Στις 4 Νοεμβρίου 1948 απονεμήθηκε στον Τόμας Στερνς Έλιοτ (T. S. Eliot), επιφανή λογοτέχνη, κριτικό και θεατρικό συγγραφέα, το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Ο δημιουργός της εμβληματικής για τη μοντέρνα ποίηση σύνθεσης The waste land («Ο ερημότοπος» του Τάκη Παπατσώνη, «Η έρημη χώρα» του Γιώργου Σεφέρη, «Η ρημαγμένη γη» του Κλείτου Κύρου, «Η άγονη γη» του Χάρη Βλαβιανού) γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 και απεβίωσε στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου 1965.


Ο Τ. Σ. Έλιοτ το 1932

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.1.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 24 Μαρτίου 1984, και με αφορμή την ταυτόχρονη κυκλοφορία αφενός των ποιητικών «Απάντων» του Τ. Σ. Έλιοτ («Άπαντα τα Ποιήματα», μετάφραση – εισαγωγή Αριστοτέλη Νικολαΐδη, εκδόσεις «Κέδρος») και αφετέρου μιας αντιπροσωπευτικής επιλογής από τα δοκίμιά του για την ποίηση και την κριτική («Δοκίμια για την Ποίηση και την Κριτική», μετάφραση – επιμέλεια Στέφανου Μπεκατώρου, εκδόσεις «Ηριδανός»), ο Κώστας Σταματίου (1929-1991), ο καταξιωμένος δημοσιογράφος, κριτικός (κινηματογράφου και βιβλίου) και μεταφραστής, είχε επιχειρήσει μια δική του προσέγγιση του αμερικανο-βρετανού στοχαστή.


«ΤΑ ΝΕΑ», 24.3.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Σταματίου προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:


Όλοι ξέρουμε πως [ο Τ. Σ. Έλιοτ] στοιχειώνει τον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’30. Χάρη στις έγκαιρες μεταφράσεις του Σεφέρη, που τον γνώρισε και προσωπικά. Χάρη στις σποραδικές παραστάσεις του, πιο προσιτού από την ποίηση, θεάτρου του. […] Χάρη στο «Βραβείο Νόμπελ» (1948). Χάρη στην ολοφάνερη επίδρασή του, την ομολογημένη, πάνω σε ποιητές της πρωτο-δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Χάρη, τέλος, στην… αποκήρυξή του από την ελληνική «μαρξιστική» Αριστερά, που έκανε κι εδώ «διάνα», μέσω του πεισματικά εθελοτυφλούντος δημόσια (και απείρως διαλεκτικότερου κατ’ ιδίαν) σημαντικού στοχαστή Μάρκου Αυγέρη, που μπόρεσε να γράψει για τον Έλιοτ περίπου… «το μαύρο άσπρο».

[…]


Τελικά, τι κάνουμε; Αρνιόμαστε και ξεχνάμε τον «αριστοκράτη και σνομπ παρακμία», που διεκήρυσσε ότι ήταν «βασιλόφρων πολιτικά, αγγλικανός θρησκευτικά και κλασικιστής λογοτεχνικά», ή διερευνάμε την περίπτωσή του, να δούμε αν το «τρίκλωνο» έργο του (σ.σ. ποίηση, δοκίμια, θεατρικά έργα) επιζεί, κι όπως διατείνονται πολλοί υπήρξε και «προφητικό», ακριβώς των σεισμικών καταστροφών που επικρέμονται πάνω απ’ την ανθρωπότητα;

Ας ερευνήσουμε. Πώς λοιπόν «φτιάχτηκε» ο Έλιοτ; Γεννήθηκε στο βιομηχανικό Σαιν Λούις του Μιζούρι —όλο φάμπρικες, παπουτσιών κυρίως— αλλά από γονιούς παλιάς εγγλέζικης φύτρας, εκλεκτής και περήφανης γι’ αυτό. Η μάνα ήταν —παρά τα εφτά παιδιά που ’χε να μεγαλώσει— και… συγγραφέας: το δράμα της «Σαβοναρόλα» εκδόθηκε το 1926 από τον ένδοξο γιο της!


Περιβάλλον, λοιπόν, που επέτρεπε ανάπτυξη. Κάπου 10 χρόνια σπουδές: Χάρβαρντ, Σορβόννη, πάλι Χάρβαρντ, Μάρμπουργκ (Γερμανία), ως την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου. Φιλοσοφία, φιλολογία, γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά. Θα γνωρίσει τον Αμερικανό ουμανιστή Άιρβινγκ Μπάμπιτ. Τον Μπεργκσόν. Τον Αλαίν Φουρνιέ και τον Ζακ Ριβιέρ. Στο Λονδίνο, όπου εγκαθίσταται από το 1914, θα γνωρίσει και τον Έζρα Πάουντ. Θα διαβάσει τους μεγάλους κλασικούς στο πρωτότυπο.

Θα γνωρίσει, όμως, και τη ζωή. Σαν δάσκαλος στο Χαϊγκέητ. Σαν υπάλληλος της τράπεζας «Λόυντ». Σαν εκδότης περιοδικών: το «Κριτήριό» του θα δεσπόσει της αγγλοσαξωνικής πνευματικής κίνησης όλο το Μεσοπόλεμο (1922-1939). Σαν διευθυντής του εκδοτικού οίκου Faber & Faber επί 40 ολόκληρα χρόνια, τέλος.

