Ανάμεσα στα πολλά κομμάτια ενός παζλ που όλοι προσπαθούν να συνθέσουν για να ερμηνεύσουν το διπλό φονικό του Ρομπ Ράινερ και της συζύγου του Μισέλ και όσο η πιθανότητα να είναι δράστης ο γιος τους, Νικ, μοιάζει να γίνεται βεβαιότητα, υπάρχει το Being Charlie. Η ταινία ξεχωρίζει από τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη Ρομπ Ράινερ για διάφορους λόγους, ανάμεσα σε αυτούς είναι και η συμμετοχή του γιου του στο σενάριο.

Για τον The Guardian η ταινία είναι μια αδρή και ρεαλιστική ταινία για τον εθισμό με λίγα κωμικά στοιχεία, λιγότερο πληθωρική από πολλές από τις ταινίες για τις οποίες ήταν διάσημος ο Ράινερ, καθώς και από άλλες που έκανε τη δεκαετία του 2010. Χωρίς κάποιον καθιερωμένο σταρ, με περισσότερο σεξ και γυμνό από όσο συνήθιζε και βασισμένη σε εμπειρίες που έζησαν πατέρας και γιος, το Being Charlie πλέον μοιάζει αναπόσπαστο κεφάλαιο σε μια τραγική ιστορία.

Μετά το διπλό φόνο, το Being Charlie μοιάζει με προφητεία για όλα όσα δεν είπε. Η ταινία που ο Ράινερ έκανε σε συνεργασία με τον γιο του, εν μέρει ως μια προφανή πράξη ελπίδας ότι οι χειρότεροι αγώνες του θα είχαν μείνει πίσω, δυστυχώς δεν επιβεβαιώθηκε.

Παρακολουθώντας την στον απόηχο της οικογενειακής τραγωδίας είναι ανατριχιαστικά ενδιαφέρον να προσπαθήσεις να εντοπίσεις τι ειπώθηκε και, κυρίως, όλα όσα έμειναν εκτός και αυτό γιατί η ταινία αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τους δαίμονες της εξάρτησης -ίσως και να τους αποφεύγει.

Ο ήρωας της, ο Τσάρλι, δεν είναι βίαιος, και δεν είναι ιδιαίτερα συναισθηματικά ασταθής. Το Being Charlie μοιάζει να παρακάμπτει κάποιο μεγαλύτερο πόνο, αυτόν που μόλις τώρα αποκαλύφθηκε.

Το 2016, όταν ο Ρομπ Ράινερ προωθούσε την ταινία τους, ο οικοδεσπότης του podcast ρώτησε τι έμαθε ο γιος του, Νικ, από αυτήν. Ο Ράινερ τον παρακίνησε να απευθυνθεί στον ίδιο τον Νικ, τότε 22 ετών, που βρισκόταν εκεί όλη την ώρα. «Είναι ακριβώς εδώ. Μπορείς να τον ρωτήσεις», είπε ο Ράινερ σττον κωμικό Πολ Μεκούριο.

«Ω, αυτός είναι ο γιος σου!» είπε έκπληκτος ο Μεκούριο, προσκαλώντας τον αδύνατο νεαρό με τα χοντρά μαύρα γυαλιά να συμμετάσχει στη συζήτηση για το Being Charlie, το οποίο βασίζεται στις εμπειρίες του Νικ, που μπαινόβγαινε σε κέντρα αποτοξίνωσης για ναρκωτικά ως έφηβος.

Όταν ρωτήθηκε γιατί άρχισε να χρησιμοποιεί ναρκωτικά εξαρχής, ο ήσυχος Νικ απάντησε ξεκάθαρα γιατί. Κατηγόρησε τη φήμη του πατέρα του και του παππού του, του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη και κωμικού Καρλ Ράινερ.

