Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
weather-icon 21o
Γιατί το ελληνικό κράτος στέκεται απέναντι από τους εφοπλιστές

Γιατί το ελληνικό κράτος στέκεται απέναντι από τους εφοπλιστές

Δεν τους συγχωρείται που δεν έχουν την ανάγκη του ελληνικού κράτους και των μηχανισμών που κυριαρχούν σ' αυτό και συνεπώς δεν μπορεί το κράτος να τους καταστήσει υποχείριό του, όπως κάθε άλλη τάξη, αφού μπορούν εύκολα να τεθούν μακράν του εχθρού, αλλάζοντας σημαία στα πλοία τους

Του Γιάννη Μαρίνου
Το κείμενο του Γιάννη Μαρίνου είχε δημοσιευθεί στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», στις 19 Ιουνίου 1997
Οταν επί ατελείωτα χρόνια από πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, μέσα ενημέρωσης, φοιτητές και κάθε επηρεάζοντα την κοινή γνώμη καλλιεργείται το μίσος κατά μιας τάξεως ως εκμεταλλεύτριας του λαού, που ρουφάει το αίμα των ναυτικών μας και δεν πληρώνει φόρους, ήταν φυσικό ο δήθεν άγγελος τιμωρός, που έχει εκθρέψει η παραπλανημένη κοινωνία μας, η «17 Νοέμβρη», να στρέψει τα δολοφονικά όπλα της και κατά των εφοπλιστών, σκοτώνοντας ύπουλα τον απροστάτευτο Κώστα Περατικό στο κέντρο του Πειραιά, καθώς πήγαινε περπατώντας μόνος του να πάρει το αυτοκίνητό του από το γκαράζ. Δηλαδή, αντίθετα προς τα πιστευόμενα, ο ισχυρός είναι η πάνοπλη, ακαταδίωκτη, κοινωνικά αποδεκτή, ιδεολογικά επικροτούμενη και ασυδότως δραστηριοποιούμενη αγνώστου ταυτότητας ομάδα τρομοκρατών. Αντίθετα, ο αδύνατος είναι ένας άοπλος μοναχικός, αθωράκιστος, απροστάτευτος άνθρωπος, που, όπως ο καθένας από μας περπατώντας στη μέση του πολυσύχναστου δρόμου για να πάει στη δουλειά του, περικυκλώνεται από τους οπλοφορούντες «εκτελεστές», που με ακάλυπτα πρόσωπα και χωρίς κανέναν φόβο για συνέπειες, τον ακινητοποιούν, του αφαιρούν με σφαίρες τη ζωή, του παίρνουν και τον χαρτοφύλακα και μετά με κανονικό βηματισμό, ανάμεσα στο αδιάφορο ή φοβισμένο πλήθος, φεύγουν ανενόχλητοι και σίγουροι ότι δεν κινδυνεύουν, καθώς συμπεριφέρονται ως αφέντες προς τους υπηκόους τους. Και την άλλη μέρα η ενορχηστρωμένη υποκρισία θα αποδοκιμάσει το λυπηρό γεγονός (έτσι τα χαρακτήρισε υπουργός) ή η πολιτεία, συμπεριλαμβανομένου του αρμόδιου υπουργού Ναυτιλίας, θα απουσιάσει επιδεικτικά από την κηδεία του θύματος και πολλοί μετά βίας δεν θα εξωτερικεύσουν την ικανοποίησή τους που για μια ακόμα φορά τα κατάφεραν οι ράμπο της επαναστατικής Αριστεράς (αυτοί που τώρα και με τον νόμο θα δηλώνουν αντιρρησίες συνειδήσεως για να μη χρησιμοποιούν όπλα υπέρ των αξιών και των ανθρώπων, που εκείνοι σκοτώνουν).
Αυτό που κατάφεραν δεν είναι απλώς η αφαίρεση μιας ζωής. Μπορεί και να αδιαφορούσαν αν ζει ή πέθανε ο Κ. Περατικός, αν η δολοφονία δεν χρειαζόταν για να προκαλέσει τη φυγή των ναυτικών επιχειρήσεων από τον Πειραιά, που ούτως ή άλλως έχει αρχίσει, αφού όπως δήλωσε κάποιος εφοπλιστής στην Καθημερινή, «δεν είναι δυνατόν να κινείσαι στον δρόμο, μέσα στον κόσμο, και να σε δολοφονούν ανενόχλητοι οι τρομοκράτες». Με ικανοποίηση οι πιστολέρος θα διαβάσουν ότι «πολλοί έλληνες εφοπλιστές θα προτιμήσουν την ασφάλεια άλλων ευρωπαϊκών χωρών και θα μεταφέρουν εκεί την έδρα των επιχειρήσεών τους». Πολύ περισσότερο αν μετά τη δολοφονική επανεμφάνιση της «17ης Νοέμβρη» ανασταλεί ή αφυδατωθεί η ασθενής και άτολμη διάθεση των αρμοδίων του τομέα της ναυτιλίας για τη διασφάλιση διεθνώς ανταγωνιστικών συνθηκών στα υπό ελληνική σημαία πλοία, ώστε να ανασταλεί το εδώ και ενάμιση χρόνο ασυγκράτητο κύμα φυγής από τα νηολόγια της χώρας μας.
