Η πρωτότυπη ματιά δίχασε. Παραστάσεις όπως οι «Θεσμοφοριάζουσες», ο «Προμηθέας», οι «Βάτραχοι» και οι «Βάκχες», συνάντησαν φέτος και αρνητικές κριτικές, παρά το γεγονός ότι το «τιμόνι» της σκηνοθεσίας τους είχαν αναλάβει γνωστά ονόματα. Τα έργα από μόνα τους ήταν ελκυστικά, εκείνο, όμως, που τις περισσότερες φορές έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η εναλλακτική προσέγγιση, […]
Η πρωτότυπη ματιά δίχασε. Παραστάσεις όπως οι «Θεσμοφοριάζουσες», ο «Προμηθέας», οι «Βάτραχοι» και οι «Βάκχες», συνάντησαν φέτος και αρνητικές κριτικές, παρά το γεγονός ότι το «τιμόνι» της σκηνοθεσίας τους είχαν αναλάβει γνωστά ονόματα. Τα έργα από μόνα τους ήταν ελκυστικά, εκείνο, όμως, που τις περισσότερες φορές έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η εναλλακτική προσέγγιση, που άφηνε πίσω του το βάρος των αξιόλογων κειμένων μέσα από ερμηνείες ή και μέσα από έναν ατυχή συγκερασμό σύγχρονου και παραδοσιακού.
Πολλά έχουν γραφτεί για τις «Θεσμοφοριάζουσες» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη. Η κλασική κωμωδία του Αριστοφάνη μπορεί να προσεγγίστηκε με έναν σύγχρονο, πικάντικο και αντιμνημονιακό τρόπο, υπάρχει όμως –σύμφωνα με τις κριτικές- ποιοτικό έλλειμμα.
Οι «Θεσμοφοριάζουσες» που περιοδεύουν ανά την Ελλάδα και στις 19 Σεπτεμβρίου ανεβαίνουν στο Ηρώδειο, προκαλούν μεν γέλιο, διασκεδάζουν το κοινό, εκείνο ειδικά που διψά για χιουμοριστικές ατάκες, αλλά η σκηνοθεσία έχασε βάρος και βάθος. Αναμφισβήτητα ήταν πρωτότυπη με γαργαλιστικούς διαλόγους, αλλά δεν θα μπορούσε να ενθουσιάσει ποιοτικά .
Δίχασε και ο «Προμηθέας» του Έκτορα Λυγίζου, που ανέβηκε στην Επίδαυρο στις 12 Ιουλίου. Στο πλαίσιο του πειραματισμού o Λυγίζος «είδε» την αρχαία τραγωδία με ασυνήθιστη ματιά. Οι μέχρι τώρα δουλειές του έχουν θέσει ψηλά τον πήχη, αλλά το «άλμα» διακόπηκε όταν η στιγμή έφτασε στον «Προμηθέα».
Τα συναισθήματα ανάμεικτα, η αρχή εύπεπτη, η συνέχεια όμως έπεσε στην «παγίδα» του άκαρπου πειραματισμού. Το μεταμοντέρνο στιλ προσέγγισης της αρχαίας τραγωδίας δυσκόλευε το θεατή να μπει στο πετσί των ρόλων, δημιουργώντας ταυτόχρονα κενά κατανόησης. Οι ρόλοι δεν ήταν διακριτοί, οι στιχομυθίες είχαν κάτι το ανιαρό, ενώ η σκηνοθεσία δεν ανέδειξε τη δύναμη της τραγωδίας.
Μεικτά ήταν τα μηνύματα και για τους Βατράχους του Αριστοφάνη που σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας. Υπήρχαν εκείνοι που μίλησαν για καλοδουλεμένη και ενδιαφέρουσα παράσταση, άλλοι ενθουσιάστηκαν, ενώ ορισμένοι έκαναν λόγο για έλλειψη αισθητικής. Η σκηνοθεσία αφήνει μια ζωντανή γεύση Αριστοφάνη, μια και ,με ένα δικό του τρόπο ,ο Γιάννης Κακλέας καταφέρνει να ανασύρει το αριστοφανικό δίλημμα που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ορμή του νεωτερικού και στο μεγαλείο του παρελθόντος, στον Ευριπίδη και στον Αισχύλο, στο ρεαλισμό και στο υπερφυσικό.
Ο σκηνοθέτης μεταφέρει ατόφιο το δίλημμα επί σκηνής, αλλά , για ορισμένους , η παραφωνία της παράστασης ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια. Έδιναν μια ελαφρότητα θυμίζοντας εποχές κιτς, με τη φινέτσα να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Στο πλαίσιο των κριτικών, έγινε λόγος και για θεατρικό λαϊκισμό όπως και για ανάμειξη ποιητικών φωνών με μια κακόγουστη αισθητική.
Όπως και πέρσι, έτσι και φέτος οι «Βάκχες» έφεραν ψεγάδια. Στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη με το Σάκη Ρουβά στο ρόλο του Διονύσου, το πρόβλημα εντοπίστηκε, κατά κύριο λόγο, στην πληθώρα πληροφοριών και στην αποτυχημένη παράθεσή τους.
Αυτή τη φορά, όμως, που τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει η Άντζελα Μπρούσκου βγήκαν αξιόλογα στοιχεία στην επιφάνεια. Ο χορός συνδύαζε το παραδοσιακό με το σύγχρονο, όπως και η μουσική που είχε μια ηλεκτρονική και μπιτάτη ένταση. Ωστόσο, η προσοχή του κοινού χάθηκε ακριβώς εκεί, μια και η υπερβολική παρουσία του κούρασε δημιουργώντας κενά στη ροή και σημεία με έντονη την απουσία νοήματος, αξίας και ενδιαφέροντος.