Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025
weather-icon 21o
Διαθλαστικές ανωμαλίες: ποιές είναι και πως διορθώνονται

Διαθλαστικές ανωμαλίες: ποιές είναι και πως διορθώνονται

Οι διαθλαστικές ανωμαλίες αποτελούν τη συχνότερη αιτία για την οποία κάποιος αναγκάζεται να επισκεφθεί τον οφθαλμίατρο. Ο όρος περιλαμβάνει τρία αρκετά γνωστά νοσήματα: τη μυωπία, την υπερμετρωπία και τον αστιγματισμό. Χρήσιμο είναι να γνωρίζει κανείς μερικά βασικά στοιχεία για την αιτιολογία, τα συμπτώματα και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.

Οι διαθλαστικές ανωμαλίες αποτελούν τη συχνότερη αιτία για την οποία κάποιος αναγκάζεται να επισκεφθεί τον οφθαλμίατρο. Ο όρος περιλαμβάνει τρία αρκετά γνωστά νοσήματα: τη μυωπία, την υπερμετρωπία και τον αστιγματισμό. Χρήσιμο είναι να γνωρίζει κανείς μερικά βασικά στοιχεία για την αιτιολογία, τα συμπτώματα και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.

Η διάθλαση των φωτεινών ακτινών είναι το φυσικό φαινόμενο πάνω στο οποίο στηρίζεται η κατασκευή του οφθαλμού με σκοπό το σχηματισμό του ειδώλου των ορατών αντικειμένων πάνω στον αμφιβληστροειδή και την επίτευξη έτσι ευκρινούς οράσεως (εμμετρωπία). Όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε μιλάμε για διαθλαστικές ανωμαλίες οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την ελάττωση της οπτικής οξύτητας.

Σε έναν ασθενή με διαθλαστική ανωμαλία (αλλιώς ονομαζόμενη και αμετρωπία), το είδωλο του ορατού αντικειμένου δεν σχηματίζεται ακριβώς πάνω στον αμφιβληστροειδή αλλά μπροστά ή πίσω απ’ αυτόν με αποτέλεσμα τη μη ευκρινή αντίληψή του.

Όπως θα φανεί παρακάτω, αυτές προκύπτουν κατά κύριο λόγο από ανατομικές ατέλειες στην κατασκευή του οφθαλμού και σπανιότερα από κάποιες παθολογικές καταστάσεις του οργανισμού. Η αιτία πίσω απ’ αυτές είναι λοιπόν γενετική και λίγο έχει να κάνει με συμπεριφορές που υιοθετεί το άτομο στην καθημερινή του ζωή. Με άλλα λόγια το μέγεθος που θα φτάσει π.χ. η μυωπία είναι γενετικά προκαθορισμένο και δεν πρόκειται να επηρεαστεί από το αν ο ασθενής φοράει ή όχι τα γυαλιά ή τους φακούς επαφής του. Συνήθως η σταθεροποίηση αυτών των μεγεθών επέρχεται με την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού κατά την ενήλικο ζωή.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τι συμβαίνει σε καθεμιά από αυτές τις καταστάσεις:

Στη μυωπία, το είδωλο σχηματίζεται πιο μπροστά από τον αμφιβληστροειδή. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην υπερβολική κυρτότητα της πρόσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς είτε στο μεγάλο αξονικό μήκος του οφθαλμού είτε σε έναν συνδυασμό και των δύο παραγόντων. Αποτέλεσμα αυτής είναι η θόλωση της όρασης σε μεγάλες αποστάσεις.

Στην υπερμετρωπία, το είδωλο σχηματίζεται σε ένα θεωρητικό σημείο πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Συνήθως οφείλεται στο μικρό αξονικό μήκος του οφθαλμού, κατάσταση που θεωρείται φυσιολογική κατά τη γέννηση (όλοι δηλαδή γεννιόμαστε υπερμέτρωπες) μέχρι το σημείο περίπου των δύο διοπτριών (ή βαθμών στην καθομιλουμένη). Μέχρι την ηλικία των πέντε ετών οι διαστάσεις του βολβού αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς έτσι ώστε προσεγγίζουν αυτές ενός ενηλίκου και η υπερμετρωπία διορθώνεται όλη ή κατά ένα μέρος. Ο υπερμέτρωπας βιώνει θόλωση της όρασης σε μακρινές αλλά και κοντινές αποστάσεις.