Αλλά γιατί αυτή η αποδοκιμασία της ελληνικής κοινωνίας προς τους εφοπλιστές, που ενίοτε φθάνει στην εκδήλωση ανοικτού μίσους και επικρότησης της δολοφονίας τους; Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να απαντήσω με το σημερινό άρθρο.
Λοιπόν, θα πρέπει να το τονίσω εξαρχής ξεκάθαρα. Τα περισσότερα, νομίζω, μέλη της ελληνικής κοινωνίας απορρίπτουν τους εφοπλιστές και ενίοτε τους μισούν ή έστω τους θεωρούν ξένο σώμα, με εξαίρεση ίσως όσους υποστηρίζουν ποδοσφαιρικές ομάδες. Και ο λόγος είναι η προκλητική επιτυχία τους. Οχι τόσο γιατί τους φθονούν – που συμβαίνει κι αυτό – αλλά γιατί αποδεικνύεται ότι αν ήθελαν και προσπαθούσαν θα μπορούσαν κι εκείνοι να επιτύχουν πολλά. Αλλωστε οι περισσότεροι από τους εφοπλιστές ξεκίνησαν από απλοί καπεταναίοι και παραμένουν έτσι απλοί καπεταναίοι παρά τα σημερινά πλούτη τους. Στην αυτοδύναμη επιτυχία των εφοπλιστών καθρεπτίζεται εντονότερα η παταγώδης, ως φαίνεται πια, αποτυχία εκείνων που τους αποδοκιμάζουν.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ. Και θα ξεκινήσω από την πάντα διδακτική αρχαιότητα. Πού βασίστηκαν η ακμή, ο πλούτος και η πνευματική άνθηση της αρχαίας Αθήνας; Μα αναμφισβήτητα στη ναυτιλία της. Δηλαδή, στον πολεμικό της στόλο, που κυριαρχούσε στο Αιγαίο και πέρα απ’ αυτό, και στον εμπορικό της στόλο, που χάρη στη δύναμη του πρώτου μπορούσε ελεύθερα και ανεμπόδιστα να διασχίζει τη θάλασσα της Μεσογείου και να μεταφέρει παντού εμπορεύματα, ανθρώπους, πλούτο και ιδέες. Γενικά, η οικονομική και πολιτιστική ακμή στην αρχαιότητα συμβαδίζει με τη ναυτιλιακή ακμή. Ετσι και η Ρώμη εξελίχθηκε σε αυτοκρατορία ευθύς ως απέκτησε ναυτιλία, πολεμική και εμπορική. Και θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η ακμή της δεύτερης προϋποθέτει την ύπαρξη και αποτελεσματική παρουσία της πρώτης. Περίτρανη απόδειξη οι επί αιώνες ακμάσασες αυτοκρατορίες της Ισπανίας, της Βρετανίας, της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας.
Τη μεγάλη της ακμή την οφείλει στη ναυτιλία και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Και η αρχή του τέλους της αποδίδεται στον διανοουμενισμό των πολυθαυμαζόμενων αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού και Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, που μπορεί να έγραψαν πολλά περί ναυτιλίας, αλλά ελάχιστα έπραξαν γι’ αυτήν, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος. Ο σοφός Λέων έδωσε αμυντικό προσανατολισμό στον στόλο του και προδιέγραψε έκτοτε την παρακμή του. Από τότε οι βυζαντινοί αυτοκράτορες άρχισαν να προσφεύγουν στη βοήθεια των στόλων διαφόρων ιταλικών πόλεων (Πίζας, Βενετίας, Γένοβας), με αποκορύφωμα το εγκληματικό λάθος του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου, ο οποίος εξεχώρησε τα πρώτα εμπορικά προνόμια στους Ιταλούς. Το έτος 1005 ο θαυμαζόμενος και θεωρούμενος ως ο μέγιστος των βυζαντινών αυτοκρατόρων υπέγραψε, έτσι, την έναρξη της διαδικασίας αφανισμού του Βυζαντίου.
