Γονιδιακή μετάλλαξη μειώνει την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας στον καρκίνο του μαστού
Αθήνα: Μια ανωμαλία σε δύο γονίδια, την οποία έχουν ορισμένοι άνθρωποι, μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα δύο κοινών φαρμάκων χημειοθεραπείας για τον καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.
Αθήνα: Μια ανωμαλία σε δύο γονίδια, την οποία έχουν ορισμένοι άνθρωποι, μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα δύο κοινών φαρμάκων χημειοθεραπείας για τον καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.
Η ανακάλυψη μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να εξατομικεύσουν καλύτερα τις θεραπείες με βάση τον γονιδιακό χάρτη κάθε ασθενή.
Σύμφωνα με τους Αμερικανούς επιστήμονες, η παρουσία μεταλλάξεων σε δύο γονίδια στο χρωμόσωμα 8 (στα LAPTM4B και YWHAZ) κάνει τους καρκινικούς όγκους πιο ανθεκτικούς στις ανθρακυκλίνες, αλλά όχι στα άλλα φάρμακα της χημειοθεραπείας.
Η ανακάλυψη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine, έγινε από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής την Δρ Αντρέα Ρίτσαρντσον του Ινστιτούτου Καρκίνου Dana-Farber της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Μεταξύ των ερευνητών, βρίσκεται ο ελληνικής καταγωγής Χρήστος Σωτηρίου του Τμήματος Ογκολογίας του Ινστιτούτου Jules Bordet στις Βρυξέλλες του Βελγίου.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη ερευνήτρια, είναι δυνατό στο μέλλον να αναπτυχθεί ένα γενετικό τεστ, που θα καθοδηγεί τους γιατρούς σε μια πιο προσωποποιημένη θεραπεία. Ήδη η ίδια και οι συνεργάτες της κάνουν τις σχετικές δοκιμές και πιστεύουν ότι μέσα σε ένα περίπου χρόνο θα έχουν έτοιμο ένα τέτοιο τεστ.
Οι γιατροί ήδη μπορούν να κάνουν γενετικά τεστ για να δουν αν ο καρκίνος του μαστού μιας γυναίκας είναι ευαίσθητος στις ορμόνες των οιστρογόνων, οπότε η ασθενής είναι υποψήφια να λάβει φάρμακα που μπλοκάρουν τις ορμόνες, όπως η ταμοξιφαίνη.
Τον προηγούμενο μήνα, μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο Συμπόσιο για τον Καρκίνο του Μαστού που διοργάνωσε η Αμερικανική Εταιρεία για την Έρευνα του Καρκίνου, διαπίστωσε ότι το γενετικό τεστ Oncotype DX και έχει δημιουργηθεί από την εταιρία Genomic Health, βοηθά να εντοπιστούν εκείνες οι ασθενείς που είναι πιθανό να μην επωφεληθούν καθόλου από την χημειοθεραπεία.
Σύμφωνα πάντως με τη Δρ Ρίτσαρντσον, δεν υπάρχουν ακόμα τεστ που μπορούν να καθοδηγήσουν τους γιατρούς με βεβαιότητα, όσον αφορά το ποια φάρμακα χημειοθεραπείας θα είναι τα καλύτερα για την περίπτωση κάθε ξεχωριστού ασθενούς.
«Όλα τα φάρμακα έχουν τη δική τους τοξικότητα. Θα ήταν θαυμάσιο αν μπορούσαμε να μην δίνουμε κάποιο φάρμακο (χημειοθεραπείας) που να είναι τοξικό και αναποτελεσματικό», όπως είπε.