Η ανακοίνωση της Aditya Birla Fashion and Retail Limited (ABFRL) για το άνοιγμα του νέου πολυτελούς καταστήματος Galeries Lafayette στο Νέο Δελχί σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή για την παγκόσμια βιομηχανία μόδας και δη τη γαλλική που στρέφει ολοένα και πιο έντονα το βλέμμα της στην αναδυόμενη αγορά της Ινδίας.

Η επένδυση «αναδεικνύει τις στρατηγικές ευκαιρίες που προσφέρει το τοπίο τους λαμπρούς παίκτες του κλάδου» σημειώνουν οι αναλυτές της μόδας πολυτελείας που δέχετει πλήγματα σε έσοδα με πολλές αγορές να ασθμαίνουν.

Ωστόσο, έχοντας έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους πληθυσμούς πλούσιων και μεσαίων στρωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ινδία παρουσιάζει σήμερα μια μοναδική εμπορική ευκαιρία για τους διεθνείς οίκους μόδας, υποστηρίζει σε δήλωσή του, ο Kumar Mangalam Birla, πρόεδρος του ομίλου Aditya Birla.

«Μια νέα Ινδία ανατέλλει, νεανική, φιλόδοξη και παγκοσμίως συνδεδεμένη. Μια Ινδία που αγκαλιάζει την πολυτέλεια ως έκφραση φιλοδοξίας και ταυτότητας». Η ανάγκη για premium και luxury προϊόντα οδηγεί κορυφαίες μάρκες να διευρύνουν την παρουσία τους, δημιουργώντας μια βάση που αυξάνεται εκθετικά, παράλληλα με τη σταθερή βελτίωση της αγοραστικής δύναμης και της κουλτούρας κατανάλωσης.

Η συμφωνία μεταξύ ABFRL και της γαλλικής Galeries Lafayette, γνωστής για την ιστορική πλέον παρουσία της στον χώρο της μόδας με πάνω από 130 χρόνια παράδοσης κομψότητας και τέχνης, δίνει μια γενναία ώθηση στο λιανεμπόριο πολυτελείας στην Ινδία.

Το πρώτο flagship κατάστημα θα στεγαστεί σε πέντε ορόφους και θα απλωθεί σε 90.000 τ.μ. φέρνοντας στο Νέο Δελχί πάνω από 250 διεθνείς luxury και designer μάρκες, «δημιουργώντας μια πραγματική όαση πολυτελείας και πολιτισμικής εμπειρίας για τον Ινδό καταναλωτή» σημειώνει το Μoneycontrol.

«Στοχεύουμε να έχουμε παρουσία σε τουλάχιστον τέσσερις από τις έξι μεγαλύτερες πόλεις της Ινδίας μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, με μεγάλα καταστήματα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τοπικής αγοράς» δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος των διεθνών brands της ABFRL, R. Satyajit.

Έχει επίσης επιβεβαιωθεί η πρόθεση δημιουργίας ψηφιακής πλατφόρμας για το Galeries Lafayette στην Ινδία, γεγονός που θα δώσει περαιτέρω ώθηση στην ένταξη της πολυτέλειας στην καθημερινή αγορά αναφέρει το Reuters.

Γιατί η μόδα επενδύει στην Ινδία;

Η μόδα επενδύει στην Ινδία όχι μόνο λόγω του τεράστιου πληθυσμού της, αλλά κυρίως εξαιτίας μιας σειράς σημαντικών πλεονεκτημάτων που καθιστούν τη χώρα μια από τις πιο ελκυστικές αγορές στον κόσμο για τον κλάδο της μόδας και της πολυτελείας αναφέρουν οι αναλυτές.

Η ινδική αγορά μόδας και πολυτελείας βρίσκεται σε φάση άνθησης, με έντονη αύξηση της ζήτησης που δεν έχει ακόμη καλυφθεί πλήρως. Το κενό αυτό δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες για διεθνείς και τοπικούς οίκους, που επενδύουν στην επέκταση και εγκαθίδρυσή τους στην περιοχή.