Ενας άλλος αυτοκράτορας που διεκρίνετο για την παιδεία του, ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος (1281-1318), ολοκλήρωσε το έγκλημα. Θεώρησε τη συντήρηση του πολεμικού στόλου της αυτοκρατορίας ως περιττή επιβάρυνση. (Οπως καλή ώρα κάποιοι δικοί μας «προοδευτικοί» δεν θέλουν την Ελλάδα πολεμικά ισχυρή.) Πίστεψε ότι τις ανάγκες μπορούσαν να καλύψουν οι Γενουάτες. Γι’ αυτό διέλυσε τον στόλο του και κράτησε μόνο 20 πλοία. Ετσι, η ναυτική άμυνα αλλά και το διά θαλάσσης εμπόριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περιήλθαν στους Ιταλούς, και με αυτόν τον τρόπο υπεγράφη η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Βασιλεύουσας 150 περίπου χρόνια πριν ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέσει επί των επάλξεων, καθώς μάταια περίμενε από τους ξένους πολεμικούς και εμπορικούς στόλους να σπάσουν τον αποκλεισμό των Οθωμανών και να φέρουν στην πολιορκημένη Βασιλεύουσα στρατό, όπλα και προπαντός τρόφιμα και λοιπά εφόδια.
Αυτά δεν είναι και τόσο γνωστά. Και χρειάστηκε να εκδώσει προ τριετίας (3.6.1993 και 30.12.1993) ο Οικονομικός Ταχυδρόμος δύο ειδικά αφιερώματα για την ιστορία των κρίσεων για να τα πληροφορηθούν όσοι τα διάβασαν, αλλά όχι δυστυχώς και οι ελληνόπαιδες στα σχολεία. Ευτυχώς, στις σχολικές ιστορίες δεν μπορεί εύκολα να αποκρυβεί ότι χωρίς την εμπορική ναυτιλία που ανέπτυξαν οι Ελληνες επί Τουρκοκρατίας δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει η Επανάσταση του 1821, στην οποία οι έλληνες πλοιοκτήτες και ναυτικοί τα έδωσαν όλα, καθώς τα εμπορικά πλοία τους έγιναν πολεμικά και τα πληρώματά τους ηρωικοί πολεμιστές. Ενώ οι εφοπλιστές της εποχής άνοιξαν τα σεντούκια και τα υπόγειά τους και πρόσφεραν στο έθνος όσα είχαν αποθησαυρίσει.
Παρά δε την καταστροφή που επήλθε από τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι έλληνες καραβοκύρηδες, στην ανεξάρτητη πια, έστω και μικροσκοπική, Ελλάδα γρήγορα ανασυγκροτήθηκαν και έκτοτε ανέπτυξαν έναν ραγδαία πολλαπλασιαζόμενο εμπορικό στόλο, που σύντομα κυριάρχησε όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά βαθμιαία σ’ όλες τις θάλασσες, για να φθάσει σήμερα να είναι ο πρώτος παγκοσμίως από πλευράς πλοιοκτησίας και ο τρίτος υπό ελληνική σημαία.
Αξίζει εδώ για την ιστορία να υπενθυμίσω πόσο αποφασιστική υπήρξε η συνεισφορά του ελληνικού εμπορικού στόλου στη νίκη κατά του Αξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού τα πολυάριθμα πλοία του πύκνωναν όλες τις νηοπομπές που μετέφεραν τρόφιμα, όπλα και στρατό μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, και όχι μόνο.
Καθώς είναι η μόνη υγιής καπιταλιστική ανταγωνιστική δύναμη στη χώρα, που τα καταφέρνει θαυμάσια διεθνώς χωρίς βοήθεια και εξάρτηση, αποδεικνύει ότι όπου θέλει ο Ελληνας μπορεί, και δεν του φταίνε οι άλλοι αν δεν προκόβει. Κι αυτό δεν συγχωρείται από την άρχουσα ιδεολογία, που μας θέλει δυστυχή θύματα των πολυεθνικών μονοπωλίων
Ολα αυτά τα κατ’ ανάγκην πολύ περιληπτικά θα έπρεπε να κάνουν τους Ελληνες να αισθάνονται υπερήφανοι και ευγνώμονες σε κείνους που συνιστούν τον πιο δυναμικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, την εμπορική της ναυτιλία. Κι όμως συμβαίνει μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Οι εφοπλιστές θεωρούνται στην Ελλάδα ως ένα είδος πειρατών, που κερδίζουν άνομα και αφορολόγητα χρήματα, τα οποία σπαταλούν σε πολυτελή διαβίωση και δεν προσφέρουν τίποτα στη χώρα και στον λαό της, ενώ οι ναυτικοί μας αναφέρονται μεν ως παράδειγμα σκληρά εργαζόμενων και κινδυνευόντων συμπολιτών μας, αλλά η πολιτεία (και η κοινωνία) ούτε για τη ναυτιλιακή εκπαίδευση ενδιαφέρεται, ούτε για την προβολή του επαγγέλματος του ναυτικού, ούτε για τη στήριξη του ασφαλιστικού τους ταμείου, την οικονομική αποδυνάμωση του οποίου υπονόμευσε με την ένταξη σ’ αυτό διαφόρων αλεξιπτωτιστών, που τόση σχέση έχουν με το ναυτικό επάγγελμα όση εγώ με την πυρηνική φυσική. Επί 43 χρόνια που είμαι δημοσιογράφος ακούω σε συλλαλητήρια, φοιτητικές εκδηλώσεις, σε προεκλογικές ομιλίες, σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές αναλύσεις ή διαβάζω σε εφημερίδες, σε οικονομικές αναλύσεις και πολιτικά προγράμματα ότι πρέπει να τεθεί τέρμα στην ασυδοσία των εφοπλιστών, να φορολογηθούν βαριά και να πάψουν να εκμεταλλεύονται τους έλληνες ναυτικούς που θαλασσοπνίγονται προς χάριν τους.
