
Εμείς, ο ΛΕΞ και πάλι εμείς
Για να κρατήσει τους δεσμούς με τις ρίζες της μια υποκουλτούρα που φτάνει να γεμίζει γήπεδα, πρέπει πρώτα να αναλογιστεί πώς έφτασε εκεί.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το εύρος των παραπόνων που εμφανίστηκε την επομένη των δύο συναυλιών του ΛΕΞ στο ΟΑΚΑ το περασμένο σαββατοκύριακο, η πρώτη των οποίων έκανε ένα εντυπωσιακό sold out 60.000 και πλέον εισιτηρίων σε λίγες μόλις ώρες.
Αγανακτισμένοι συμπρωτευουσιάνοι δυσαρεστούνται που οι πρώτες συναυλίες για το νέο του άλμπουμ έγιναν στην Αθήνα, γραφιάδες που δεν διάλεξαν να γεράσουν με χάρη προσπαθούν να υιοθετήσουν μία αναντίστοιχη της ηλικίας τους εμπρηστική θέση απορρίπτοντας τον ράπερ από τα αποδυτήρια, σχολιαστές σπεύδουν να δηλώσουν τη βεβαιότητά τους ότι πρόκειται για κάποια ρηχή κι εφήμερη μόδα και φυσικά, πολλοί εξαπολύουν μύδρους για την απουσία κάποιας αναφοράς στην Παλαιστίνη – κι είναι οι μόνοι που ενδέχεται να έχουν κάποιο επιχείρημα που να μοιάζει της προκοπής, αν και η συζήτηση αυτή είναι πιο πολύπλοκη από τους όρους με τους οποίους διεξάγεται.
Το κοινό που έχουν όλοι οι παραπάνω είναι ότι πασχίζουν να βρουν μία μειοψηφική θέση που δεν αποσχίζεται πλήρως από τη συναυλία, αλλά παραμένει σε μία συνάφεια με αυτήν, κάτι που θα μπορούσαμε να κοιτάξουμε με μία κάποια συμπόνοια. Γιατί είναι πράγματι πρωτόγνωρο και ως τέτοιο σε έναν βαθμό μπορεί να γίνει και τρομακτικό, το να δημιουργείται ένας νέος χώρος ενός τόσο ευρέος ανήκειν στο οποίο δεν πρωτοστάτησαν ή και δεν συμμετείχαν καν. Ειδικά όταν όλα δείχνουν ότι το event το οποίο προκάλεσε αυτές τις συζητήσεις δεν τελέστηκε σαν κηδεία με σκοπό να κλάψουμε όλοι παρέα, αλλά σαν πραγματική γιορτή μιας κουλτούρας ανθρώπων που δεν γιορτάστηκε ποτέ.
Ποια είναι αυτή η «κουλτούρα»;

Ήδη με την κυκλοφορία του τελευταίου του άλμπουμ, «Γ.Τ.Κ.» («Για την Κουλτούρα») στα τέλη του 2024, ο ΛΕΞ είχε καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να προβληματικοποιήσει τη θέση στην οποία βρέθηκε, απρόσμενα ή όχι: από τη μία, πολλοί άνθρωποι του έχουν αναθέσει να απεικονίζει εξ ονόματός τους την καθημερινή, λαϊκή εμπειρία της ζωής στην Ελλάδα, από την άλλη, το γεγονός ότι αυτοί οι ακροατές έχουν γίνει πλέον εκατομμύρια, αλλάζει αντικειμενικά τη δική του θέση ανάμεσά τους. Όλο το άλμπουμ θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι εν τέλει αφιερωμένο σε αυτό το ερώτημα: πόσο «καθημερινός» μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που ακούγεται από τόσο κόσμο; Που ζει εμπειρίες τις οποίες κανένας απλός άνθρωπος δεν ζει ή που βιοπορίζεται πολύ πιο άνετα (από όλες τις απόψεις) από τις δουλειές που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι για να επιβιώσουν;
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, δεν είναι μόνο ότι θέτει το ερώτημα, αλλά και πώς το απαντάει ή πιο σωστά, πού στρέφεται για να βρει απαντήσεις. Δεν ιστορικοποιεί την κουλτούρα του ραπ, κάνοντας αναφορές στα τοτέμ του παρελθόντος και φτιάχνοντας μια γενεαλογία που καταλήγει στον ίδιο. Αντίθετα, δείχνει να καταλαβαίνει ότι αυτό στο οποίο οφείλεται η δημοφιλία του δεν είναι το καθ’ αυτό ραπ ως κλειστή υποκουλτούρα, αλλά το ραπ ως μέρος μίας ευρύτερης ομπρέλας που συνδέεται με τη ζωή στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Για την ακρίβεια -και εκεί είναι που οι παλιότεροι άρχισαν να βρίζουν τους νεότερους σαν φιλοχρήματους και ξεπουλημένους- το ραπ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια φαίνεται να έχει μια διττή λειτουργία στη λαϊκή ζωή: από τη μία να αποτελεί μέρος της κουλτούρας της (να παράγεται, να απολαμβάνεται και να αναγνωρίζεται από αυτή) κι από την άλλη να αποτελεί και την υπόσχεση μίας φυγής από την ίδια τη ζωή που αντιπροσωπεύει. Μία ισχνή, αλλά υπαρκτή ελπίδα να «γίνεις» και να γλιτώσεις από το daily grind.