Η αγορά πολυτελούς μόδας στην Ινδία προβλέπεται να παρουσιάσει σημαντική αύξηση τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το μέγεθός της αναμένεται να φτάσει τα 10,7 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2033, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 3,6% (CAGR 2025-2033).

Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στην άνοδο των διαθέσιμων εισοδημάτων της μεσαίας και ανώτερης τάξης, αλλά και στη διαρκώς αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αξίας της πολυτέλειας και της ποιότητας από τους καταναλωτές.

Οι νέες γενιές Ινδών, επιδιώκουν να εκφράσουν την κοινωνική τους θέση μέσα από την μόδα, αναζητώντας διεθνείς εμπειρίες και μοναδικές αγορές.

Παράλληλα η βελτίωση των υποδομών παίζει καθοριστικό ρόλο στην προσέλκυση επενδύσεων. Η Ινδία έχει επιτύχει αξιοσημείωτη πρόοδο στη δημιουργία ένα πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος, όπου η σταθερότητα στα πολιτικά πλαίσια δημιουργεί εμπιστοσύνη στους ξένους επενδυτές.

Πρωτοβουλίες όπως το πρόγραμμα Make in India ενισχύουν την τοπική παραγωγή, μειώνοντας το κόστος λειτουργίας και αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των πολυτελών προϊόντων στην ινδική αγορά. Αυτό το συνδυαστικό πλεονέκτημα χαμηλού κόστους παραγωγής και διατήρησης υψηλής ποιότητας επιτρέπει στις εταιρείες μόδας να επενδύσουν στρατηγικά, εξασφαλίζοντας κερδοφόρα ανάπτυξη.

Nέο αίμα, νέο χρήμα

Άλλος καταλυτικός παράγοντας είναι και η κατεύθυνση της Ινδίας προς μιας βιώσιμη και ηθική μόδα.

Οι νέοι Ινδοί δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για προϊόντα που αντανακλούν περιβαλλοντική ευθύνη, δίκαιες πρακτικές και βιώσιμες παραγωγές κάτι που έχει αντίκρισμα και στα παγκόσμια luxury brands που προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους ενσωματώνοντας οικολογικά υλικά και φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους για να καλύψουν τις αναδυόμενες απαιτήσεις της αγοράς και να κερδίσουν την προτίμηση του σύγχρονου Ινδού καταναλωτή.

Γιατί αν υπάρχει ένα μεγάλο στοίχημα για τη μόδα πολυτελείας είναι να κατακτήσει τη νέα γενιά Ινδών καταναλωτών σημειώνει το Fashion United.

Με παγκόσμια αντίληψη, εκτεθειμένη σε διεθνή trends μέσω ψηφιακών μέσων και ταξιδιών, η νεολαία της Ινδίας αναζητά συνεχώς μοναδικές και οργανικές εμπειρίες μόδας που ξεπερνούν την απλή αγορά ενδυμάτων. Αυτό δημιουργεί ζήτηση για premium και εξατομικευμένα προϊόντα, που συχνά συνοδεύονται από αποκλειστικές υπηρεσίες και έξυπνη χρήση ψηφιακών καναλιών.

Συνολικά, η Ινδία συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας ταχέως αναπτυσσόμενης αγοράς, με μια πλούσια πολιτισμική κληρονομιά και δυναμική αγορά είδους, που την καθιστούν ιδανικό προορισμό για επενδύσεις στον χώρο της μόδας αναφέρει το Reuters.

Με τη συνεργασία μεγάλων ινδικών επιχειρήσεων όπως η Aditya Birla και ιστορικών διεθνών οίκων πολυτελείας, η χώρα μεταμορφώνεται σε παγκόσμιο κόμβο πολυτελούς ένδυσης και lifestyle, προσελκύοντας το βλέμμα όλου του κόσμου της μόδας.

Αυτή η συνδυαστική δυναμική της αγοράς, η σταθερότητα και η νεότητα της καταναλωτικής βάσης εξηγούν γιατί η μόδα επενδύει τόσο αποφασιστικά στην Ινδία σήμερα, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στον χώρο της πολυτελούς μόδας και λιγότερο προσεγγισμένων αγορών.