Προς τι αυτό το μίσος και η μανία διώξεως; Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο βαθύτερος κύριος λόγος (πέραν του φθόνου) έγκειται στο γεγονός ότι η ελληνική εμπορική ναυτιλία είναι ο μόνος παραγωγικός κλάδος της οικονομίας μας, ο οποίος είναι διεθνώς ανταγωνιστικός και κινείται χωρίς επιδοτήσεις και προστατευτικά δεκανίκια από το κράτος. Αυτό συνιστά μια καθαρή πρόκληση για τον μέσο Ελληνα, ο οποίος πιστεύει ότι δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την κρατική προστασία, χωρίς επιδοτήσεις, δασμούς, προνόμια και που αποδίδει τις όποιες αποτυχίες και την εν γένει μιζέρια του στο ότι φταίνε τα ξένα μονοπώλια και οι πολυεθνικές, που υποτίθεται ότι επί 24ώρου βάσεως βυσσοδομούν εναντίον του και προσπαθούν να τον ξεζουμίσουν και εξοντώσουν. Η ναυτιλία μας, οι έλληνες εφοπλιστές τού απέδειξαν και του υπενθυμίζουν καθημερινά ότι μολονότι Ελληνες και εκείνοι, εν τούτοις επέτυχαν το ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα μόνοι τους, σχεδόν εντελώς αβοήθητοι από το ελληνικό κράτος, χωρίς τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών και σε καθημερινή αναμέτρηση και ανελέητο ανταγωνισμό με όλους τους άλλους εμπορικούς στόλους όλων των άλλων χωρών της Γης. Είναι ο καθρέφτης της αποτυχίας μεγάλων στρωμάτων της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχει και ένας δεύτερος αλληλένδετος λόγος. Η ελληνική πολιτεία δύσκολα μπορεί να βάλει χέρι στα πλοία τους και να εφαρμόσει και σε κείνους ό,τι κάνει λ.χ. εις βάρος της ελληνικής βιομηχανίας για να μην την αφήσει να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική και συνεπώς ανεξάρτητη από το κράτος και τη χρηματοδοτική κηδεμονία του. Δεν μπορεί να τους καταστήσει προβληματικούς, τουλάχιστον εκείνους που έχουν ποντοπόρα πλοία, ώστε να τους εντάξει στον διαβόητο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, διορίζοντας για διευθυντές και διαχειριστές τους διάφορους κομματικούς παράγοντες, συνήθως αποτυχημένους πολιτικούς, ή εντελώς άσχετους προς το επιχειρείν δημοσίους υπαλλήλους.
Παράλληλος είναι και ένας τρίτος λόγος. Τα πανίσχυρα, και από τα κόμματα κατευθυνόμενα, εργατικά συνδικάτα δεν μπορούν να σταματήσουν την εφοπλιστική τους δραστηριότητα, να οδηγήσουν στο δέσιμο των πλοίων τους, στην κατάληψή τους από τα πληρώματα, ώστε να έλθει το κομματικό κράτος να τους υπαγορεύσει τους όρους του.
Βλέπετε, έχουν τρία ακαταμάχητα πλεονεκτήματα που τους καθιστούν σχεδόν άτρωτους:
Πρώτον, η ναυτιλιακή τους δραστηριότητα δεν εξαρτάται από μεταφορές από και προς την Ελλάδα, αλλά είναι διεθνής. Αρα δεν μπορεί να τους εκβιάσει κανένας με την απειλή διακοπής ναυλώσεων, όπως κάνει το κράτος σε μια φαρμακοβιομηχανία ή ένα εργοστάσιο τσιμέντου, που η παραγωγή τους εξαρτάται εν πολλοίς από την ελληνική αγορά και τις κρατικές προμήθειες.
Δεύτερον: Μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν τη σημαία των πλοίων τους και να τα νηολογήσουν σε κάποια άλλη χώρα, που δεν διώκει το ιδιωτικό κεφάλαιο και τους εφοπλιστές (έτσι έγινε η Κύπρος η τέταρτη ναυτιλιακή χώρα του κόσμου), και
Τρίτον: Η χρηματοδότησή τους γίνεται από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και όχι από τις ελληνικές (κρατικές κατά κανόνα) τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν να τους κόψουν τις πιστώσεις ή να τους εξοντώσουν με τα υψηλά επιτόκιά τους και να καταστήσουν εύκολα προβληματικές τις επιχειρήσεις, όπως έκαναν και κάνουν για πλήθος μεγάλων και μικρών ελληνικών βιομηχανιών, βιοτεχνιών, ξενοδοχείων κ.λπ.
