Κυριακή Ναντοπούλου Φωτό.: ΙΜΑΧΤree
Είναι να μην σου τύχει. Γιατί αν σου τύχει… ασ’ τα να πάνε! Ήταν, φαίνεται της μοίρας μου γραφτό να παντρευτεί πρώτα η αδερφή μου. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι παντρεύτηκε, αλλά το ότι είναι μικρότερη από εμένα. Τρία χρόνια! Ούτε ένα, ούτε δύο. Έπρεπε να ήσαστε από μια πλευρά να βλέπατε έκφραση μάνας. Κάτι μεταξύ ειρωνείας και λύπησης. Σαν να έλεγε: «Αχ, τη δύστυχη τη μεγάλη μου κόρη, στο ράφι θα μου μείνει», αλλά και «Είδες την αδερφή σου πώς τα κατάφερε; Για να σε δω κι εσένα τώρα που με τον καημό σου θα πεθάνω». Όχι, δεν είναι ελληνική ταινία του 1950. Είναι η αθάνατη Ελληνίδα Μάνα.
Τι να γίνει; Αγαπήθηκαν τα παιδιά και αποφάσισαν να παντρευτούν. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Να τρέξω, να βοηθήσω, να συμπαρασταθώ. Πραγματικά απόλαυσα κάθε στιγμή με την αδερφή μου, την οποία και θαύμασα: ψυχραιμότατη, μέσα στο κέφι, δεν δυσανασχέτησε λεπτό, παρόλο που υπήρξαν περιπτώσεις που και η πιο έμπειρη γυναίκα παντρεμένη δύο και τρεις φορές θα ζοριζόταν. Αλλά και ο γαμπρός, παλικάρι από τα λίγα. Ήταν κοντά της για να τη βοηθάει, έδειχνε ενδιαφέρον για όλα όσα χρειάζονταν και πήγαινε μαζί της σε όλες τις απαραίτητα ραντεβού για το μπουφέ, για το στολισμό, για τα ρούχα κλπ.
Όσο για το γάμο… τι να πω; Ένας γάμος και μία κηδεία! Και θα εξηγήσω αμέσως. Τη Μάνα την είχε κυριεύσει μια χαρμολύπη. Διχασμένη προσωπικότητα: από τη μία έκλαιγε από ευτυχία για τη χαρά της μικρής της κόρης και από την άλλη σπάραζε η καρδιά της για το ριζικό της μεγάλης κόρης. Σε ποιον να το πει και να την πιστέψει. Έλα όμως που υπήρξαν οι θειάδες (και όχι μόνον από το χωριό, το τονίζω αυτό, για να μην νομίζει κανείς ότι της πόλης οι θειάδες είναι πιο προοδευτικές).
Εκείνες βάλθηκαν από νωρίς να κουτσομπολεύουν και αντί να ασχολούνται με τη νύφη, ασχολούνταν με την ανύπαντρη αδερφή της! Άκουσον, άκουσον! Και αμέσως μετά άρχισε η απευθείας αντιπαράθεση: «Κι εσύ κούκλα μου, πότε με το καλό; Άντε να φάμε κι από σένα κουφέτα», είπε μια χοντρή θεία. Δεν κοιτάς πώς είσαι καλύτερα που αν φας κι άλλα κουφέτα θα σκάσεις από τα αμύγδαλα και τη ζάχαρη. Ακάθεκτες οι θείες: «Και να σου πω… δεν βαρέθηκες να συνοδεύεις τις φίλες σου στην εκκλησία;» Και η Μάνα δίπλα, αμίλητη, τραγική φιγούρα, να κλαίει δήθεν από ευτυχία για την κόρη της που παντρεύεται και να δέχεται στωικά το χτύπημα της μοίρας.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αλλά, όχι, μην νομίζετε ότι τους έκανα τη χάρη. Απαντάω κι εγώ, λοιπόν: «Ε, τι τα θες τώρα. Αν πατήσεις τα τριάντα και δεν έχεις βρει κάποιον, πάει. Καλύτερα να ξεσκονίσεις το ράφι.» Σιγά μην τις άφηνα. Να δεις πώς μαζεύτηκαν.
Η κακομοίρα η αδερφούλα μου, ιδέα δεν είχε για όλα αυτά. Αρκετά μετά το γάμο και αφού γύρισε από το μήνα του μέλιτος της τα εξιστόρησα και σκάσαμε στα γέλια. Και ενώ η Μάνα έχει λίγο ησυχάσει με μένα, τώρα πρήζει την αδερφούλα για το εγγονάκι. «Όχι, χρυσό μου, δεν σε πιέζω, αλλά μην αφήνετε το χρόνο να περνάει. Ξέρεις πόσες γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν παιδιά;» (!). Όσο για τη δική μου την περίπτωση (ξέρετε, την εξαιρετική ατυχία μου να μην έχω παντρευτεί ακόμα), λένε ότι μετά τα σαράντα παύουν να ασχολούνται μαζί σου. Στους γάμους δεν σου λένε πια «Άντε και στα δικά σου». Απλά σε κοιτούν με λύπηση και σε προσπερνάνε. Κι αν τύχει και κάποιος επιμένει, τότε εύκολα θα του πω «Τι να κάνεις τώρα, μετά τα σαράντα, καλή ψυχή» και ο βήχας τού κόβεται.
Εγώ πάντως δεν πρόκειται να περιμένω τα σαράντα για να σταματήσουν τα σχόλια. Θα ζήσω τη ζωή μου συντροφικά. Κι ας μην παντρευτώ ποτέ.
gamos.gr