Διεθνής μελέτη αποδεικνύει για πρώτη φορά ότι η δίαιτα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέεται με την παιδική παχυσαρκία.
Η δίαιτα μπορεί να επηρεάσει το DNA του εμβρύου, αυξάνοντας αργότερα τον κίνδυνο εκδήλωσης παχυσαρκίας, καρδιακών παθήσεων ή διαβήτη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Diabetes.
«Πρόκειται για μία σημαντική ανακάλυψη διότι για πρώτη φορά διαθέτουμε στοιχεία για να επεξεργαστούμε το θέμα της διατροφής της μέλλουσας μητέρας», τονίζει ο καθηγητής Πίτερ Γκλούκμαν του Ινστιτούτου Λίγγινς του Πανεπιστημίου του Οκλαντ και συμπληρώνει ότι «η διατροφή μπορεί να διαφοροποιείται ελαφρά από μητέρα σε μητέρα, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στη διαχείριση της ‘επιδημίας’ της παχυσαρκίας».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες της Βρετανίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Σιγκαπούρης και δείχνει ότι οι διατροφικές συνήθειες της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επηρεάζουν το DNA του κυοφορούμενου εμβρύου της μέσω μίας διαδικασίας που ονομάζεται επιγενετική μεταβολή.
Τα παιδιά με υψηλό βαθμό επιγενετικής μεταβολής διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν μεταβολισμό που «εγκλωβίζει τα λίπη» και να εξελιχθούν σε παχύσαρκα άτομα, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Αυτά τα παιδιά ζυγίζουν τρία κιλά περισσότερα από τα συνομηλικά τους όταν διανύνουν τον έκτο έως και ένατο χρόνο της ζωής τους, σύμφωνα με τον Δρ Γκλούκμαν.
«Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό επιπλέον βάρος για την ηλικία αυτή», πρόσθεσε υπογραμμίζοντας ότι το περιττό λίπος είναι πολύ πιθανόν να διατηρηθεί κατά την ενήλικη ζωή, αυξάνοντας τον κίνδυνο για την εμφάνιση διαβήτη και καρδιακών νόσων.
Η μελέτη εστίασε στον ομφάλιο λώρο 300 εμβρύων για τη μέτρηση του επιπέδου της επιγενετικής μεταβολής και στη συνέχεια εξετάστηκε εάν αυτό έχει σχέση με το βάρος των παιδιών στην ηλικία μεταξύ 6 και 9 ετών.
«Η σύνδεση ήταν εξαιρετικά ισχυρή, σε τέτοιο βαθμό, που στην αρχή δεν το πιστεύαμε. Λοιπόν επαναλάβαμε πάλι και πάλι τις εργαστηριακές μελέτες», εξήγησε ο Δρ Γκλούκμαν.
Ο ίδιος τονίζει ότι το επίπεδο επιγενετικής μεταβολής είναι πιθανόν συνδεδεμένο με μία διατροφή φτωχή σε υδατάνθρακες κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της κύησης, αλλά είναι πρόωρο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.
Ο ερευνητής σημειώνει ότι η μία από τις θεωρίες υποστηρίζει ότι το έμβρυο, καθώς δέχεται μικρές ποσότητες υδατανθράκων -που παρέχουν ενέργεια- θεωρεί ότι θα γεννηθεί σε ένα παρόμοιο περιβάλλον και να προσαρμόζει αναλόγως τον μεταβολισμό του. Δηλαδή, αποθηκεύει περισσότερο λίπος, που μπορεί να επιστρατευθεί για να παράσχει ενέργεια όταν θα λείψει η τροφή.