Άστραψε και βρόντηξε κυριολεκτικά ο Κώστας Καραμανλής στην επετειακή εκδήλωση για τα 15 χρόνια από την έκδοση της εφημερίδας «Δημοκρατία» και με θέμα την «κρίση της Δημοκρατίας σήμερα», με μία ομιλία η οποία περιείχε πραγματικούς και απανωτούς κεραυνούς για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και για τη διακυβέρνηση του «επιτελικού κράτους».

Κεραυνοί, οι οποίοι είχαν μόνο ως αφετηρία την εξαιρετικά έντονη κριτική που είχε, τον περασμένο Οκτώβριο διατυπώσει στην Παλιά Βουλή, ο πρώην πρωθυπουργός για το πολύ σοβαρό ζήτημα της κρίσης των θεσμών και που τώρα έμπαιναν αναλυτικά και σε βάθος σε ένα – ένα τα χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης, με την κριτική του κ. Καραμανλή να κορυφώνεται με την επαναφορά στη δημόσια ατζέντα του σκανδάλου των υποκλοπών, που όπως κατήγγειλε δεν διερευνήθηκε πειστικά, αλλά και της απαξίωσης του κοινοβουλίου, μεταξύ άλλων και μέσω εξεταστικών επιτροπών που λειτουργούν «προσχηματικά ή παρελκυστικά».

Σημειώνεται ότι ο Κώστας Καραμανλής ήταν εκείνος που ήδη, από το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών και συγκεκριμένα από τις 31 Αυγούστου 2022, είχε από τα Ανώγεια της Κρήτης απορρίψει συνολικά το αφήγημα του Κυρ. Μητσοτάκη για την υπόθεση αυτή (η οποία και σηματοδότησε για πρώτη φορά το βαθύ ρήγμα του πρώην πρωθυπουργού με τον νυν πρωθυπουργό) και τώρα επανήλθε στο σοβαρό αυτό ζήτημα, το οποίο ενέταξε στις υποθέσεις που κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στη Δικαιοσύνη.

Σκιά αμφισβήτησης της Δικαιοσύνης

Ειδικότερα, ο κ. Καραμανλής, αφού σημείωσε ότι «η πίστη στην ανεξάρτητη και αδέκαστη Δικαιοσύνη είναι μείζων προϋπόθεση για την λειτουργία της Δημοκρατίας», τόνισε ότι «τα τελευταία χρόνια έχει απλωθεί μια σκιά σε πολλές Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μια σκιά αμφισβήτησης, μια αίσθηση μεροληψίας υπέρ των ισχυρών, μια αντίληψη ότι και η Δικαιοσύνη δέχεται πιέσεις, επηρεασμό, απόπειρα χειραγώγησης».

Και επισήμανε ότι «η αμφιβολία – και μόνο η αμφιβολία – αρκεί για να τραυματιστεί η πολιτική και κοινωνική συνοχή» και πως «η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν κινδυνεύει μόνο όταν η Δικαιοσύνη παύει να είναι ανεξάρτητη. Κινδυνεύει ήδη από την στιγμή που η ανεξαρτησία της τεθεί υπό αμφισβήτηση».

Σκάνδαλο υποκλοπών

Για να εστιάσει στο διαβόητο σκάνδαλο των υποκλοπών, τονίζοντας ότι «η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων πολιτικών αρχηγών, υπουργών, ανώτερων στρατιωτικών, δημοσιογράφων και άλλων δεν έπεισε ότι δόθηκαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που προέκυψαν, αναφορικά με τη νομιμότητα, την σκοπιμότητα, τους λόγους που έγιναν, τις εγκρίσεις που δόθηκαν, το περιεχόμενό τους».

Και συνέχισε, επισημαίνοντας ότι «ο χρόνος κύλησε, τα γεγονότα έπαψαν να απασχολούν την επικαιρότητα, η πολιτική αντιπαράθεση κόπασε. Για την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών όμως τα αναπάντητα ερωτήματα μένουν και ρίχνουν την σκιά της αμφισβήτησης στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης».

