Θα μπορούσε κάποιος είναι πει ότι τα όσα αναφέρει η αγωγή με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο αφηγούνται μια εντυπωσιακή ιστορία «λεηλασίας» των πόρων μιας εταιρείας, με σκοπό τη χρηματοδότηση άλλων σχεδίων, παράλληλα με μια συστηματική προσπάθεια τα ίχνη αυτής της λεηλασίας να εξαφανιστούν. Μια ιστορία που βέβαια είχε ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο πρώτα από όλα σε όσους είχαν επενδύσει σε αυτή την εταιρεία και τώρα με διάφορες αγωγές προσπαθούν να διεκδικήσουν μέρος των απολεσθέντων πόρων τους.
Με αυτή την έννοια, εάν και στον βαθμό που τα στοιχεία αυτά ισχύουν, εγείρεται ένα ευρύτερο θέμα σε σχέση με το είδος του «επιχειρείν» στο οποίο επιδόθηκαν συγκεκριμένες εταιρείες και πρόσωπα.
Εταιρείες και πρόσωπα που έχουν σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα και δημόσια παρουσία και στη χώρα μας, σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής. Εταιρείες και πρόσωπα που λαμβάνουν δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες, σε μια εποχή που οι τελευταίες το τελευταίο που χρειάζονται είναι να βρεθούν αντιμέτωπες με μεγάλες επισφάλειες. Εταιρείες και πρόσωπα που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο κατάσχεσης των περιουσιακών τους στοιχείων, εάν το Δικαστήριο επιδικάσει υπέρ των εναγόντων στο Λουξεμβούργο, την ώρα που συμμετέχουν σε μεγάλες και σημαντικές επιχειρηματικές κοινοπραξίες που έχουν πάρει μέρος σε μεγάλες επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα μας (και που ανοίγει το ενδεχόμενο «εξόδου» από αυτές τις επενδύσεις σε μια προσπάθεια να διασώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία απέναντι σε ενδεχόμενο κατάσχεσης).
Τα ζητήματα αυτά είναι προφανές ότι αποκτούν μια διάσταση δημοσίου συμφέροντος. Το ελληνικό Δημόσιο, το τραπεζικό σύστημα αλλά και ευρύτερα ο κόσμος της επιχειρηματικότητας έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν και ευθύνη να σταθμίσουν όλα τα δεδομένα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που υπάρχουν και παραπέμπουν στο ότι εταιρείες με τις οποίες συναλλάσσονται έχουν εμπλακεί στο εξωτερικό σε εκτεταμένες πρακτικές κακοδιαχείρισης και λογιστικής απάτης και αναπαράγουν μια ιδιαίτερα αρνητική επιχειρηματική «κουλτούρα». Γιατί, όπως και να το δει κανείς, η οικονομία μπορεί να είναι ελεύθερη, όμως δεν είναι χωρίς κανόνες.