Η ελευθερία του Τύπου δέχεται πυρά – Από τον Λευκό Οίκο έως τη Βουδαπέστη ή την αγγλική επαρχία
Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι για τη δημοσιογραφία και τα ΜΜΕ. Αλλά η ελευθερία του Τύπου δέχεται διαρκώς πλήγματα από κυβερνήσεις που θέλουν να τα ελέγξουν, πιέζοντας τόσο οικονομικά όσο και με άλλα μέσα.
Σε μια περίοδο που η δημοκρατία απειλείται η ελευθερία του Τύπου είναι αυτή που πλήττεται περισσότερο από ποτέ. Και αυτό δεν περιορίζεται στις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ ή στους τυποκτόνους νόμους διαφόρων κυβερνήσεων. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Από τα κυρίαχα ΜΜΕ έως εφημερίδες που εκδίδονται σε μικρές κοινωνίες.
Στην πατρίδα του Ρομπέν των Δασών
Το Bloomberg φέρνει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για τους κινδύνους που απειλούν την ελευθερία του Τύπου. Στην κομητεία του Νότιγχαμσαϊρ –όσοι έχουν διαβάσει τον Ρομπέν των Δασών ίσως αναγνωρίζουν το όνομά της- ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στο τοπικό συμβούλιο και την τοπική εφημερίδα. Ο επικεφαλής του δημοτικού συμβουλίου Μικ Μπάρτον, από το κόμμα Reform UK του ακροδεξιού Νάιτζελ Φάρατζ, εξέφρασε την οργή του για άρθρο της Nottingham Post.
Το ρεπορτάζ υποδήλωνε μια διάσπαση στις τάξεις του κόμματός του. Ο Μπάρτον έβαλε στην εφημερίδα στον πάγο: το συμβούλιο σταμάτησε να στέλνει δελτία τύπου, να προσκαλεί τους δημοσιογράφους της σε εκδηλώσεις. Στους δημοτικούς συμβούλους του Reform UK απαγορεύτηκε να μιλήσουν στην Post.
Η Nottingham Post και οι ιδιοκτήτες της υπερασπίστηκαν το ρεπορτάζ και συμβουλεύθηκαν δικηγόρο. Καθώς προκλήθηκε σάλος για τον αποκλεισμό της, ο εθνικός αναπληρωτής ηγέτης του Reform, Ρίτσαρντ Τάις, υπερασπίστηκε την τακτική του τοπικού συμβούλου: «Αυτό είναι το νόημα της δημοκρατίας. Εσύ επιλέγει με ποιον θα μιλήσεις», είπε στο Sky News.
Αν αυτό σας φαίνεται ότι δεν είναι η ελευθερία του Τύπου, έχετε δίκιο.
Ιδανική στιγμή για επιθέσεις
Σε πολλά μέρη του κόσμου όπου η ελευθερία του Τύπου κάποτε θεωρούνταν δεδομένη, τα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό πίεση. Οι λόγοι πολλοί: μειώθηκε η εμπιστοσύνη του κοινού, ανέβηκαν τα social media, ενώ αυξάνονται οι πολιτικοί που προσπαθούν να εμποδίσουν τους δημοσιογράφους να κάνουν δύσκολες ερωτήσεις.
Και καθώς τα περισσότερα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, η πρόκληση είναι μεγαλύτερη. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες δείχνουν μεγάλη προθυμία να χρησιμοποιήσουν νόμους ή εμπορικές συμφωνίες για να βασιστούν στους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης. «Έχουμε πολλά τρωτά σημεία και η οικονομική ευπάθεια είναι τεράστια», δήλωσε ο Μάρτιν Μπάρον, πρώην συντάκτης της Washington Post και της Boston Globe. «Οι πολιτικοί συνειδητοποιούν τώρα ότι αυτή είναι πραγματικά η ιδανική στιγμή για να προσπαθήσουν να βλάψουν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης».
Η Έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα
Η έκθεση του δείκτη ελευθερίας του Τύπου 2025 των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα επισημαίνει ότι η οικονομική πίεση είναι σημαντικό πρόβλημα. Καθώς μειώνονται τα διαφημιστικά έσοδα και αυξάνονται οι διαδικτυακές ειδήσεις, τοπικά ΜΜΕ, ακόμη και με ιστορία πολλών δεκαετιών οδηγούνται σε λουκέτο.
Έκθεση του Πανεπιστημίου Northwestern διαπίστωσε ότι περίπου 3.300 εφημερίδες είχαν σταματήσει να εκδίδονται μόνο στις ΗΠΑ από το 2005 έως το 2024. Αυτό, πέρα από όλα τα άλλα, σημαίνει ότι λιγότεροι έμπειροι δημοσιογράφοι, όπως αυτοί της Nottingham Post, θα κάνουν δύσκολες ερωτήσεις σε τοπικούς πολιτικούς.
Παράδειγμα είναι και η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να κόψει την εκπομπή του Τζίμι Κίμελ, για τα σχόλιά του για τον θάνατο του Τσάρλι Κερκ.
Ελευθερία του Τύπου και του λόγου
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ, Μπρένταν Καρ απείλησε να ανακαλέσει τις άδειες μετάδοσης των τοπικών σταθμών που ανήκουν στο ABC και των θυγατρικών του. Οι μετοχές της Walt Disney Co., ιδιοκτήτριας του ABC, δέχτηκαν πλήγμα. Δύο ιδιοκτήτες θυγατρικών του ABC, που συνολικά φτάνουν περίπου το 23% των αμερικανικών νοικοκυριών, επέλεξαν να μη μεταδώσουν την επιστροφή του Κίμελ.
Και αν το επεισόδιο της κόντρας του Ντόναλντ Τραμπ με τον Τζίμι Κίμελ αφορούσε περισσότερο την ελευθερία του λόγου παρά την ελευθερία του Τύπου, δείχνει κάτι σημαντικό. Ακόμη και τα μεγάλα ΜΜΕ μπορούν να είναι ευάλωτα. Συχνά αποτελούν ένα σχετικά μικρό κομμάτι μιας πολύ μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που διαθέτει πολλές άλλες επιχειρήσεις. Από επιχειρήσεις ψυχαγωγίας και εκδηλώσεων, πλατφόρμες ακινήτων, εταιρείες τεχνολογίας ή υγειονομικής περίθαλψης. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν πιθανά σημεία πίεσης μέσω των οποίων οι πολιτικοί μπορούν να «περάσουν» τις απόψεις τους στα μέσα ενημέρωσης.
Το εγχειρίδιο Όρμπαν και ο Τραμπ
Η ελευθερία του Τύπου έχει δεχθεί τεράστιο πλήγμα στην Ουγγαρία. Καθώς είναι θολό το όριο μεταξύ επιχειρήσεων, πολιτικής και μέσων ενημέρωσης, ο Βίκτορ Όρμπαν μπόρεσε να εφαρμόσει περιορισμούς στον Τύπο για να εξυπηρετήσει δικούς του σκοπούς. Εδραίωσε τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης μέσω ενός συνδυασμού κρατικών εξαγορών, ρυθμιστικών ενεργειών, εκτροπής της κρατικής διαφήμισης σε ευνοούμενα μέσα ενημέρωσης, διακοπής της χρηματοδότησης σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δημιουργίας του δικού του μηχανισμού κοινωνικής δικτύωσης.
Κάτι ανάλογο έκανε και ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Έκανε μηνύσεις σε ΜΜΕ που αντιπαθεί, βάζοντάς τα σε δυνητικά δαπανηρές νομικές μάχες. Όταν ρωτήθηκε αν οι τηλεοπτικοί σταθμοί μπορούν να μεταδώσουν επικριτικά ρεπορτάζ εναντίον του, απάντησε ότι «δεν τους επιτρέπεται». Και όχι μόνον αυτό: θα έπρεπε να τους αφαιρεθούν οι άδειες χρήσης τους, αν το έκαναν. Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στους δημοσιογράφους του Πενταγώνου. Απαίτησε από τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να υπογράψουν τους νέους κανόνες ή να χάσουν τα διαπιστευτήριά τους. Επίσης, κάλεσε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσωπικότητες στην αίθουσα Τύπου του Λευκού Οίκου, ακόμη και για ιδιωτικές ενημερώσεις, αντί των παραδοσιακών δημοσιογράφων.
REUTERS/Jonathan Ernst/File Photo
Ο Μάρτιν Μπάρον συνδέει άμεσα τις τακτικές των δύο πολιτικών. «Αν κοιτάξετε τι έχει κάνει ο Όρμπαν, μπορείτε να δείτε σχεδόν τα ίδια μέτρα εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει. «Όταν ο Όρμπαν ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες, μίλησε σε μια μεγάλη συντηρητική ομάδα και συμβούλεψε τον Τραμπ να έχει το δικό του Μέσο. Και αυτό είναι λίγο-πολύ αυτό που κάνει ο Τραμπ».
Εμπορικές συμφωνίες και κυρώσεις
Ταυτόχρονα ο Αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί δημοσιονομικούς και ρυθμιστικούς μοχλούς για να κάνει τις εταιρείες μέσων ενημέρωσης να ακολουθήσουν τη γραμμή του. Εκμεταλλεύεται τις μακροχρόνιες οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ή την προθυμία τους να κλείσουν εμπορικές συμφωνίες που απαιτούν κυβερνητική έγκριση. Είναι δηλαδή μια μορφή συναλλαγής, ταιριαστή με τον τρόπο που λειτουργεί ο Τραμπ γενικά, όπως και στους δασμούς. Αλλά η χρήση αυτών των εργαλείων εναντίον των ομίλων ΜΜΕ έχει μια πρόσθετη ανασταλτική επίδραση στην ελευθερία του Τύπου.
«Οπλοποίηση της επισφάλειας»
Σύμφωνα με την Κιμ Λέιν Σέπελε, καθηγήτρια κοινωνιολογίας και διεθνών υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, πρόκειται για «οπλοποίηση της επισφάλειας». Μιλώντας στο Bloomberg, λέει ότι οι άνθρωποι του Τραμπ «ακολουθούν το εγχειρίδιο του Όρμπαν, μια ελαφριά δικτατορία, όπου τα πάντα, όλοι ελέγχονται μέσω του προϋπολογισμού και μέσω επιθέσεων που επηρεάζουν τα οικονομικά αυτών των επιχειρήσεων».
«Το ίδιο ισχύει για τα πανεπιστήμια, τα δικηγορικά γραφεία, τα μέσα ενημέρωσης εδώ στις ΗΠΑ», επισημαίνει.
Οι πρακτικές αυτές πλήττουν την ελευθερία του Τύπου και αλλού. Ο Τραμπ δεν διστάζει να σχολιάσει τα μέσα ενημέρωσης σε άλλες χώρες. Τον Σεπτέμβριο, επέπληξε Αυστραλό δημοσιογράφο που τον ρώτησε για τις επιχειρηματικές του συμφωνίες κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Το απείλησε ότι θα μιλήσει γι’ αυτό στον Αυστραλό πρωθυπουργό.
Όταν κορυφαία στελέχη του BBC παραιτήθηκαν μετά την κριτική ότι σε ντοκιμαντέρ για την εισβολή στο Καπιτώλιο είχαν «κόψει» μέρος ομιλίας του, ο Τραμπ άστραψε και βρόντηξε. Είπε ότι η «παραποίηση» των λόγων του ήταν «τρομερό πράγμα για τη δημοκρατία» και απείλησε με αγωγή 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
REUTERS/Toby Melville/File Photo
Ακόμη και οι περικοπές στη χρηματοδότηση της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ σημαίνουν μειωμένες επιχορηγήσεις για μικρά μέσα ερευνητικής δημοσιογραφίας σε όλο τον κόσμο.
Κόβοντας τη χρηματοδότηση
Η Μιτάλι Μουρκετζί, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μελέτης Δημοσιογραφίας του Reuters, σημειώνει: «Το ερώτημα είναι, αν η Αμερική έχει υποχωρήσει και υπάρχει λίγη υποστήριξη που προέρχεται από την ΕΕ, ποιος καλύπτει αυτό το κενό;» Εκτιμά ότι «θα μπορούσε να καλυφθεί από άλλους γεωπολιτικούς αντιπάλους με βασική ατζέντα».
Ο Μάρτιν Μπάρον φέρνει παράδειγμα την κατάσταση των Νικαραγουανών δημοσιογράφων, «σχεδόν όλοι τους έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και τώρα ζουν σε μέρη όπως η Κόστα Ρίκα». Εξαρτιόντουσαν από τα κεφάλαια της USAID σε ομάδες χρηματοδότησης, οι οποίες τώρα έχουν εξαφανιστεί. Οπότε «πώς δημιουργείς ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο όταν δραστηριοποιείσαι σε άλλη χώρα;»
Και υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι για τους δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο. Συλλήψεις, απελάσεις, απαγωγές δολοφονίες. Ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι τουλάχιστον 248 δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής στη Γάζα. Το 2024, δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν επίσης στο Πακιστάν, την Ινδία, τις Φιλιππίνες, τη Μιανμάρ, το Σουδάν, το Τσαντ και άλλες χώρες, ενώ περισσότεροι από 500 βρίσκονται σε φυλακές παγκοσμίως. Αλλού, οι αρχές χρησιμοποιούν ανανεώσεις βίζας ή άδειες ως εργαλείο για να απαλλαγούν από δημοσιογράφους που δεν θέλουν.
Αυξάνονται οι περιορισμοί
Η πιο ανησυχητική τάση είναι προς αυστηρότερους περιορισμούς στους δημοσιογράφους σε χώρες που προηγουμένως υπερηφανεύονταν για την ελευθερία του Τύπου. Ζήτημα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους.
Έρευνα του Pew σε 35 χώρες έδειξε ότι ένας μέσος όρος 61% των ενηλίκων λέει ότι η ελευθερία του Τύπου στη χώρα τους είναι πολύ σημαντική. Το 23% να λέει ότι είναι κάπως σημαντική. Μόνο το 28% λέει ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι απολύτως ελεύθερα.