Κι αν κάπως μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την παθιασμένη απήχηση που έχει ο ΛΕΞ, το βασικότερο στο οποίο θα έπρεπε να την αποδώσουμε είναι ότι στράφηκε στη βιωμένη εμπειρία της ζωής των πολλών και όχι στις φαντασιώσεις που θα ήθελε κανείς να προβάλλει πάνω τους.
Ασχέτως της οποιασδήποτε καλλιτεχνικής υπερβολής, η ακρόαση του ΛΕΞ εκπέμπει κάτι που το ξέρουν πολύ καλά όλοι όσοι δεν είναι προνομιούχοι, με πρώτο και κύριο αυτό το αίσθημα βαλτώματος μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι αδιέξοδο και εχθρικό: με δουλειές που σε πνίγουν στη βαρεμάρα και σε κρατάνε φτωχό, με ώρες που μπορεί να περνά κανείς στο ίδιο άχαρο σημείο παιδεύοντας ένα πλαστικό ποτήρι φρέντο εσπρέσο και καπνίζοντας χίλια τσιγάρα ενώ πασχίζει από το ποδόσφαιρο μέχρι το Instagram (και παλιότερα το ζάπινγκ) να βρει το επόμενο θέμα συζήτησης σε μία προσπάθεια να κατευνάσει το πνιγηρό άγχος μέσα από αυτή την επιβράδυνση του χρόνου.
Αυτό δεν το εκφράζει με ένα «κατηγορώ» απέναντι στους ανθρώπους που βρίσκονται παγιδευμένοι σε ζωές που όρισαν άλλοι για εκείνους, αλλά με μία συμπόνοια που εκφράζεται μέσα από την παρατήρηση. Υιοθετώντας δηλαδή το βλέμμα των ανθρώπων που κοιτάνε τι συμβαίνει γύρω τους και όχι το διδακτικό αφ’ υψηλού βλέμμα με το οποίο συχνά επιπλήττει τους ανθρώπους για τις επιλογές τους το πολιτικοποιημένο ραπ – ευτυχώς λιγότερο πλέον απ’ ό,τι παλιότερα.
Το «Γ.Τ.Κ.» που έδωσε την αφορμή για τις συναυλίες του σαββατοκύριακου είναι τρόπον τινά μία έντιμη κίνησης αναγνώρισης αυτού του «κλεμμένου» -πιο σωστά του μοιρασμένου- βλέμματος με το κοινό του. Μία επικύρωση ότι χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, που ζουν αυτές τις εμπειρίες και φτιάχνουν αυτές τις κοινότητες δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε η τέχνη του ΛΕΞ, ούτε φυσικά το φαινόμενο ΛΕΞ. Συγκεκριμένα, σε μεγάλο βαθμό το άλμπουμ υμνεί τις αντίρροπες δυνάμεις που φτιάχνουν οι άνθρωποι μέσα σε αυτές τις ζωές: τις φιλίες, το ραπ, τις κοινότητες «έξω από τα 24ωρα», τις επιτυχίες, ακόμα και τις επιλογές που δεν είναι τόσο επιτυχημένες.