Δύο λοιπόν είναι οι μείζονες προκλήσεις τους που εξαγριώνουν την ελληνική κοινωνία, και τον καθρέφτη τους, στον οποίο βλέπουν μονίμως το πρόσωπό τους οι τρομοκράτες της «17ης Νοέμβρη» και οι πολυπληθείς υποστηρικτές και οι κρυφοί θαυμαστές της. Η πρώτη, ότι τα κατάφερναν θαυμάσια διεθνώς χωρίς βοήθεια και εξάρτηση, και άρα αποδεικνύεται ότι όταν θέλει ο Ελληνας μπορεί, και δεν του φταίνε οι άλλοι αν δεν προκόβει. Και η δεύτερη, ότι δεν έχουν την ανάγκη του ελληνικού κράτους και των μηχανισμών που κυριαρχούν σ’ αυτό και συνεπώς με τη σειρά του και αυτό δεν μπορεί να τους καταστήσει υποχείριό του.
Το τι εννοώ φαίνεται σαφώς από τη διαφορετική φυσιογνωμία και την τύχη της ελληνικής ακτοπλοΐας. Σε αντίθεση με την ποντοπόρο, δεν είναι διεθνώς ανταγωνιστική, αντιμετωπίζει πανικόβλητη την επικείμενη είσοδο του διεθνούς ανταγωνισμού στις ελληνικές θάλασσες και δύσκολα θα μπορέσει να επιβιώσει, αφού υπόκειται σε μια σατανικά φιλοτεχνημένη νομοθεσία, η οποία επιτρέπει μεν κέρδη, αλλά μόνο αν ο πλοιοκτήτης τα έχει καλά με την κυβέρνηση, τους λιμενικούς και τα ναυτιλιακά συνδικάτα. Ομως η νομοθεσία αυτή εμποδίζει τους πλοιοκτήτες να εκσυγχρονίσουν και να ανανεώσουν τον στόλο τους, καθώς το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας κρατά σκόπιμα χαμηλά τους ναύλους και επιβάλλει αδικαιολόγητες συνθέσεις πληρωμάτων και άλλες υποχρεώσεις που δεν επιτρέπουν την αναγκαία κερδοφορία τους.
Η ελληνική ακτοπλοΐα έχει όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματα των λοιπών ελληνικών επιχειρήσεων και έχει ανάγκη των ίδιων δεκανικιών (συμπεριλαμβανομένου του λαδώματος προς τους κρατικούς μηχανισμούς) που στηρίζουν και όλη την εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα. Και δεν έχει τα δυναμικά χαρακτηριστικά και την οικονομική αυτοδυναμία της ποντοπόρου ναυτιλίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια ο εξυγιαντικός διεθνής ανταγωνισμός στις τοπικές γραμμές Ελλάδος – Ιταλίας επέτρεψε σε ικανούς και πρωτοποριακούς εφοπλιστές, αλλά και εξαιρετικά αποτελεσματικές εταιρείες λαϊκής βάσεως, να αποκτήσουν σύγχρονα και πολύ εξυπηρετικά πλοία, τα οποία επιτυγχάνουν υψηλά κέρδη, και έτσι γίνονται η ατμομηχανή για τον εκσυγχρονισμό και της υπόλοιπης επιβατηγού ναυτιλίας, αν το επιτρέψουν το ΥΕΝ και τα κομματικά συνδικάτα των ναυτικών.
Θα αρκούσαν φυσικά τα προαναφερθέντα για να εξασφαλιστεί η εχθρότητα της ελληνικής κοινωνίας κατά των ελλήνων εφοπλιστών. Πολύ περισσότερο που κανείς (και στο «κανείς» περιλαμβάνω και την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών) δεν φροντίζει να ενημερώσει επαρκώς την ελληνική κοινή γνώμη ότι η επιχειρηματική τους δραστηριότητα και συνεπώς τα κέρδη τους δεν πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και ότι έτσι εξηγείται γιατί πληρώνουν λίγους φόρους στο ελληνικό Δημόσιο. Κι ακόμα επειδή δεν έχουν εξασφαλίσει προσβάσεις στα μέσα ενημέρωσης, ώστε να πληροφορούνται οι Ελληνες ποιο είναι το δυναμικό της ναυτιλίας μας, πόσους ναυτικούς απασχολεί, πόσο συμβάλλει στο εθνικό εισόδημα, πόσο συνάλλαγμα προέρχεται από αυτήν. Και κανείς δεν διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει το κύρος, την επιρροή και τις διασυνδέσεις τους, ακόμα και την ίδια την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, ως μέσον και όπλο προώθησης των ελληνικών συμφερόντων διεθνώς, να τους χρησιμοποιήσει ως πρέσβεις καλής θελήσεως στους διεθνείς κύκλους, ως αγωγούς διαφώτισης για τα εθνικά μας θέματα.
