Κίνδυνος πνευμονίας από φάρμακα που περιορίζουν την παραγωγή των οξέων του στομάχου
Λονδίνο: Η χρήση αντιόξινων παραγόντων οι οποίοι καταπολεμούν τις διαταραχές της πέψης αυξάνουν τον κίνδυνο πνευμονίας, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Λονδίνο: Η χρήση αντιόξινων παραγόντων οι οποίοι καταπολεμούν τις διαταραχές της πέψης αυξάνουν τον κίνδυνο πνευμονίας, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Radboud διαπίστωσε ότι οι αντιόξινοι παράγοντες που περιορίζουν την παραγωγή των οξέων του στομάχου αυξάνουν τον κίνδυνο πνευμονίας κατά 27%.
Η συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων συνήθως χορηγείται για τις παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος όπως η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και η σοβαρή δυσπεψία.
Από τα 364.000 άτομα που τέθηκαν υπό ιατρική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της επταετούς μελέτης, 5.551 είχαν πνευμονία, 477 εκ των οποίων την εκδήλωσαν κατά τη διάρκεια ή μετά από τη λήψη αντιόξινων παραγόντων, όπως οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων.
Ο κίνδυνος πνευμονίας πιστεύεται ότι σχετίζεται με την αύξηση των βακτηρίων του στομάχου, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες εξοντώνονται από τα οξέα.
Μιλώντας στο BBC ο Δρ Robert Laheij που συμμετείχε στη μελέτη επεσήμανε ότι «η συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων είναι πολύ αποτελεσματική αλλά έχει και κάποιους κινδύνους. Δεν συστήνω στους ασθενείς να διακόψουν τη λήψη τους αλλά θα πρέπει να είναι προσεκτικοί. Πολλά άτομα συνεχίζουν τη χρήση ακόμα και όταν τα συμπτώματα έχουν εκλείψει, γεγονός ανησυχητικό. Μια εναλλακτική λήψη θα ήταν τα αντιόξινα, τα οποία ουδετεροποιούν τα οξέα, αλλά δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά».
Σε συνοδευτικό άρθρο ο Δρ Τζέιμς Γκρέγκορ του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο του Καναδά τονίζει ότι «αν η καταστολή των οξέων προκαλεί ορισμένες περιπτώσεις πνευμονίας είναι βέβαιο ότι οκίνδυνος είναι σχετικά μικρός και ότι η επιπλοκή στις περισσότερες περιπτώσεις είναι συνήθως υποκείμενη σε θεραπεία. Ωστόσο καμιά φαρμακευτική αγωγή δεν έχει παρενέργειες».