Αναγνωρίζει τη μικρή χαρά που βρίσκεται στο να πάρεις κάτι πιο πολυτελές από το εισόδημά σου, ένα ρούχο ή ένα μηχανάκι, κάτι που ο ορθολογικός καταναλωτής της επιστήμης των Οικονομικών δεν θα έκανε ποτέ, ίσα για την ανάσα που σου δίνει αυτή η στιγμιαία αίσθηση ελέγχου πάνω στην οικονομική επισφάλεια και η μικρή φυγή από το καλούπι στο οποίο βρίσκεσαι τον περισσότερο καιρό παγιδευμένος όταν αποκτάς αυτό που όλοι συνηγορούν ότι δεν σου αξίζει. Και αντίστοιχα, αν κάποιος πετύχει, το πρώτο για το οποίο θα έπρεπε να μιλάει -και ο ΛΕΞ το κάνει- είναι για την ευγνωμοσύνη που ο ίδιος διασώθηκε από αυτό το άγχος, αλλά και τη νέα ανησυχία να μην διαρρήξει τους δεσμούς με το βλέμμα και τις εμπειρίες των πολλών – ιδίως από τη στιγμή που στην επαφή του με αυτούς οφείλει την επιτυχία του.
Από το άλμπουμ στη σκηνή

Τι λάιβ θα μπορούσε να κάνει λοιπόν ο ΛΕΞ μετά από αυτά μπροστά σε 60.000 κόσμου; Τι θα περιείχε μία συναυλία-υπερπαραγωγή τέτοιας κλίμακας όταν ο καλλιτέχνης που την κάνει έχει μία πορεία η οποία είναι καθοριστική για την επιτυχία του; Θα είχε σίγουρα χορευτές και props, όπως και είχε. Θα είχε σίγουρα ένα εντυπωσιακό σκηνικό, που κι αυτό το είχε. Θα είχε σίγουρα πολλούς επώνυμους καλεσμένους στη σκηνή που θα επιδείκνυαν τη βαρύτητα του ονόματος του καλλιτέχνη και ως γνωστόν, κατέληξε μέχρι και η Χάρις Αλεξίου να εμφανίζεται σε ραπ συναυλία.
Όμως η συγκεκριμένη υπερπαραγωγή είχε σκοπό όχι απλά να εντυπωσιάσει, αλλά να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτό τουλάχιστον δείχνει ξεκάθαρα το βενζινάδικο που στήθηκε πάνω στη σκηνή. Ένα σημείο της καθημερινότητας στο οποίο δεν δίνει κανείς καμία σημασία, το οποίο όμως κάλλιστα μπορεί να γίνει πόλος έλξης ανθρώπων αν κάποιος φίλος δουλεύει εκεί – είναι ένας τόπος αυτών των κοινοτήτων, της «κουλτούρας». Αντίστοιχα ο θίασος των χορευτών: μπορεί μία στο τόσο να οδηγεί τα μηχανάκια, να διαπλέκεται σε καυγάδες, να χορεύει, αλλά τον περισσότερο χρόνο απλά στέκεται πάνω στη σκηνή, όπως στέκουν οι άνθρωποι στην προαναφερθείσα επιβράδυνση του χρόνου, ως παρουσίες ανάμεσα σε άλλους. Μια σωματική έκφραση που αν μετατρεπόταν σε λόγια θα έλεγε «απλά υπάρχουμε, αλλά τουλάχιστον είμαστε εδώ παρέα».
Οι δε καλεσμένοι, μαζί με τον ίδιο τον ράπερ που δεν σταμάτησε να χαμογελάει περιφερόμενος στη σκηνή, άφησαν ελεύθερο τον ενθουσιασμό τους. Η συναυλία του σαββατοκύριακου στήθηκε και επιτελέστηκε συνειδητά σαν μία γιορτή, πιθανώς με την επίγνωση ότι αυτή είναι μία μοναδική ευκαιρία να γίνει κάτι τέτοιο. Όχι μία μίμηση του «επαγγελματισμού» της βιομηχανίας του θεάματος, αλλά μία εξαγορά του με τα κέρδη της επιτυχίας του ΛΕΞ για να αποκρυσταλλωθούν οι εμπειρίες των πολλών σε εικόνες, αντικείμενα και ερμηνείες που δεν θεωρήθηκαν ποτέ (ή σπάνια) άξια απεικόνισης σε θεάματα μεγάλης κλίμακας.
Το βενζινάδικο ως έργο τέχνης στρέφει το βλέμμα στους παραμελημένους θύλακες της κοινωνικότητας και τις σχέσεις που ακμάζουν εντός τους. Η ακινησία και η απραξία των χορευτών διαφωτίζουν τους τρόπους που βιώνουμε οι περισσότεροι τον χρόνο. Οι καλεσμένοι που ως επί το πλείστον προέρχονται από μία παρέα (σαλονικιοί όλοι πλην της Αλεξίου) υπενθυμίζουν -ηθελημένα ή ακούσια- τη συχνή ανάγκη που έχει το θέαμα να αγοράζει τις δημιουργικές κοινότητες που φτιάχνουν από μόνοι τους οι άνθρωποι. Και όλα μαζί, καταλήγουν σε μία επεξεργασμένη αντανάκλαση όψεων της ζωής που πάντα θεωρούνταν φύρα και τώρα είναι η πρώτη ύλη μιας δυσθεώρητα μεγάλης συναυλίας για αυτή την περίοδο στη χώρα.
Και κάτω από αυτό, 60.000 κόσμου την πρώτη μέρα και λίγοι λιγότεροι την επόμενη, που έχουν την επιλογή πλέον να διαλέξουν τη θέση τους μέσα σε αυτό το κοινό ανήκειν: βροντοφωνάζοντας τον «Φράχτη» ή τη «Μουσική για Τσόγλανους» από τον πρώτο δίσκο ως υπενθύμιση της απαρχής του πράγματος μέσα σε μία κλειστή κουλτούρα, χορεύοντας με τρέλα τον ήχο του σήμερα, ανάβοντας εκατοντάδες καπνογόνα που δηλώνουν ρητά ότι αυτή είναι μία γιορτή συγκεκριμένων τάξεων, εκτονώνοντας την οργή τους στα πιο σκληρά κομμάτια και με δεκάδες άλλους τρόπους απόλαυσης που πια δεν ανταγωνίζονται, αλλά συμπράττουν μεταξύ τους.
Το πραγματικό ερώτημα στο βάθος, με παράδοξο τρόπο, ξαναγυρνάει στα παράπονα που εξέφρασαν διάφοροι ότι δεν είπε τίποτα για την Παλαιστίνη. Όμως αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή ήταν να συγκροτεί στιγμιαία στη συνθήκη της συναυλίας μια κοινότητα που μαθαίνει να αναγνωρίζεται μεταξύ της, βάζοντας ένα υπαρκτό θεμέλιο στην ικανότητά της να δράσει από κοινού αύριο.
Είναι αυτή μια διεργασία που αξίζει την καταβύθιση σε αυτή, να βιώσει δηλαδή ανεμπόδιστα κανείς την εμπειρία ενός κοινού τόπου με χιλιάδες άλλων ανθρώπων, με τρόπο που υπερβαίνει τη νόηση και εγγράφεται κατευθείαν στο σώμα (και ως εκ τούτου δεν θα όφειλε να διακοπεί εκείνη τη στιγμή από την επιτελεστική υπενθύμιση της Παλαιστίνης); Ή είναι απλά ένα ψευδές θέαμα παρηγοριάς το οποίο οφείλει να έχει διαλείμματα που υπενθυμίζουν στους θεατές τον ρόλο τους ως τέτοιων, φέρνοντάς τους σε σύγκρουση με το πραγματικό – την Παλαιστίνη;
Αυτή θα ήταν σίγουρα μια πιο γόνιμη συζήτηση από αυτή που ακολούθησε τις συναυλίες του σαββατοκύριακου.
- Φλόριντα: Εκτέλεση θανατοποινίτη που είχε καταδικαστεί για διπλό φόνο το 1993
- Η κορυφαία ομάδα χάκερ της Κίνας αποσπούσε πληροφορίες από πολιτειακή εθνοφρουρά στις ΗΠΑ
- Ιταλία – Δασμοί: «Να διαπραγματευτούμε χωρίς να υποχωρήσουμε ούτε εκατοστό»
- Συρία: Πάνω από 200 οι νεκροί στη Σουέιντα
- Ουκρανία: 3 νεκροί σε ρωσικές επιθέσεις και 27 τραυματίες σε ουκρανικές
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις