Νέο όργανο θα προσφέρει πληροφορίες για τη δομή σημαντικών πρωτεϊνών
Ένα νέο όργανο για τη μελέτη των συστατικών της μεμβράνης των κυττάρων θα τεθεί στην υπηρεσία των Ευρωπαίων επιστημόνων την Παρασκευή. Πρόκειται για ένα νέο φασματοσκόπιο, με το οποίο θα προσδιορίζεται με μεγάλη ακρίβεια η δομή των μεμβρανικών πρωτεϊνών. Τα στοιχεία που θα προσφέρει θα βοηθήσουν στην παραγωγή πιο αποτελεσματικών φαρμάκων.
Ένα νέο όργανο για τη μελέτη των συστατικών της μεμβράνης των κυττάρων θα τεθεί στην υπηρεσία των Ευρωπαίων επιστημόνων την Παρασκευή. Πρόκειται για ένα νέο φασματοσκόπιο, με το οποίο θα προσδιορίζεται με μεγάλη ακρίβεια η δομή των μεμβρανικών πρωτεϊνών. Τα στοιχεία που θα προσφέρει θα βοηθήσουν στην παραγωγή πιο αποτελεσματικών φαρμάκων.
Οι πρωτεΐνες της μεμβράνης αποτελούν το 30% του συνόλου των πρωτεϊνών του κυττάρου. Μέσω των μορίων αυτών τα κύτταρα επικοινωνούν με το περιβάλλον τους. Η ένωση, για παράδειγμα, μιας ορμόνης με την αντίστοιχη πρωτεΐνη – υποδοχέα στην επιφάνεια του κυττάρου προκαλεί τη μεταφορά του αντίστοιχου μηνύματος στο εσωτερικό του.
Το νέο μηχάνημα, μολονότι δεν θα απλοποιήσει ιδιαίτερα τη δομική μελέτη των πρωτεϊνών, θα δώσει καθαρότερες και λεπτομερείς εικόνες, όπως αναφέρει ο δικτυακός τόπος Unisci.com. Η λειτουργία του συστήματος βασίζεται στη χρήση ισχυρών μαγνητών κατασκευασμένων από υπεραγώγιμα υλικά (στην ίδια τεχνολογία είναι βασισμένη και η μαγνητική τομογραφία, η οποία χρησιμοποιείται για την εξέταση ιστών στο εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος). Η τεχνική ονομάζεται MAS-NMR (Magic Angle Spinning Nuclear Μagnetic Ressonanse ή Πυρηνικός Μαγνητικός Συντονισμός με «Μαγική» Περιστροφή Γωνίας).
Η νέα συσκευή πλεονεκτεί σε σχέση με παλιότερες, καθώς λειτουργεί με διπλάσια συχνότητα. Το χαρακτηριστικό αυτό θα αυξήσει περίπου 60% την ευαισθησία της συσκευής.
Παράλληλα, θα είναι δυνατός ο προσδιορισμός των αλληλεπιδράσεων ορμονών και φαρμάκων με τους αντίστοιχους μεμβρανικούς υποδοχείς τους. Τα στοιχεία αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να σχεδιαστούν πιο αποτελεσματικά φάρμακα.
Η συσκευή έχει ήδη εγκατασταθεί στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία, αλλά θα χρησιμοποιείται από ερευνητές όλων των ευρωπαϊκών χωρών.