
Έχουσι γνώσιν οι φύλακες…
Η πεμπτουσία του δημοσιογραφικού έργου, του δημοσιογραφικού λόγου
«Συμμετέχω στο δημοσιογραφικό παιχνίδι για να ασκήσω κριτική και αυτοκριτική. Οι κανόνες του είναι γνωστοί: εφήμερος λόγος, για το μεγάλο κοινό, κυρίως όμως λόγος που θέλει να είναι διαμεσολαβητικός μεταξύ πολιτικής εξουσίας και πολιτών. Όπου διαπιστώνω παθολογικές εκτροπές από τους κανόνες (προχειρότητα ή ασάφεια, λαϊκισμό ή αριστοκρατισμό, παιχνίδια υπέρ της πολιτικής εξουσίας), εκεί χώνω τη μύτη μου, ασκώ κριτική ορίζοντας τη θέση του δικού μου λόγου ως προς όλα αυτά. Η αυτοκριτική μου έγκειται στο ότι συνεχώς ελέγχομαι δημοσίως αν έγινα πρόσωπο βιτρίνας ή αντιστάθηκα στον πειρασμό· αν εκπόρνευσα το πρόσωπό μου και τον λόγο μου· αν αντιστάθηκα στον πειρασμό της ηθικολογίας ή της αριστοκρατικότητας».
Με αυτόν τον τρόπο είχε απαντήσει ο αείμνηστος Δ. Ν. Μαρωνίτης στο ερώτημα (του το είχε υποβάλει «Το Βήμα» το Μάιο του 1993) γιατί ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος όπως εκείνος είχε λάβει την απόφαση να απευθυνθεί μέσω του Τύπου σε ένα κοινό ευρύτερο από την ακαδημαϊκή κοινότητα, με άλλα λόγια να αναμειχθεί διά της δημοσιογραφίας στα δημόσια πράγματα.
Μέσα σε λίγες μόνο αράδες —δεν χρειάζονται άλλωστε περισσότερες η μεστή γραφή του και οι λαγαρές ιδέες του— η πεμπτουσία του δημοσιογραφικού έργου, του δημοσιογραφικού λόγου.
Ευκρινέστατες οι συντεταγμένες του: η κριτική και η αυτοκριτική, η διαμεσολάβηση, η αντίσταση στη «βιτρίνα» και τους πειρασμούς, τους συχνά ακατανίκητους.
Την εκπόρνευση προσπαθεί να ξορκίσει ο Μαρωνίτης, τον ευτελισμό και την ανυποληψία.
Έχουσι γνώσιν οι φύλακες…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις