Νέα Υόρκη: Ο χυμός από τον καρπό της ψευτοδάφνης (είδος θαμνώδους μουριάς) έχει ήδη αποδειχθεί ότι συμβάλλει στη θεραπεία των βακτηριακών λοιμώξεων της ουροδόχου κύστης, αλλά σύμφωνα με νέα ερευνητικά στοιχεία δρα και κατά των ιών που προσβάλλουν το γαστρεντερικό σύστημα, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Νέα Υόρκη: Ο χυμός από τον καρπό της ψευτοδάφνης (είδος θαμνώδους μουριάς) έχει ήδη αποδειχθεί ότι συμβάλλει στη θεραπεία των βακτηριακών λοιμώξεων της ουροδόχου κύστης, αλλά σύμφωνα με νέα ερευνητικά στοιχεία δρα και κατά των ιών που προσβάλλουν το γαστρεντερικό σύστημα, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Ερευνητική ομάδα του Κολεγίου St Francis και της Ιατρικής Σχολής Mount Sinai της Νέας Υόρκης με επικεφαλής τον Δρ Στήβεν Λίπσον επικεντρώθηκε σε έναν εντεροϊό που προσβάλλει τους πιθήκους, τον SA-11 και αρκετούς παρόμοιους ιούς, τους ρεοϊούς, που προσβάλλουν τις κατσίκες. Αφού οι ιοί εκτέθηκαν στον χυμό του καρπού της ψευτοδάφνης διαπιστώθηκε δεν ήταν ικανοί να επιμολύνουν τα κύτταρα του εντέρου.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος χυμός ίσως καταστρέφει ή τροποποιεί τους υποδοχείς των κυττάρων ξενιστών, όπου συνήθως προσδένονται οι ιοί. Εναλλακτικά, ίσως καταστρέφει τον μηχανισμό δεξαμενοποίησης της πρωτεΐνης του ιού.
Όπως εξηγεί ο Δρ Λιπσον «ο χυμός του καρπού της ψευτοδάφνης φαίνεται να επιδρά με κάποιο τρόπο στον κύκλο αναδιπλασιασμού του ιού σε πρώιμο στάδιο, ώστε να αποτυγχάνει να εισχωρήσει στο κύτταρο ξενιστή. Το κλειδί του μυστηρίου μπορεί να βρίσκεται στα φλαβονοειδή και τις ταννίνες, χημικές ουσίες που έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν ότι έχουν αντιβακτηριακή δράση. Ωστόσο απαιτείται περαιτέρω έρευνα προκειμένου να καθορίσουμε αν η κατανάλωση χυμού από τον καρπό της ψευτοδάφνης επαρκεί για τη μείωση του κινδύνου των γαστρεντερικών λοιμώξεων».