Και τα δυο «μεγάλα γεγονότα» της ζωής του: κοντά 40 ετών θα διαλέξει τη βρετανική υπηκοότητα και θα ασπαστεί τον αγγλο-καθολικισμό (1927).


Γράφει ποιήματα από το 1905. Δημοσιεύει από το 1909. Συλλογές: «Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις» (1917), «Ποιήματα» (1920), με επικεφαλής το σημαντικό «Γερόντιον», που προϊδεάζει για τη μορφική και θεματική επανάσταση που θ’ ακολουθήσει με την «Έρημη Χώρα» (1922), αυτή τη «συμφωνία σε 5 μέρη» που θα καταστήσει τον Έλιοτ παγκόσμια γνωστό. (Είναι η χρονιά πoυ κυκλοφορεί ο «Οδυσσέας» του Τζέημς Τζόυς κι έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι επαναστατικοί στίχοι του Έζρα Πάουντ. Για μας είναι η χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής…)

Με την «Έρημη Χώρα», σύνθεση μόλις 403 στίχων (και ολίγων σημειώσεων), αυτός, ο Αμερικανός πουριτανός, ο κλασικός, ο συντηρητικός ως το κόκαλο, αποδείχνεται, κατά μια παράξενη διαλεκτική διαστροφή, ο πιο επαναστάτης στη μορφή κι ο πιο μηδενιστής στην ουσία. Διαλύει τη σύνταξη, εισάγει στην αρτηριο-σκληρωμένη αγγλόφωνη ποίηση τον «ασυνεχή λόγο» του Ζυλ Λαφόργκ και κηρύσσει μια «ειδωλολατρία του παρελθόντος, σε σύγκριση με το θλιβερό παρόν και το άπελπι μέλλον». Οι «Κούφιοι Άνθρωποι» (1925) δε θα ’ναι λιγότερο αδιέξοδοι…

Με την «Τετάρτη των Τεφρών» και τη «Μαρίνα» (1930) ο Έλιοτ θα καταβυθιστεί στα θρησκευτικά του, θα εισέλθει «στην προσωπική του Κόλαση». Θα χρησιμοποιήσει την ποίησή του «σαν εξομολογητήριο», θα γράψει κριτικός του. Τέλος, το έργο του θα ολοκληρωθεί με τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» (1943), για πολλούς το αληθινό αριστούργημά του· για ορισμένους, τη μεγαλύτερη ποιητική σύλληψη του αιώνα μας.


Παράλληλα, ο Έλιοτ θα γράψει απειρία (σ.σ. μεγάλο πλήθος) ομιλιών, μελετών και δοκιμίων — συνολικά κάπου 500 κείμενα κριτικής σκέψης! Για τους Άγγλους είναι ίσως ο μεγαλύτερος κριτικός μετά τον Κόλριτζ.

Τέλος, θ’ ανανεώσει το αγγλικό ποιητικό θέατρο: «Σουήνυ ο Αγωνιστής» (1932), «Ο Βράχος» (1934), «Φονικό στην Εκκλησιά» (1935), «Οικογενειακή Συγκέντρωση» (1939). Ο ίδιος χαρακτήριζε σαν «κωμωδίες» τα μεταγενέστερα έργα του: «Κοκτέηλ Πάρτυ», «Ο Έμπιστος Υπάλληλος», «Ο Γηραιός Πολιτικός».

Το έργο του Τ. Σ. Έλιοτ θεωρείται γενικά «δύσκολο». Η «σύγχυση» που λέει ο Αυγέρης πως προκαλούν συσσωρευμένες και επάλληλες εικόνες και σύμβολα, και που καλείται ο αναγνώστης να «διαβάσει» με μια δεύτερη σκέψη, πράγματι υπάρχει. Και για την επαρκή κατανόηση χρειάζεται επιστράτευση μιας γενικότερης μορφωτικής μνήμης, διότι αφθονούν οι αναφορές σε ποιητές και πεζογράφους παρόντος και παρελθόντος, που ο Τ. Σ. Ε. ενσωματώνει λέξεις ή φράσεις τους στα ποιήματά του.


Δυο «κλειδιά» υπάρχουν για την ανάγνωση του Ε.:

1. Η ποίησή του είναι μια συνεχής και πολύπλοκη ροή στοχασμών, μια διασταύρωση από μνήμες, όπου οι εμπειρίες μας από το παρελθόν αναμειγνύονται με την εμπειρία μας της στιγμής και την προοπτική του μέλλοντος.

2. Πρέπει να ’χουμε κατά νου το πάθος του Ε. για το χρόνο (όμοιο με κείνο του Προυστ, του Τζόυς, του Φώκνερ). Το «κλειδί» το δίνει ο ίδιος στην αρχή των «Τεσσάρων Κουαρτέτων»:

Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ίσως κι οι δυο παρόντες εις χρόνο μέλλοντα.
Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος εις χρόνο παρελθόντα…

(μτφρ Αρ. Νικολαΐδη)

Είναι ακριβώς ο αφορισμός του Ηράκλειτου που βάζει σαν προμετωπίδα: «Οδός άνω κάτω μία και ωυτή» (σ.σ. ο ανήφορος και ο κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος). Το όλον ένα…

Σ’ αυτό το πλαίσιο:

«Ο ποιητής πρέπει να γίνει όλο και περισσότερο παγκόσμιος, υπαινικτικός, έμμεσος. Για να υποτάξει, στην ανάγκη διαμελίζοντάς την, τη γλώσσα στη βούληση της έκφρασης».