Υποβάθμιση της Βουλής

Εξίσου έντονη κριτική άσκησε ο Κ. Καραμανλής στο μέγαρο Μαξίμου και για το ζήτημα της υποβάθμισης της Βουλής, σημειώνοντας ότι «το Κοινοβούλιο δεν είναι χώρος τυπικών διαδικασιών, ούτε όργανο επικύρωσης αποφάσεων (σ.σ. πρώτο «καρφί»). Είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ο τόπος όπου διεξάγεται ο ουσιαστικός διάλογος, η αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων, η νομοθέτηση, ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας. Η υποβάθμιση του ρόλου του, όταν συμβαίνει, είναι πλήγμα στην ποιότητα της Δημοκρατίας».

Και συνέχισε: «Απαξιώνεται η Βουλή στα μάτια των πολιτών όταν αισθάνονται ότι οι Εξεταστικές Επιτροπές για παράδειγμα λειτουργούν προσχηματικά ή παρελκυστικά». Δεύτερο «καρφί» που ασφαλώς φέρνει στο νου όχι μόνο την εξεταστική για τα Τέμπη που το Μαξίμου μετέτρεψε σε φιάσκο, αλλά και τις φαστ τρακ προανακριτικές επιτροπές, το στρίβειν δια της εξεταστικής στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και βέβαια τις ακραίες μεθοδεύσεις του Μαξίμου με τις επιστολικές ψήφους για το μπλοκάρισμα διεξαγωγής της προανακριτικής επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Κάτι που έρχεται στο νου και με το τρίτο σχετικό «καρφί» του κ. Καραμανλή: «Ο κίνδυνος σήμερα δεν προέρχεται από θορυβώδεις εκτροπές  ή θεαματικές, ηχηρές συγκρούσεις. Αντιθέτως, προέρχεται από την αργόσυρτη, υπόγεια διολίσθηση προς την ανοχή και εξοικείωση σε φαινόμενα υποβάθμισης των κανόνων. Η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν διαβρώνεται από μια και μόνη πράξη, αλλά από την σωρευτική επίδραση πολλών μικρών παρεκκλίσεων».

Συνολική κρίση θεσμών

Ο Κ. Καραμανλής ενέταξε τα παραπάνω στην περιγραφή μιας πραγματικής δυστοπίας που αφορά μία συνολική κρίση των θεσμών και για την οποία ρητά είπε ότι είναι υπαρκτή (και) στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα σημείωσε ότι «ένα ολοένα διευρυνόμενο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι οι θεσμοί δεν λειτουργούν με την πληρότητα που απαιτείται. Ότι το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται. Ότι η Δικαιοσύνη επηρεάζεται. Ότι τα ΜΜΕ χειραγωγούνται. Ότι οι κυβερνήσεις δεν ακούνε και δεν καταλαβαίνουν. Ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους. Ότι η πολιτική ασκείται με όρους κλειστών συστημάτων, χωρίς έγνοια, χωρίς αναφορά, στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας».

Και πρόσθεσε ότι «όταν αυτή η αντίληψη γενικεύεται και παγιώνεται ως πεποίθηση, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα, τότε οδηγούμαστε σε κρίση εμπιστοσύνης. Κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση αμφισβήτησης των θεσμών, κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Τότε δοκιμάζεται η Δημοκρατία και η ποιότητά της», για να επισημάνει: «Μη κρυβόμαστε. Τα φαινόμενα αυτά και υπαρκτά είναι και συνεχώς ογκούμενα. Σε όλον τον κόσμο, στην Ευρώπη και στην χώρα μας».

«Γκέτο πλουσίων»

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι «τα πρόδρομα φαινόμενα των «γκέτο των πλουσίων» όπου οι λίγοι έχοντες και κατέχοντες θα διάγουν βίο πολυτελείας, αποκομμένοι, προστατευμένοι, φυλασσόμενοι  και περιφρουρούμενοι, μακριά από την ευρεία κοινωνία, μοιάζουν εικόνες ενός κοντινού δυστοπικού μέλλοντος», υπογραμμίζοντας πως «η συσσώρευση πλούτου όμως στα χέρια ολίγων και η περιθωριοποίηση όλο και περισσοτέρων, η απίσχνανση της άλλοτε κραταιάς μεσαίας τάξης είναι νάρκη στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, και πάντως σίγουρα της ποιότητας και της ευρυθμίας του».

Επιπλέον ο κ. Καραμανλής επισήμανε το φαινόμενο «οι μεν παραδοσιακοί σχηματισμοί να περιθωριοποιούνται ή και να εξαερώνονται και φωνές πιο οξείες, ενίοτε και ακραίες, να παίρνουν το πάνω χέρι. Είναι εσφαλμένη και επιδερμική ανάλυση ότι αυτά οφείλονται σε ρηχή και ανεύθυνη πολιτική συμπεριφορά. Αντιθέτως, δείχνει την αποστροφή αυξανόμενων κοινωνικών ομάδων προς εκείνους που πίστεψαν και θεωρούν ότι τους πρόδωσαν και την ανάγκη τους να ακουστούν η δυσφορία και οι αγωνίες τους».

Και στο ίδιο πλαίσιο, σημείωσε πως «η απαξίωση της πολιτικής, η όξυνση του δημόσιου λόγου, η αυξανόμενη ένταση της πολιτικής συμπεριφοράς είναι ευθέως ανάλογη με την ανατροπή του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου στα μεταπολεμικά χρόνια».

Πολιτική με όρους επικοινωνίας

Αιχμές άφησε ο πρώην πρωθυπουργός και για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος, επισημαίνοντας ότι «διεξάγεται πια με όρους επικοινωνίας και θεάματος, έχοντας ως πρώτο στόχο την πρόκληση πρόσκαιρων εντυπώσεων. Η επιχειρηματολογία έχει αντικατασταθεί από την συνθηματολογία», είπε και επισήμανε ότι «η Δημοκρατία απαιτεί σοβαρότητα, νηφαλιότητα, μετριοπάθεια και υπευθυνότητα. Από όλους».

Ελευθερία του Τύπου

Τέλος, ως καίριας σημασίας ζήτημα για την ποιότητα της Δημοκρατίας έθεσε την «έγκυρη, ακριβή και αμερόληπτη ενημέρωση», υπογραμμίζοντας ότι «το μέγα ζήτημα είναι η δυνατότητα απόκρυψης ή υποβάθμισης της πληροφορίας, η οποία όταν φθάνει στους πολίτες εγκαίρως διαμορφώνει σκέψεις, προβληματισμούς, αποφάσεις».

Στο ίδιο πλαίσιο επισήμανε πως «οι πολίτες χρειάζονται το φως σε όλα τα θέματα του δημοσίου ενδιαφέροντος» και τόνισε ότι «καμιά σκοπιμότητα δεν είναι υπέρτερη. Η αποστολή του Τύπου δεν είναι να εξωραΐζει καταστάσεις, ούτε να λιβανίζει τις εξουσίες. Είναι να τις ελέγχει με αυστηρότητα, όποιες και αν είναι, όσο ψηλά και αν βρίσκονται».

Κλιμάκωση κριτικής

Πρόκειται λοιπόν για μια συνολική και πολύ γλαφυρή περιγραφή αυτής της κρίσης θεσμών από τον πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος ασφαλώς κλιμακώνει την -πάντα με θεσμικό τρόπο διατυπωμένη-  κριτική του προς το μέγαρο Μαξίμου, γεγονός που σηματοδοτεί και την επισφράγιση του αγεφύρωτου ρήγματος που τον χωρίζει από τον νυν πρωθυπουργό και το «επιτελικό κράτος» του.

Και έχει σημασία ότι η κριτική αυτή του κ. Καραμανλή διατυπώνεται παρουσία στο ακροατήριο του έτερου πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά (τον οποίο ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει διαγράψει), αλλά και του υπουργού Άμυνας Νίκου Δένδια (ο οποίος και λειτουργεί ως ένας απολύτως διακριτός εσωκομματικός πόλος από τον Κυρ. Μητσοτάκη) και οι οποίοι κάθονταν δίπλα-δίπλα. Και ως γνωστόν οι θέσεις έχουν πάντα τη δική τους σημειολογία.