Αυτή η αρνητική στάση, αυτή η αγνόηση, αυτός ο ακήρυκτος πόλεμος κατά των ελλήνων εφοπλιστών οφείλεται και σε έναν άλλο πολύ σοβαρό λόγο. Είναι επί αιώνες η ζωντανή απόδειξη του αβάσιμου των μαρξιστικών θεωριών περί του καπιταλισμού. Η συσσώρευση κεφαλαίου, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η εξαφάνιση των αναγκαίων περιθωρίων κέρδους θα έπρεπε να τους είχε οδηγήσει στην αλληλοεξόντωση και τον αφανισμό, όπως όφειλαν να πράξουν για να επαληθευθεί ο μέγας προφήτης του περασμένου αιώνα Κάρολος Μαρξ, ο οποίος επηρέασε ως ιδρυτής μιας πανίσχυρης κοσμικής θρησκείας τις τύχες του κόσμου επί 150 τουλάχιστον χρόνια. Ομως δεν συνέβη αυτό, πράγμα που έχει εξοργίσει τους διεκδικητές της μόνης αλήθειας, που υποτίθεται ότι είναι η μαρξιστική. Αντίθετα, τον διέψευσαν επίσης και στην πρόβλεψη ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις δεν αφήνουν τους μικρούς να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν. Αρα, και η μικρή επιχείρηση είναι θύμα της μεγάλης. Η μικρή και οικονομικά ασήμαντη Ελλάς χλευάζει τον Μαρξ και τους απειράριθμους οπαδούς του έχοντας αναδείξει τη μεγαλύτερη εμπορική ναυτιλία του κόσμου. Πρόκειται για μια ασυγχώρητη πρόκληση για έναν λαό, ως ιδεολογία του οποίου κυριαρχεί πάντα ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ακόμα και στο υποσυνείδητο των περισσότερων πολιτικών και διανοουμένων της συντηρητικής παράταξης, που υποτίθεται ότι πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία.
Η κυριαρχία του μεταπρατικού εμπορίου, οι δουλειές του ποδαριού και η κερδοσκοπία της ασύδοτης παραοικονομίας, σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική εξουσία, δεν επέτρεψαν ποτέ στην αστική τάξη της Ελλάδας να ωριμάσει και ανδρωθεί και να ανταποκριθεί στον ρόλο της ως μοχλού εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης και συνεπώς οικονομικής προόδου. Καπιταλισμός δεν υπάρχει στην Ελλάδα παρά μόνο με τη μορφή των στυγνών κρατικών μονοπωλίων. Οι πιο ανελέητες εκμεταλλεύτριες τάξεις ανευρίσκονται στα συνδικάτα των κρατικών μονοπωλίων κοινής ωφέλειας και στην αναπόσπαστη σχέση τους με τους κομματικούς μηχανισμούς! Το βλέπουμε αίφνης καθημερινά στον χλευασμό της κυβερνήσεως και στην καταταλαιπώρηση του ελληνικού λαού από την Ολυμπιακή, από τα συνδικάτα των εργαζομένων στην καθαριότητα των δήμων, από τους ασταμάτητα απεργούντες καθηγητές και δασκάλους.
Αρα, ήταν και παραμένει φυσικό οι άρχουσες τάξεις που κυβερνούν τη χώρα μας να πολεμούν με κάθε τρόπο την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού και στην Ελλάδα. Ετσι ο εφοπλισμός όπως και η μεγάλη βιομηχανία είναι οι απόβλητοι στη χώρα μας, ενώ οι ονομασίες εφοπλιστής και βιομήχανος θεωρούνται ταυτόσημες του ληστή και δράκουλα που ρουφούν το αίμα του λαού. Η διαφορά μεταξύ των δύο κλάδων έγκειται στο ότι, ενώ τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις δεν μπορεί το κράτος να τις πολεμήσει, διότι έτσι θα τις διώξει εκτός Ελλάδος, όπου άλλωστε κυρίως εδρεύουν, με τις βιομηχανίες τα πράγματα είναι πιο απλά. Από τη στιγμή που το κεφάλαιο γίνεται εργοστάσια, μηχανήματα και κτίρια, τα οποία δεν μπορούν να εξαχθούν στο εξωτερικό ή να αλλάξουν σημαία, καθίσταται έρμαιο ενός διοικητικού συστήματος το οποίο ουδέποτε κατάλαβε τι θα πει διεθνής ανταγωνιστικότητα, ουδέποτε σκέφθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος να έχει υγιή έσοδα ο κρατικός προϋπολογισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, ουδέποτε αντελήφθη ότι η κατασπατάληση των δημοσίων πόρων, τα διογκωμένα ελλείμματα και η ως εκ τούτου υπερχρέωση της οικονομίας είναι οι κύριοι υπαίτιοι του πληθωρισμού, της στασιμότητας και της αδυναμίας εκσυγχρονισμού της εθνικής οικονομίας μέσω των παραγωγικών επενδύσεων.
