Έκλεισε τα μάτια στις τέσσερις το πρωί. Ήταν ακριβώς η ώρα που ξυπνούσε, χειμώνα – καλοκαίρι. Αναπαύθηκε τώρα. Δεν έχει κλεμμένο τον ύπνο του, αυτός που όλη του τη ζωή —και δεν ήταν σύντομη— αναλώθηκε στην αγρύπνια.
Τον χάνουμε. Πένθος στα Γράμματα, πένθος στη δημοσιογραφία, πένθος στο Θέατρο. Κι’ ακόμα, πένθος στη στήλη αυτή που επί χρόνια μακρά ο Σπύρος Μελάς την ελάμπρυνε με την ακτινοβολία του.
Ο κορυφαίος μας. Τελευταίος της παλιάς φρουράς, στην πρώτη γραμμή, μαζί με τους άλλους δασκάλους του χρονογραφήματος, τον Κονδυλάκη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Παπαντωνίου, τον Μωραϊτίνη.
Καλλιέργησε όλα τα είδη και του λόγου. Και όλοι μάς τον διεκδικούνε. Κανένας όμως δεν μπορεί να μας τον πάρη. Γιατί ο Μελάς, πάνω απ’ όλα, ήταν δημοσιογράφος. Από μας ξεκινά και σ’ εμάς μένει.
Δεν υπάρχει κλάδος δημοσιογραφικός από τον οποίον να μην έχει περάσει. Αρχίζει από συντάκτης αστυνομικός, για να διακριθή σε μεγάλες αποστολές, σε πολεμικές επιχειρήσεις, σε διασκέψεις, όπως του Βουκουρεστίου, όπως της Λωζάννης, όπου χαράχτηκαν τα σύνορα της Ελλάδος. Τι αμόκ ήταν εκείνο… Το πάθος του νεοφώτιστου ως το τέλος των ημερών του.
Ρεπόρτερ, αρχισυντάκτης, διευθυντής. Δόξα του όμως το χρονογράφημα.
Μελάς θα πη χρονογράφημα. Σπουδαία η συμβολή του και στο Θέατρο. Στο χρονικό όμως οφείλει την αίγλη του· αυτό του άνοιξε τις πύλες της Ακαδημίας. Ακόμα και τα ιστορικά του αναγνώσματα, όπου ζωντάνεψε τους ήρωες του ’21, από στήλες εφημερίδας —του «Ελευθέρου Βήματος»— ξεκινούνε. Διευθυντής τότε, ο Συριώτης μας.
— Δεν καταπιάνεσαι και με το ’21; τον κεντρίζει.
Πανέξυπνος ο Σπύρος, αρπάζει την έμπνευση, και αρχίζει από το «Γέρο του Μωριά», που τον γράφει την κάθε μέρα και τον παραδίδει χειρόγραφο – χειρόγραφο στο τυπογραφείο όπως παράδινε την κανονική του ύλη.
Φυσικά, δεν πρόκειται να προδώση το είδος του. Το βρίζει, πιστεύει ότι σπατάλησε τον εαυτό του σ’ αυτό, αλλά και δεν το εγκαταλείπει. Ένα και δυο χρονογραφήματα την ημέρα. Πόσες χιλιάδες χρονογραφήματα κατά τις μακρές δεκαετίες της επαγγελματικής ζωής του…
Πολλές αδυναμίες τού καταλόγισαν γύρω στο ήθος, το χαρακτήρα, τη συνέπεια.
Όσα όμως κι’ αν του φόρτωσαν, δεν βρέθηκε πολέμιος να του αμφισβητήση το πνεύμα, το τάλαντο, τη μόρφωση, την εργατικότητα, την ευσυνειδησία, το πάθος για τη δουλειά.
Η μοίρα θέλησε να συνυπάρξουμε επί ένα διάστημα στην ίδια αυτή εφημερίδα. Ήταν πολύ μεγάλος ο όγκος του, για να χωρέση άλλος κοντά του. Ακολούθησε η διαδοχή. Ο μαθητής που σηκώνεται με δέος από το θρανίο του δημοτικού, για να καθήση σε καθηγητική έδρα. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε, ο διάδοχος όμως δεν έπαυσε να κατέχεται από το τρακ της πρεμιέρας και να λυγίζη κάτω από το βάρος των συγκρίσεων.
Μας φεύγει τώρα. Πληθωρικός, άνισος, τραχύς και απαλός, κυνικός και λυρικός, με τις καλές και κακές εκδηλώσεις του Ρωμιού, πέρα ως πέρα Ρωμιός, αφήνει τεράστιο κενό στα Γράμματα και στη ζωή, που την αγκάλιασε απ’ όλες τις πλευρές της.
Καλό σου ταξίδι, Δάσκαλε. Τρεις γενεές δημοσιογράφων σε ραίνουν με γλυσίνες και πασχαλιές του Απρίλη και προσεύχονται στο Θεό να σου χαρίση τη γαλήνη και την ανάπαυση που δεν τις γνώρισες όσο ζούσες.
Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από τη στήλη του στην εφημερίδα «Το Βήμα», αποχαιρέτησε ο Παύλος Παλαιολόγος τον Σπύρο Μελά το μακρινό 1966. Το άρθρο του, υπό τον τίτλο «Ο Δάσκαλος», είχε δημοσιευτεί την Κυριακή 3 Απριλίου, την επαύριον του θανάτου του Μελά.
Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, διακεκριμένος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας, είχε γεννηθεί στη Ναύπακτο το 1882.