Στον αστιγματισμό, η κυρτότητα της πρόσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την έκτασή του με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εστίαση όλων των ακτινών σ’ ένα σημείο πάνω στον αμφιβληστροειδή. Αυτή η ανωμαλία μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη (π.χ μετά από τραυματισμό). Ο αστιγματισμός συνήθως δεν εξελίσσεται αλλά παραμένει όσος ήταν από την αρχή της εκδήλωσής του. Στα πλαίσια της μείωσης της οπτικής οξύτητας και λόγω της παραμόρφωσης του ειδώλου, ο ασθενής μπορεί να βλέπει τους κύκλους σαν ελλείψεις και τα φωτεινά σημεία να έχουν ουρά.

Ο οφθαλμός προσπαθεί σε κάθε περίπτωση, ενεργοποιώντας το μηχανισμό της προσαρμογής να φέρει το είδωλο ει δυνατόν επάνω στον αμφιβληστροειδή. Με τον όρο προσαρμογή εννοούμε την ικανότητα του οφθαλμού να αυξάνει τη διαθλαστική του ισχύ έτσι ώστε να επιτυγχάνει την ευκρινή απεικόνιση των κοντινών του αντικειμένων, δηλαδή αυτών που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των πέντε μέτρων. Ο μηχανισμός έχει σχέση με την κυρτότητα της πρόσθιας κυρίως, αλλά και της οπίσθιας, επιφάνειας του φακού που μπορεί να μεταβληθεί εντός κάποιων ορίων με τη βοήθεια του ακτινωτού μυός ο οποίος περιβάλλει το φακό.

Η συνεχής προσπάθεια ενός ασθενούς με μια διαθλαστική ανωμαλία να δει καθαρά σε κοντινή απόσταση, όπως κατά τη διάρκεια του διαβάσματος, μπορεί να οδηγήσει το μηχανισμό της προσαρμογής σε κόπωση και να εμφανιστεί μια κατάσταση που ονομάζεται κοπιωπία. Τα συμπτώματα που νοιώθει τότε ο ασθενής είναι αίσθημα βάρους στα μάτια, πονοκέφαλος ή ακόμα και ζάλη.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, αντίθετα με ότι ίσως θα περίμενε κανείς, πιο εύκολα θα εμφανίσει αυτά τα συμπτώματα όποιος πάσχει από μικρότερου βαθμού αστιγματισμό. Αυτό συμβαίνει διότι, σε περιπτώσεις έντονων διαθλαστικών ανωμαλιών, η ενεργοποίηση του μηχανισμού της προσαρμογής δεν φτάνει για να τις αντιρροπήσει με αποτέλεσμα το μάτι να παραιτείται της προσπάθειας, με τίμημα βέβαια τη θαμπή όραση.

Σε μερικά ιδιαίτερα αγχώδη ή νευρικά άτομα είναι δυνατόν να παρατηρηθεί σπασμός του παραπάνω μηχανισμού με αποτέλεσμα παροδική θόλωση της μακρινής όρασης, ενώ, αντίθετα, μετά από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοολούχων ποτών μπορεί να παρατηρηθεί παράλυσή του και αδυναμία ευκρινούς κοντινής όρασης.

