Άμεση διερεύνηση των καταγγελιών των οικονομικών εισαγγελέων ζητά ο Λ.Παπαδήμος
«Να τελειώσει ακόμα και σήμερα» με ονοματεπώνυμα εάν υπάρχουν ήταν το μήνυμα του πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, σχετικά με το θέμα της προκαταρκτικής έρευνας που διέταξε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μετά τις ηχηρές παραιτήσεις των οικονομικών εισαγγελέων. Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς και στη συνάντηση του πρωθυπουργού με την ηγεσία των Ανώτατων δικαστηρίων, παρουσία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
«Να τελειώσει ακόμα και σήμερα» με ονοματεπώνυμα αν υπάρχουν ήταν το μήνυμα του πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, σχετικά με το θέμα της προκαταρκτικής έρευνας που διέταξε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μετά τις ηχηρές παραιτήσεις των οικονομικών εισαγγελέων.
Η έρευνα ανατέθηκε στον αρχαιότερο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτη Μακρή.
Ο κ. Τέντες τον καλεί να διερευνήσει κυρίως το σημείο της επιστολής παραίτησης των δύο, όπου αναφέρουν ότι δεν είναι «εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ’ υπαγόρευση».
Στο Μαξίμου οι δικαστικοί
Το θέμα συζητήθηκε και στη συνάντηση του πρωθυπουργού με την ηγεσία των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας στο Μέγαρο Μαξίμου.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τους προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων Παν.Πικραμμένο (Συμβούλιο της Επικρατείας), Ρένα Ασημακοπούλου (Άρειος Πάγος) και Ιωάννη Καραβοκύρη (Ελεγκτικό Συνέδριο), τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε, τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Διονύσιο Λασκαράτο και την Γενική Επίτροπο Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ελένη Διακομανώλη, διήρκεσε δυόμισι ώρες.
Στη συνάντηση, η οποία έγινε με πρωτοβουλία του κ. Παπαδήμου, παραβρέθηκαν ακόμη ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, καθώς και ο υπουργός Επικρατείας και τέως αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γεώργιος Σταυρόπουλος.
Όλοι οι δικαστές συμφώνησαν ότι πρέπει να διερευνηθούν με διαδικασίες εξπρές τα όσα αναφέρουν στις παραιτήσεις τους οι κκ. Πεπόνης και Μουζακίτης και μάλιστα ειπώθηκε ότι εάν υπήρξαν παρεμβάσεις στο έργο τους οφείλουν οι δύο εισαγγελικοί λειτουργοί να κατονομάσουν τα πρόσωπα αυτά στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Φώτη Μακρή που έχει αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Στη συνέχεια ο κάθε πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέθεσε στον πρωθυπουργό τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο χώρο του, ενώ ελέχθη ότι το προωθούμενο από τον υπουργό Δικαιοσύνης πολυνομοσχέδιο για την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση.
Ειδική αναφορά έγινε για την εργασιακή εφεδρεία των δικαστικών υπαλλήλων και τα έντονα προβλήματα που θα δημιουργήσει στο χώρο των δικαστηρίων, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υπάρχουν μεγάλα οργανικά κενά στους δικαστικούς υπαλλήλους.
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός εξέφρασε τη σκέψη να συγκροτηθεί ειδική επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, έτσι ώστε οι δικαστές και οι δικαστικές ενώσεις να μπορούν να εκφράσουν έγκαιρα τις απόψεις τους.
Μάλιστα, ο κ. Παπαδήμος ανέφερε ότι το έργο της επιτροπής αυτής θα αποτελέσει μία προετοιμασία για την επόμενη κυβέρνηση.
Επίσης, ανώτατος δικαστής ζήτησε από τον κ. Παπαδήμο να τους ενημερώσει για την πορεία των διαπραγματεύσεων του PSI (πρόγραμμα συμμετοχής ιδιωτών στη μείωση του δημοσίου χρέους). Πράγματι, ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τους ανώτατους δικαστές και τόνισε ότι οι βασικοί στόχοι του PSI έχουν επιτευχθεί.
Η Ένωση Δικαστών–Εισαγγελέων
«Απορίας άξιον είναι» τι οδήγησε το υπουργείο Οικονομικών στην επιθυμία να αλλάξει τόσο σύντομα τη νομοθεσία, προκειμένου να αντικατασταθούν οι οικονομικοί εισαγγελείς εφετών, Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, υπογραμμίζει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, σε ανακοίνωσή της.
Η Ένωση επισημαίνει ότι οι λόγοι της παραίτησης των δύο εισαγγελικών λειτουργών θα πρέπει να αξιολογηθούν από τα αρμόδια όργανα της Δικαιοσύνης και υπογραμμίζει ότι «όλοι πρέπει να αναμείνουν αυτή την αξιολόγηση».
Ωστόσο, η Ένωση αναφερόμενη στην πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην τροποποίηση του Νόμου 3943/2011, έτσι ώστε τη θέση των οικονομικών εισαγγελέων να καταλαμβάνουν, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και όχι εισαγγελείς εφετών, όπως είναι οι κ. Πεπόνης και Μουζακίτης, τονίζει:
«Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ναι μεν η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην εκτελεστική και νομοθετική λειτουργία, πλην όμως, όταν αφορά σε ζητήματα της δικαστικής λειτουργίας, οι χειρισμοί θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, γιατί, διαφορετικά, μπορούν να δημιουργηθούν εκτιμήσεις ή και υπόνοιες παρέμβασης στην απρόσκοπτη λειτουργία της.»
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει η ανακοίνωση, «είναι απορίας άξιον, τι οδήγησε το υπουργείο Οικονομικών να επιθυμεί να προβεί, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, στην αλλαγή αυτή του νομοθετικού πλαισίου και στην αντικατάσταση των εν λόγω εισαγγελικών λειτουργών, δεδομένου ότι ο θεσμός, υπό το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα απολύτως ικανοποιητικά».
Τέλος, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει ότι οι κ. Πεπόνης και Μουζακίτης «επελέγησαν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντα του Οικονομικού Εισαγγελέα και του αναπληρωτή του, έχοντας παράσχει, με την μέχρι σήμερα άσκηση των καθηκόντων τους, τα εχέγγυα της επιστημονικής τους κατάρτισης και επάρκειας, της ακεραιότητας του χαρακτήρα τους και της βαθιάς προσήλωσης τους στο ιδεώδες της Δικαιοσύνης».
Αντίδραση και από τον ΔΣΑ
Επιτακτική ανάγκη καθίσταται «να αποκρούεται και να στηλιτεύεται κάθε προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης» δήλωσε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) Γιάννης Αδαμόπουλος, με αφορμή τις παραιτήσεις των δύο οικονομικών εισαγγελέων.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η παραίτηση των Πεπόνη και Μουζακίτη, «η οποία συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς και σοβαρότατες καταγγελίες περί παρεμβάσεων στο έργο τους, συνιστά ένα μείζον ζήτημα λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών, σε μια περίοδο που η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητά τους βάλλονται πανταχόθεν».
Οι διαστάσεις που λαμβάνει η υποβολή των δυο αυτών παραιτήσεων, «είναι ιδιαίτερες, αν αναλογιστεί κανείς τα σημαντικά καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στους ως άνω δικαστικούς λειτουργούς και συνίσταντο στην αντιμετώπιση μείζονος σημασίας υποθέσεων φοροδιαφυγής και γενικότερα οικονομικής εγκληματικότητας» τονίζει ο κ. Αδαμόπουλος.