«Δεν είχα ταυτότητα, και δεν είχα πάθη», είπε ο Νικ. «Και νομίζω ότι ο λόγος που δεν είχα ταυτότητα ήταν επειδή έχω έναν διάσημο μπαμπά και έναν διάσημο παππού, και αυτή η φήμη κατά κάποιον τρόπο καθορίζει ποιος είσαι. Έτσι, ήθελα να χαράξω τη δική μου ταυτότητα με ένα πιο επαναστατικό, θυμωμένο, εξαρτημένο από ναρκωτικά είδος περσόνας».

Ο Νικ Ράινερ, γεννημένος το 1993, είναι το δεύτερο από τα τρία παιδιά που απέκτησε ο Ρομπ Ράινερ με τη Μισέλ, την οποία παντρεύτηκε το 1989 αφού τη συνάντησε στα γυρίσματα της αγαπημένης ρομαντικής κομεντί Όταν ο Χάρι Συνάντησε τη Σάλι, την οποία σκηνοθέτησε.

Όταν ο Ρομπ Ράινερ βρέθηκε σε μια συνέντευξη το 1998 με αρθρογράφο των Los Angeles Times, ο Νικ, τότε 5 ετών, έπεφτε γύρω από το τραπέζι, με τον πατέρα του να αστειεύεται: «Είναι ατσούμπαλος. Κινείται συνέχεια. Γεννήθηκε έτσι. Όταν βγήκε, ο γιατρός είπε, ‘Αυτό είναι ένα σπαστικό’». Σύντομα, σημείωσε ο αρθρογράφος, «η φωτογράφος μητέρα του Νικ, Μισέλ… έφτασε για να τον σηκώσει».

Σε συνεντεύξεις, ο Νικ έχει πει ότι ο ίδιος και ο πατέρας του δεν ήταν ιδιαίτερα δεμένη, όταν ήταν μικρότερος. Στη συνέντευξη του 2016 με τον Μεκούριο, ο Νικ είπε ότι ήταν άτολμος και ότι «δεν είχα τίποτα να γεμίσω τον χρόνο μου. Δεν είχα τίποτα να προσβλέπω».

Ως έφηβος, ο Νικ αγωνίστηκε με τον εθισμό στην ηρωίνη, μπαινοβγαίνοντας σε κέντρα αποτοξίνωσης και βιώνοντας περιόδους έλλειψης στέγης ήδη από την εφηβεία του. Ο νεότερος Ράινερ ήταν χρήστης από τα 15 του, και πήγε σε κέντρα απεξάρτησης σχεδόν 20 φορές στη ζωή του. Επιπλέον έχει πει πως κατά καιρούς ήταν άστεγος.

Είχε απεξαρτηθεί μέχρι το 2015, όταν συνέγραψε το Being Charlie. Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο Νικ Ράινερ εξομολογήθηκε ότι του ήταν δύσκολο να βλέπει το κοινό να τον κατακεραυνώνει ως «ένα κακομαθημένο λευκό πλούσιο παιδί».

Δημόσια, ο Νικ επαίνεσε τους γονείς του που τον βοήθησαν να βρει τη νηφαλιότητα. Ωστόσο, είπε επίσης ότι ένιωθε ένοχος που τους απογοήτευε και προσπαθούσε να βρει τον δικό του δρόμο.

Ο Ρομπ είπε ότι η δημιουργία της ταινίας με τον γιο του ήταν θεραπευτική, επιτρέποντάς τους να δουλέψουν πάνω σε παλαιότερα τραύματα και να αναπτύξουν μια στενότερη σχέση.

Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης του 2015 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία, ο Ρομπ είπε ότι μετάνιωσε που εκτίμησε τις συμβουλές των θεραπευτών περισσότερο από τη φωνή του γιου του, καθώς αυτός και η σύζυγός του προσπαθούσαν να κρατήσουν τον Νικ στην αποτοξίνωση.

«Όταν ο Νικ μας έλεγε ότι δεν λειτουργούσε γι’ αυτόν, δεν ακούγαμε», είπε. «Ήμασταν απελπισμένοι, και επειδή οι άνθρωποι είχαν διπλώματα στον τοίχο τους, τους ακούσαμε, ενώ έπρεπε να ακούγαμε τον γιο μας».