Μακροχρόνια, η μυωπία, κυρίως η υψηλόβαθμη, ενοχοποιείται για την πρόκληση εκφυλιστικών αλλοιώσεων στο οπίσθιο ημιμόριο του οφθαλμού με διάφορες μορφές. Η υπερμετρωπία έχει συνδυαστεί με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ενός τύπου γλαυκώματος.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τη μεγάλη σημασία που έχει η έγκαιρη ανίχνευση και διόρθωση οποιασδήποτε διαθλαστικής ανωμαλίας μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Μέχρι τότε το μάτι συνεχίζει να διαπλάθεται. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της διαθλαστικής ικανότητας μεταξύ των δύο οφθαλμών, μια κατάσταση που ονομάζεται ανισομετρωπία, μπορεί να οδηγήσει στη συνεχή αγνόηση των ερεθισμάτων που ο εγκέφαλος λαμβάνει από το ‘χειρότερο’ μάτι με μόνιμες συνέπειες στην οπτική οξύτητά του (αμβλυωπία). Γι’ αυτό είναι απαραίτητος ένας οφθαλμολογικός έλεγχος μέχρι την ηλικία των δύο ετών. Αυτός γίνεται με ειδικά μηχανήματα που διαθέτουν οι περισσότεροι ειδικοί τα οποία τους επιτρέπουν μια καλή εκτίμηση της οπτικής οξύτητας ανεξάρτητα από το βαθμό συνεργασίας του παιδιού.

Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση αυτής της κατηγορίας νοσημάτων χωρίζονται σε συντηρητικούς και σε χειρουργικούς.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η χρήση φακών είτε αυτοί βρίσκονται προσαρμοσμένοι σε ένα σκελετό και βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το μάτι είτε έρχονται σε άμεση επαφή μ’ αυτό.

Οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η κατασκευή τους είναι οι ίδιες: χρησιμοποιούμε αποκλίνοντες σφαιρικούς φακούς στη μυωπία, συγκλίνοντες στην υπερμετρωπία και κυλινδρικούς στον αστιγματισμό.

Η πιο απλή και ανώδυνη λύση είναι να φορέσει κανείς ένα ζευγάρι γυαλιά. Είναι πανεύκολα στη χρήση τους και προσφέρονται σε μια μεγάλη ποικιλία σχεδίων για κάθε γούστο αλλά και…πορτοφόλι! Βασική αρχή είναι βέβαια η αγορά τους μόνο από πιστοποιημένα καταστήματα οπτικών.

Παρουσιάζουν όμως και κάποια μειονεκτήματα σε σχέση με τους φακούς επαφής που είναι η χειρότερη περιφερική όραση (μικρότερο οπτικό πεδίο), η εμφάνιση πρισματικών σφαλμάτων και η μεγαλύτερη ανισοεικονία σε υψηλού βαθμού αμετρωπίες.

Εδώ θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι η προβολή των ειδώλων των ορατών αντικειμένων επί του αμφιβληστροειδούς με τη χρήση φακών έχει ως αποτέλεσμα τη σμίκρυνση (στη μυωπία) ή τη μεγέθυνσή τους (στην υπερμετρωπία) σε βαθμό ανάλογο με τη διαθλαστική ισχύ του φακού. Αν η διαφορά της αμετρωπίας μεταξύ τω δύο οφθαλμών (ένα μέγεθος που ονομάζεται ανισομετρωπία) είναι μεγαλύτερη από δύο βαθμούς, τότε ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να συνθέσει μία εικόνα από δύο ίδια μεν αλλά διαφορετικού μεγέθους αντικείμενα. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται συμπτώματα κοπιωπίας όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.

Σ’ αυτή την περίπτωση ο οφθαλμίατρος αναγκάζεται να υποδιορθώσει την αμετρωπία ή να συστήσει τη χρήση φακών επαφής. Οι τελευταίοι υπερτερούν από τα ματογυάλια στους παραπάνω τομείς, είναι πιο εύχρηστοι σε συνθήκες βροχής ή ομίχλης, ενώ όσον αφορά την αισθητική το ζήτημα είναι υποκειμενικό.

Έχουν και αυτοί κάποια μειονεκτήματα με κυριότερο τη δυσκολία εφαρμογής τουλάχιστον στις αρχές, την ανάγκη για προσεκτική αποστείρωση και συντήρηση, τον κίνδυνο απώλειας, το αυξημένο κόστος σε σχέση με τα γυαλιά ενώ μπορεί να προκαλέσουν από απλό ερεθισμό του οφθαλμού και αλλεργίες στα υγρά καθαρισμού μέχρι και σοβαρές μολύνσεις του κερατοειδούς σε σπάνιες περιπτώσεις.

Η χρήση τους αντενδείκνυται σε άτομα με ανατομικές ανωμαλίες των βλεφάρων, με προδιάθεση για συχνές φλεγμονές των εξωτερικών τμημάτων του οφθαλμού, με ιστορικό αλλεργίας ή ξηροφθαλμία καθώς και σε αυτούς που κινούνται σε περιβάλλοντα με υπερβολική σκόνη ή καπνό. Οι φακοί επαφής δυσχεραίνουν την οξυγόνωση του κερατοειδούς με την άμεση επαφή του με τον ατμοσφαιρικό αέρα, ανάλογα βέβαια και με την κατηγορία όπου ανήκουν (μαλακοί, σκληροί).

Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί λόγοι για να καταφύγει κανείς στη διαθλαστική χειρουργική, που στις μέρες μας γίνεται συνήθως με τη χρήση ακτινών LASER.

Η πιο σύγχρονη διαδεδομένη τεχνική ονομάζεται ενδοστρωματική κερατοσμίλευση και είναι παγκοσμίως γνωστή με τα αρχικά LASIK. Συνοπτικά, ο οφθαλμίατρος, αφού κόψει μία ‘φέτα’ από την επιφανειακή στοιβάδα του κερατοειδούς, επεμβαίνει στο εσωτερικό του αφαιρώντας με τη χρήση της ακτινοβολίας την ενδεδειγμένη ποσότητα ιστού. Κατόπιν το άνοιγμα κλείνει και ο ασθενής βλέπει την όρασή του να αποκαθίσταται μέσα σε 24 ώρες χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία. Η διάρκεια της επέμβασης δεν ξεπερνά τα δέκα λεπτά, έχει προηγηθεί όμως αναλυτικός κλινικοεργαστηριακός έλεγχος.

Η εφαρμογή αυτής της τεχνικής έχει κάποια όρια τα οποία τείνουν να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τη διεθνή εμπειρία. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για μια καινούρια σχετικά τεχνική για την οποία νέα δεδομένα προκύπτουν καθημερινά Ενδεικτικά αναφέρουμε τους επτά βαθμούς για τη μυωπία και τους πέντε για την υπερμετρωπία και τον αστιγματισμό, αν και στο παρελθόν είχαν χειρουργηθεί με επιτυχία ασθενείς με μεγαλύτερες αμετρωπίες.

Aλλες τεχνικές που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία είναι η τοποθέτηση ενδοκερατοειδικών δακτυλίων για τον αστιγματισμό και ο συνδυασμός LASIK και τοποθέτησης τεχνητού ενδοφακού σε μεγάλου βαθμού αμετρωπίες. Φυσικά, εφαρμόζονται ακόμα και οι παλαιότερες τεχνικές χωρίς τη χρήση LASER, μόνες τους ή σε συνδυασμό με τις νέες, όπου αυτό απαιτείται.

Η χειρουργική θεραπεία δεν είναι πανάκεια και δεν θα πρέπει να αποφασίζεται ‘ελαφρά τη καρδία’ και μόνο για αισθητικούς λόγους, ακόμη και απ’ όσους δεν προβληματίζονται με το πάντα υπολογίσιμο κόστος της. Κάθε είδος επέμβασης έχει ενδείξεις, αντενδείξεις και επιπλοκές, οι πιο σπάνιες από τις οποίες μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της όρασης.

Η άγνοια και η αμέλεια για την αποκατάσταση μιας αμετρωπίας υποβιβάζει ανεπίτρεπτα την ποιότητα ζωής του ατόμου. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί στον τομέα της θεραπείας των διαθλαστικών ανωμαλιών δίνει πλέον πολλές επιλογές στον οφθαλμίατρο αλλά και στον ασθενή για την πλήρη ουσιαστικά διόρθωσή τους. Η υπεύθυνη ενημέρωση γύρω από το θέμα και η γνώμη ενός ειδικού θα σας επιτρέψουν ‘να δείτε τον κόσμο με άλλα μάτια’ με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.

health.in.gr

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025
Απόρρητο