευση στον Ναβαρόν, ο οποίος έχει μείνει καθαρός, καθώς και στην εγγονή της, Ράιλι Κίου. Επιπλέον, δηλώνει ότι η μεγαλύτερη χαρά της είναι να βρίσκεται στο πλευρό της εγγονής της, Ράιλι, και των παιδιών της, της 3χρονης Τουπέλο και ενός ακόμα παιδιού που το ζευγάρι απέκτησε στις αρχές του τρέχοντος έτους.

«Αυτό με κάνει ευτυχισμένη: το να ξέρω ότι όλοι είναι καλά» είπε.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Γνώριζα από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο της Λίσα στο νοσοκομείο ότι είχε ήδη φύγει. Ήταν συνδεδεμένη σε μηχανήματα που την κρατούσαν στη ζωή, και η καρδιά της χτυπούσε. Υπήρχε ελάχιστη εγκεφαλική δραστηριότητα. Το πνεύμα της, που ήταν πάντα τόσο ζωντανό, δεν ήταν πια εκεί. Η Ράιλι μού είπε αργότερα ότι ενώ ήταν ακόμα στην πτήση της, είχε νιώσει το πνεύμα της μητέρας της να περνάει. Αλλά κανείς από εμάς δεν ήταν έτοιμος να το βάλει κάτω ακόμα.

Μια νοσοκόμα ήρθε να μου πει ότι έφτασε ο Ναβαρόν. Της ζήτησα να τον φέρει στο δωμάτιο. Και τότε αρχίσαμε να περιμένουμε. Τελικά, ο Ναβαρόν έκανε την ερώτηση που όλοι σκεφτόμασταν. Πόσο θα χρειαζόταν για να μάθουμε αν θα άρχιζε να αναπνέει ξανά; Ο γιατρός είπε ότι θα μπορούσαν να είναι δύο λεπτά. Ή θα μπορούσαν να είναι δύο ημέρες. Μετά από δύο ώρες, ο Ναβαρόν δεν άντεξε άλλο την αγωνία. Έφυγε και πήγε στο άλλο δωμάτιο.

Οι άλλοι επιτρέπονταν να μπαίνουν ένας-ένας ή δύο-δύο. Ο Ντάνι κι εγώ μείναμε, κρατώντας τα χέρια της Λίσα, χαϊδεύοντας το πρόσωπό της, λέγοντάς της πόσο την αγαπάμε.

Σε κάποια στιγμή, θυμάμαι ότι μια νοσοκόμα με πήγε στο άλλο δωμάτιο, όπου με περίμενε η εξαδέλφη μου η Άιβι. Η νοσοκόμα είπε στην Άιβι να φροντίσει να φάω και να πιω κάτι. Η εξαδέλφη μου με έπιασε από το χέρι, αλλά τότε ακούσαμε ένα συναγερμό έκτακτης ανάγκης από το δωμάτιο της Λίσα. Η καρδιά της Λίσα είχε σταματήσει. Καθώς άρχισα να τρέχω προς την κόρη μου, η νοσοκόμα κράτησε την Άιβι και της μίλησε ψιθυριστά.

Γνέφοντας προς το μέρος μου, είπε στην Άιβι, “Ελάτε μαζί μας. Πρέπει να σταθείτε ακριβώς πίσω της. Θα πέσει, και θα πρέπει να την κρατήσετε”.

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ο γιατρός να μου μιλάει. Με ρώτησε τι ήθελα να κάνει. Είχαν επανεκκινήσει την καρδιά της Λίσα, αλλά δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι θα συνέχιζε να χτυπά. Ρώτησα τον γιατρό: “Τι είδους ζωή θα έχει αν την κρατήσουμε στο μηχάνημα;”

Με κοίταξε με συμπόνια και κούνησε το κεφάλι του. “Καμία ποιότητα ζωής”.

«Η δεύτερη πιο θλιβερή ημέρα της ζωής μου»

Σκέφτηκα το κορίτσι μου, το άγριο, επαναστατικό, παθιασμένο κορίτσι μου, ξαπλωμένο σε μια φυτική κατάσταση για το υπόλοιπο της ζωής της.

Είπα αυτό που έπρεπε. “Βγάλτε τη από το μηχάνημα, γιατρέ”. Η φωνή μου ήταν μόλις ένας ψίθυρος.

Η νοσοκόμα άρχισε να αποσυνδέει τον αναπνευστήρα που κρατούσε το στήθος της Λίσα να ανεβοκατεβαίνει. Κοίταξα τον Ντάνι και είπα, “Πρέπει να τους το πούμε, Ντάνι. Για να μπορέσουν να πουν αντίο”.

Αλλά καθώς άρχισα να κινούμαι προς την πόρτα, άκουσα τον αγωνιώδη κλάμα του Ντάνι. “Όχι, Νόνα! Μην φεύγεις! Δεν μπορούμε να την αφήσουμε μόνη της!”

Ήταν ανυπόφορο. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Δεν θυμάμαι να έχω πέσει. Ξέρω ότι η Άιβι με έπιασε. Μετά από αυτό, όλα έγιναν σκοτάδι. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Δε θέλω να θυμηθώ».