Η κάποια ανοχή, που τελευταία παρέχεται στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, οφείλεται μάλλον στο ότι οι Ελληνες τους βλέπουν ως καλούς τουρίστες, αφού έρχονται τακτικά στη χώρα, χτίζουν βίλες, φέρνουν το κότερό τους και ξοδεύουν αρκετά κατά τις επισκέψεις τους. Δηλαδή, η ιδιωτική τους ζωή και οι ιδιωτικές τους δαπάνες ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του μεταπρατικού και καταναλωτικού κατεστημένου που κυβερνά τον τόπο. Μολονότι και έτσι ορισμένοι εφοπλιστές ενοχλούν γιατί κάποιοι – δυστυχώς ολοένα και ολιγαριθμότεροι – διαθέτουν κάποιες μικρές ή μεγάλες περιουσίες για κοινωφελή και φιλανθρωπικά έργα, πράγμα που προκαλεί την άρχουσα ιδεολογία, η οποία τους θέλει άπληστους, τσιγκούνηδες, που δεν δίνουν τ’ αγγέλου τους νερό. Περίτρανη απόδειξη της αλήθειας αυτής είναι η ατέρμων περιπέτεια του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, η άρνηση της κυβερνήσεως να το αφήσει να λειτουργήσει ελεύθερο κατά τη βούληση των δωρητών, που επιθυμούν και τη σωτήρια επέκτασή του, και η επιτυγχάνουσα δυστυχώς ανίερη προσπάθειά τους να το καταντήσουν βαθμιαία όπως τα άλλα νοσοκομεία – αχούρια του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ομως η εικόνα που έδωσα για το πώς βλέπει η ελληνική κοινωνία τους εφοπλιστές και γιατί θα ήταν ατελής και πολύ εξιδανικευμένη για την πλευρά τους αν δεν σημείωνα και πώς βλέπουν και εκείνοι την Ελλάδα και πώς την αντιμετωπίζουν.
Εχω γεννηθεί στην Ερμούπολη (Σύρα) και μεγάλωσα στην περιοχή Βαπόρια, όπου κατοικούσαν οι κασιώτες εφοπλιστές. Επίσης δεύτερη γενέτειρά μου είναι η Σαντορίνη. Δηλαδή, δύο νησιά κατ’ εξοχήν ναυτικά, που έδωσαν μεγάλο αριθμό εφοπλιστικών οικογενειών. Τότε οι οικογένειες αυτές ζούσαν κυρίως στην Ελλάδα και ήταν ένα με τις κοινωνίες απ’ όπου προέκυψαν. Βαθμιαία όμως αποξενώθηκαν καθώς εγκατέλειψαν οι περισσότερες την Ελλάδα, ιδίως κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Λονδίνο. Ετσι και οι εφοπλιστές βλέπουν, νομίζω, κι εκείνοι την Ελλάδα, κυρίως ως τόπο παραθερισμού και ως δεύτερη πια και όχι ως πρώτη πατρίδα. Η σιγουριά που δίνει η ατμόσφαιρα της νέας κατοικίας τους διαμόρφωσε μια νοοτροπία διεκδικητική και εγωιστική. Πολλοί από εκείνους μόνο ζητούν από την Ελλάδα και με καθαρά ιδιοτελή κριτήρια σταθμίζουν τι τους προσφέρεται σε σύγκριση με τον Παναμά, την Ονδούρα ή την Κύπρο. Και ανάλογα ανεβοκατεβάζουν στον πρυμναίο ιστό την ελληνική σημαία. Οχι όλοι βέβαια, αλλά πολλοί. Δεν δέχονται την πατρίδα τους με τα ελαττώματά της και δεν ρίχνουν το βάρος τους για να τη βοηθήσουν να αλλάξει.
Είναι βεβαίως μέγα το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν με την απύθμενη ανικανότητα και διεφθαρμένη γραφειοκρατία που βρίσκουν μπροστά σε κάθε βήμα τους στην Ελλάδα, τα κλειστά αφτιά που συναντούν στα πρόσωπα των οργάνων και της πολιτικής ηγεσίας, τους αντιοικονομικούς και παράλογους κανονισμούς εργασίας και σύνθεσης πληρωμάτων, την ανεπαρκή υποστήριξη των συμφερόντων τους στους διεθνείς οργανισμούς, την αδιαφορία για την επικίνδυνη πια υποβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των πλοίων με ελληνική σημαία. Ομως νομίζω ότι και οι δικοί τους χειρισμοί και η δική τους πολιτική δεν βοηθούν.
Η γνώμη μου είναι ότι δεν κάνουν σχεδόν τίποτα για να αλλάξουν τη δυσμενή εικόνα που έχει σχηματίσει για εκείνους η κοινή γνώμη. Δεν έχουν καθόλου σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, ούτε έχουν οργανωμένες υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων για να επικοινωνούν με την κοινή γνώμη.