Η Μισέλ πρόσθεσε: «Επηρεαστήκαμε τόσο πολύ από αυτούς τους ανθρώπους. Μας έλεγαν ότι είναι ψεύτης, ότι προσπαθούσε να μας χειραγωγήσει. Και τους πιστέψαμε».

Μετά τον θάνατο του ζευγαριού, ένας οικογενειακός φίλος είπε ότι ο Ρομπ και η Μισέλ «έκαναν τα πάντα για τον Νικ. Κάθε πρόγραμμα θεραπείας, συνεδρίες, παραμέρισαν τις ζωές τους για να σώσουν τον Νικ επανειλημμένα».

Ο Νικ εξομολογήθηκε σε podcast το 2018 πως έπαθε καρδιακή προσβολή από κοκαΐνη, πως είχε σπάσει τα πάντα στον ξενώνα των γονιών του, πως είχε ζήσει παραληρηματικές στιγμές σε ένα ταξίδι απεξάρτησης που δεν έγινε ποτέ.

Στην ταινία που συνδημιούργησαν πατέρας και γιος αποτυπώθηκε ο φόβος του να μην ξέρεις πού βρίσκεται το παιδί σου, ή αν είναι ασφαλές, ακόμα κι αν είναι πλέον ενήλικας.

Ότι η πρώτη φορά που μπορεί να κοιμηθείς ξανά όλη νύχτα είναι όταν βρίσκεται σε κέντρο αποτοξίνωσης – ή στη φυλακή – φτάνοντας στη δύσκολη συνειδητοποίηση ως γονιός ότι η αγάπη σου δεν είναι αρκετή για να τον προστατεύσει. Ότι μερικές φορές δεν είσαι εσύ το άτομο που μπορεί να τον βοηθήσει.

Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη USA Today, τα δύο τρίτα των οικογενειών δηλώνουν ότι έχουν τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας εθισμένο στο αλκοόλ ή τα ναρκωτικά και 1 στους 5 ενήλικες αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας.

Η πόλη του Λος Άντζελες δεν έχει συγκλονιστεί τόσο πολύ από μια ύποπτη πατροκτονία από τότε που ο Έρικ και ο Λάιλ Μενέντεζ συνελήφθησαν για τη δολοφονία των γονέων τους στο Μπέβερλι Χιλς το 1989. Αλλά αυτή τη φορά το δράμα είναι πιο οικείο και ως τέτοιο πιο επώδυνο.

«Αυτό είναι ανείπωτο, είναι υλικό ελληνικής τραγωδίας», δήλωσε ο Χάρι Σίρερ, ο οποίος πρωταγωνίστησε στο This is Spinal Tap.

Η κατάχρηση ουσιών δεν προκαλεί βία, αλλά η χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ εμπλέκεται περίπου στις μισές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Και τα δύο τρίτα των θυμάτων που δέχονται επίθεση από κάποιον κοντινό τους, όπως ένα παιδί ή ένας σύντροφος, αναφέρουν ότι εμπλεκόταν αλκοόλ. Η ψυχική ασθένεια δεν προδιαθέτει απαραίτητα ένα άτομο σε βίαιη συμπεριφορά.

Ο Ζιβ Κοέν, ιατροδικαστής ψυχίατρος, λέει ότι ο εθισμός μπορεί να περιπλέξει τη δυναμική της οικογένειας. Και ενώ δεν ευθύνεται πάντα για τη βία, μπορεί να συμβάλει σε αυτήν. Λέει ότι οι ενήλικες που παλεύουν με τον εθισμό μπορούν να γίνουν παρανοϊκοί και συχνά βίαιοι όταν είναι μεθυσμένοι ή βρίσκονται σε κατάσταση στέρησης.

«Μπορούν να αναπτύξουν μια εχθρική συμπεριφορά απέναντι στους δικούς τους ανθρώπους, αυτοί που έχουν καλές προθέσεις απέναντί τους θεωρούνται εχθροί», λέει ο Κοέν. «Μπορεί να δημιουργήσει μια επικίνδυνη κατάσταση».