«Η Ινδική αγορά αναγνωρίστηκε από καιρό ως κομβικό σημείο για την πολυτέλεια. Οι Ινδοί καταναλωτές εκτιμούν την τέχνη και την ποιότητα, ψωνίζοντας συχνά στο εξωτερικό, όμως η έλλειψη πολυκαταστημάτων αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία» σχολίασε o Arthur Lemoine, CEO της Galeries Lafayette.

Τα εγκαίνια του νέου καταστήματος του Galeries Lafayette στο Νέο Δελχί, μετά από εκείνο στη Μουμπάι, αναδεικνύει όχι μόνο μια επένδυση σε φυσικά καταστήματα αλλά και σε ένα ολιστικό μοντέλο πολυτελείας που περιλαμβάνει πολιτισμικές και εξατομικευμένες αγοραστικές εμπειρίες.

Οι υπηρεσίες προσωπικού styling, οι ιδιωτικοί χώροι αναμονής και η συνδυαστική προσέγγιση μόδας, κουλτούρας και τεχνών δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα πολυτέλειας που «ξεπερνάει το λιανεμπόριο».

Μεγάλη τάση

Τα brands πολυτελείας έχουν εδώ και καιρό στραμμένη την προσοχή τους στην Ινδία αν και πολλά είναι ακόμη διστακτικά για το πώς ακριβώς θα επενδύσουν στη χώρα γράφει το Monocle. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι η ρύθμιση: οι αυστηρές περιοριστικές διατάξεις στην ιδιοκτησία από ξένους σημαίνουν ότι οι οίκοι οίκοι πρέπει να συνεργαστούν με τοπικούς εταίρους για να εισέλθουν στην αγορά.

Η Reliance Retail, υπό τη διοίκηση του Mukesh Ambani, είναι στην κορυφή του παιχνιδιού. Το εμπορικό της κέντρο στο Μουμπάι, Jio World Plaza, άνοιξε το 2023 και εισήγαγε μάρκες όπως οι Balenciaga και Dior Mens στη χώρα, ενώ διεύρυνε την παρουσία οίκων όπως οι Valentino, Versace και Louis Vuitton έχοντας προλάβει τη Galeries Lafayette.

Κάποιες μάρκες έχουν ήδη κάνει αισθητή την παρουσία τους. Για χρόνια, η Jimmy Choo δημιουργεί ειδικές συλλογές με αφορμή το Diwali. «Η Ινδία έχει βαθιά ριζωμένη εκτίμηση για την πολυτέλεια, την τέχνη της χειροτεχνίας και τη λάμψη», δηλώνει η δημιουργική διευθύντρια της εταιρείας, Sandra Choi.

Η Namrat Klair, σύμβουλος μάρκετινγκ πίσω από την παρουσία της LVMH στη χώρα, έχει προνομιακή θέση να παρακολουθεί την αυξανόμενη όρεξη της Ινδίας για πολυτέλεια.

«Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και ιδιαίτερα μετά την πανδημία του κορονοϊού, παρατηρήσαμε μεγάλη αλλαγή», λέει στο περιοδικό Monocle. Όταν οι μετακινήσεις περιορίστηκαν, οι καταναλωτές άρχισαν να ψωνίζουν τοπικά, και οι μάρκες ανταποκρίθηκαν αυξάνοντας την προσωπική τους παρουσία.

Βελτίωσαν τις προσφορές στα καταστήματα και προώθησαν την πρόσβαση σε συλλογές παράλληλα με την παγκόσμια αγορά. Ο διευθυντής της Chanel για την Ινδία, Amit Goyal, συμφωνεί: πλέον οι πελάτες της Chanel αναζητούν «εξαιρετικές εμπειρίες πελατών» τόσο στην Ινδία όσο και στο εξωτερικό.

Από την είσοδο της Chanel στην ινδική αγορά το 2005, το τοπίο της πολυτέλειας έχει αλλάξει σημαντικά και ο Goyal είναι αισιόδοξος για όσα θα συμβούν.