Νομίζω επίσης ότι δεν εκμεταλλεύονται κατά τον καλύτερο τρόπο την κατ’ ανάγκην στενή σχέση τους με τους ναυτιλλομένους, με τους έλληνες εργαζόμενους στα πλοία τους. Βρίσκονται συχνά σε αντιπαλότητα, ενώ θα μπορούσαν να είχαν κοινό μέτωπο κατά των εν Ελλάδι εχθρών τους και ιδιαίτερα του ανίκανου ελληνικού κράτους. Σκέπτομαι λ.χ. πόσο κοντά τους και πόσο μαχητικούς συμμάχους θα είχαν τους πραγματικούς – το τονίζω – ναυτικούς που επανδρώνουν τα πλοία τους αν συνέπρατταν μαζί τους σε μια κοινή προσπάθεια για να εμποδίσουν να καταντήσει το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο εκτροφείο κηφήνων και από πλεονασματικό και ευημερούν ίδρυμα κοινωνικής ασφάλισης να οδηγηθεί στη χρεοκοπία και να δίνει – αν τις δίνει – συντάξεις που φθάνουν μόλις το 40% του μισθού των ναυτικών. Κι αυτό, μολονότι και οι δικές τους κρατήσεις και οι εφοπλιστικές ασφαλιστικές εισφορές θα δικαιολογούσαν τις υψηλότερες συντάξεις και την καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Καθώς είναι οι περισσότεροι άτρωτοι από τους έλληνες εργοδότες, θα έπρεπε να είναι και οι περισσότερο μαχητικοί και υπέρ των συνεργατών τους ναυτικών και υπέρ της αναγέννησης και του εκσυγχρονισμού της πατρίδας μας.
Πάντως, μερικοί – ελάχιστοι δυστυχώς – με το κοινωφελές και εθνικό έργο που προσφέρουν όχι μόνο βοηθούν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά έχουν αρχίσει να κερδίζουν την εκτίμηση του ελληνικού λαού.
Προσδοκία, όχι μόνο δική μο, αλλά και πολλών Ελλήνων, θα ήταν να αντιδράσουν στο μέλλον με γνώμονα την περίφημη ρήση του Τζον Κένεντι: «Αντί να διερωτάσθε τι κάνει η πατρίδα για εσάς, να σκέφτεστε τι κάνετε εσείς για την πατρίδα».
Πιθανόν να διερωτηθούν – σ’ ένα τόσο αρνητικό κλίμα που μόλις και με τόσο μελανά χρώματα περιέγραψα – τι θα μπορούσαν να κάνουν. Κι όμως, ακριβώς τώρα είναι οι συνθήκες καλύτερες παρά ποτέ. Η ιδεολογία που τους καθιστούσε εχθρούς και απόβλητους έχει χρεοκοπήσει, ο κοινωνικός ιστός στην Ελλάδα έχει διαρραγεί επικινδύνως, το πολιτικό σύστημα παραπαίει και κινείται σπασμωδικά και αμήχανα, οι νέοι μάταια αναζητούν κάποια πρότυπα και κάποιες αξίες για να διαμορφώσουν όραμα, ώστε να αγωνιστούν για την υλοποίησή του. Η οικονομική και επιχειρηματική επιτυχία των εφοπλιστών μπορεί εύκολα να δελεάσει και να προκαλέσει την τάση μίμησης και άμιλλας. Αν δίπλα στην αναμφισβήτητη οικονομική επιτυχία τους, που είναι το κατ’ εξοχήν εντυπωσιάζον στην υλιστική εποχή μας, καλλιεργήσουν στάσεις και προσφορά που θα προδίδουν ηθική ευαισθησία, αυταπάρνηση και αλληλεγγύη προς τον πάσχοντα, είτε είναι ο συνάνθρωπός μας είτε είναι η ίδια η πατρίδα μας, τότε βαθμιαία θα μπορούσαν από αποδιοπομπαίοι να εξελιχθούν σε πρότυπα για τις νεότερες γενιές. Και πιστεύω ότι πλήθος είναι οι νέοι που, μολονότι τους θεωρούμε επιπόλαιους, ανεύθυνους, αμαθείς και ανεπρόκοπους, εν τούτοις έχουν και ηθικό εξοπλισμό, και επαρκείς γνώσεις, και ευγενείς φιλοδοξίες για να εργαστούν σκληρά και να επιτύχουν όχι μόνον ως άτομα, αλλά και ως μέλη μιας κοινωνίας και μιας πατρίδας που κινδυνεύουν.

Sports in

Παρτιζάν – Ολυμπιακός 69-74: Τεράστια νίκη στο Βελιγράδι και βήμα τετράδας!

Ο Ολυμπιακός βρέθηκε ακόμα και στο -13, αλλά με αντεπίθεση διαρκείας γύρισε τούμπα το παιχνίδι και πέτυχε μια σπουδαία νίκη στη μάχη για την τετράδα.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024