Το στέλεχος του οίκου έχει παρατηρήσει «υποσχόμενες τάσεις» και «σταθερή ανάπτυξη» της μπράντας τα τελευταία πέντε χρόνια ενώ το ηλεκτρονικό εμπόριο προμηνύει επίσης θετικές εξελίδεις. Η διαδικτυακή παρουσίαση της σειράς ομορφιάς της Chanel το 2024 έγινε «με ενθουσιασμό, κυρίως από πόλεις δεύτερης και τρίτης κατηγορίας», προσθέτει.

Στο ρεπορτάζ ο Goyal αφήνει να εννοηθεί ότι ετοιμάζεται νέο κατάστημα στο Μουμπάι, που θα αποτελεί το δέκατο σημείο λιανικής στην Ινδία. Μετά τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα και την άνοδο της αγοραστικής δύναμης στην Ινδία – ο αριθμός των εξαιρετικά εύπορων ατόμων αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% μέχρι το 2028 – πρόκειται για μια αγορά που αξίζει προσοχής.

Γιατί η αγορά της πολυτέλειας ζει στον τρόμο;

Η παγκόσμια αγορά της πολυτελούς μόδας παρουσιάζει μια μίξη τάσεων, με ορισμένα μεγάλα ονόματα να καταγράφουν ζημίες, ενώ συνολικά ο κλάδος παραμένει ανθεκτικός με βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα, η κορυφαία εταιρεία πολυτελείας LVMH, που κατέχει σημαντικό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά μόδας και ειδών δέρματος, ανακοίνωσε πτώση 8% στα έσοδα του κλάδου μόδας και δερμάτινων ειδών το πρώτο εξάμηνο του 2025, με καθαρά κέρδη να υποχωρούν κατά 22%.

Αν και τα έσοδα συνολικά της εταιρείας παρουσίασαν μικρή άνοδο 1% το τρίτο τρίμηνο, ο τομέας της μόδας συνεχίζει να έχει αρνητική απόδοση τους τελευταίους πέντε συνεχόμενους μήνες λόγω διαταραχών στην καταναλωτική συμπεριφορά και αστάθειας σε κύριες αγορές όπως η Ευρώπη και η Ασία.

Από την άλλη πλευρά, η συνολική αγορά πολυτελίας παγκοσμίως παραμένει ισχυρή και αναμένεται να παρουσιάσει σταθερή αύξηση με σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 5,8% έως το 2030, ενώ η αξία της αγοράς πολυτελούς ένδυσης υπολογίζεται σήμερα στα 275 δισεκατομμύρια δολάρια, με προοπτική να φτάσει τα 364 δισεκατομμύρια σε πέντε χρόνια.

Μια σημαντική τάση που επηρεάζει την αγορά είναι η στροφή των ultra-rich καταναλωτών προς δαπάνες σε εμπειρίες ζωής, όπως ταξίδια και αναβαθμίσεις κατοικίας, ενώ το κομμάτι των vintage και second hand αγορών πολυτελείας αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την αγορά συνολικά.

Ωστόσο, τη στιγμή που κορυφαίοι οίκοι όπως η LVMH αντιμετωπίζουν πρόκληση από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις συχνές διακυμάνσεις στην καταναλωτική ζήτηση -ειδικά σε αγορές όπως η Ιαπωνία και η Κίνα- η βιομηχανία πολυτελούς μόδας εξακολουθεί να προσαρμόζεται και να αναπτύσσεται μακροπρόθεσμα.

Μικρότερες εταιρείες με εξειδικευμένα προϊόντα έχουν αναφέρει θετικά αποτελέσματα, ενώ οι επενδύσεις σε βιωσιμότητα, διαφοροποίηση προϊόντων και ψηφιακά κανάλια αποτελούν κλειδί για το μέλλον του κλάδου.

Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι η πολυτελής μόδα βρίσκεται σε φάση προσαρμογής και αναδιάρθρωσης. Τα κέρδη πιέζονται βραχυπρόθεσμα, ωστόσο η μακροχρόνια τάση δείχνει ανθεκτικότητα με αυξανόμενη προτίμηση σε βιώσιμα, εμπειρικά και ψηφιακά εξελιγμένα προϊόντα, που διαμορφώνουν τις νέες δυναμικές σε παγκόσμιο επίπεδο με νέες αγορές να καλούνται να σώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί.