Από μια εξαίρετη κριτική ανάλυση του Βάσου Βαρίκα, κρυμμένη μέσα στο απέραντο, υπεραιωνόβιο Ιστορικό Αρχείο του Οργανισμού μας, είχαμε αντλήσει πολύτιμο υλικό για ένα παλαιότερο άρθρο μας (είχε δημοσιευτεί στις 27 Νοεμβρίου 2023) αφιερωμένο στη μνήμη του πεζογράφου Στέλιου Ξεφλούδα.


Σε μια αντίστοιχης διεισδυτικότητας ανάλυση του σπουδαίου κριτικού και δημοσιογράφου Βαρίκα προσφεύγουμε και σήμερα, θέλοντας να αναδείξουμε, άλλη μια φορά, την αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία του Ξεφλούδα (πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του μπορείτε να βρείτε στο άρθρο του 2023), ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από 41 χρόνια, στις 27 Νοεμβρίου 1984.


Ιδού, λοιπόν, όσα έγραφε ο Βαρίκας για το πεζογράφημα του Ξεφλούδα υπό τον τίτλο «Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη», στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 1957:


Ο κ. Στέλιος Ξεφλούδας, που διεμόρφωσε την προσωπικότητά του ως πεζογράφος μέσα στα χρόνια του Μεσοπολέμου, έχει καθορίσει, και πρακτικά με τα ως τώρα έργα του αλλά και θεωρητικά με μια μελέτη του για το σύγχρονο μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε πριν δυο-τρία χρόνια, τις αντιλήψεις του για την τέχνη αλλά και τις ιδιαίτερες προσωπικές του επιδιώξεις. Με το νέο του πεζογράφημα «Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη», που εξέδωσε τελευταία ο «Δίφρος», έρχεται απλώς να τις επιβεβαιώσει. Να τις συζητήσουμε διεξοδικά θα μας πήγαινε πολύ μακρυά. Δεν είναι άλλωστε το θεωρητικό «πιστεύω» ενός δημιουργού εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο στο έργο του. […] Όσο κι’ αν έχει δίκιο ο κ. Ξεφλούδας όταν υποστηρίζει ότι «η εποχή μας έχει περισσότερο το πάθος της διανόησης παρά το συναισθηματικό αυθορμητισμό» (και αυτό μεταφερμένο στην περιοχή της τέχνης εξηγεί ίσως και την κρίση που λέμε ότι περνάει η δημιουργική λογοτεχνία), δεν υπάρχει εν τούτοις αμφιβολία ότι ο τελευταίος αυτός είναι κείνο που δίνει τη σφραγίδα της αυθεντικότητας στο λογοτέχνημα. Γι’ αυτό ακριβώς και οι θεωρητικές αντιλήψεις ενός συγγραφέα δε βαρύνουν παρά ελάχιστα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.11.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τον μεταπολεμικόν άνθρωπο έχει για στόχο του ο κ. Ξεφλούδας στο νέο του πεζογράφημα. Έτσι, από κάποια άποψη ο «Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη» θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος συνέχεια του προηγουμένου μυθιστορήματός του «Οι άνθρωποι του μύθου». Στο τελευταίο αυτό ο συγγραφέας επεζήτησε να επισύρει την προσοχή μας και να μας αποκαλύψει τα καθέκαστα της ψυχολογίας του πολεμιστή. Του ανθρώπου, δηλαδή, που βρίσκεται αντιμέτωπος και ζει άμεσα το γεγονός του πολέμου. Στο νέο του πεζογράφημα βλέπουμε τον ήρωά του, που και στις δυο περιπτώσεις παραμένει ο ίδιος ο εαυτός του, να έχει επιστρέψει από τον πόλεμο απαλλαγμένος από τις ψευδαισθήσεις, που όλοι μας, ποιος λίγο ποιος πολύ, είχαμε δημιουργήσει σχετικά με το ευτυχέστερο μέλλον που προετοίμαζε για τον άνθρωπο ο τερματισμός του, αλλά και παράλληλα να έχει απόλυτα συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο της εποχής μας. Ολόκληρο το βιβλίο, με τη μορφή εξομολόγησης που του έχει δώσει ο συγγραφέας του, γύρω στο καίριο τούτο ζήτημα περιστρέφεται. Μνήμες από το παρελθόν, ψυχολογικά στιγμιότυπα και διαπιστώσεις από το σήμερα, και όνειρα για το μέλλον συμπλέκονται και διαδέχονται το ένα το άλλο με μόνη επιδίωξη πληρέστερα να συνειδητοποιηθεί το χάος και η χωρίς Ιθάκη οδύσσεια μέσα στην οποία παραδέρνει ο σύγχρονος άνθρωπος.


Και ασφαλώς όχι μονάχα ο σύγχρονος. Γιατί για τον συγγραφέα της «Εσωτερικής συμφωνίας» η εικόνα του εαυτού μας δεν είναι παρά το είδωλο του αιώνιου ανθρώπου. Η δική μας περιπέτεια είναι μια περιπέτεια διαφορετική, ίσως, στα εξωτερικά καθέκαστα, αλλά πανομοιότυπη στην ουσία της με την περιπέτεια που έζησαν όσες γενεές προηγήθηκαν και κείνες που πρόκειται να μας διαδεχθούν σ’ αυτόν εδώ τον πλανήτη. Ο Οδυσσέας, επιστρέφοντας νικητής από την Τροία, θα μας ειπεί, δεν αισθάνθηκε λιγότερη απογοήτευση από τον πολεμιστή που επέζησε του τελευταίου πολέμου. Ανελέητη η ανθρώπινη μοίρα, μας βασανίζει όλους το ίδιο καταθλιπτικά: «Τίποτε», θα μας ειπεί ο συγγραφέας, «δεν άλλαξε από τη μακρυνή εκείνη εποχή… Ο Κόσμος εξακολουθεί να είναι ο ίδιος, οι άνθρωποι τρέχουν λαχανιασμένοι στους δρόμους, κοιμούνται και ξυπνούν μέσα στην ίδια αγωνία, κυνηγούν σαν τρελλοί τη ζωή, που όλο φεύγει. Φθορά του σώματος και φθορά της ψυχής. Και αυτό επαναλαμβάνεται μέρα και νύκτα χωρίς διακοπή. Ο θάνατος είναι το τέλος της μονότονης αυτής επανάληψης, η μόνη στιγμή γαλήνης στη ζωή τους».


Ο Ξεφλούδας (όρθιος στα αριστερά της εικόνας, δίπλα στον Γιώργο Θεοτοκά) μαζί με άλλους εκλεκτούς λογοτέχνες

Στο βάθος του αιώνιου αυτού δράματος, που μονάχα οι στιγμιαίες αποδράσεις προς το όνειρο το διακόπτουν, θα συναντήσουμε τη μόνωση του ατόμου: «Είμαστε τόσο μόνοι, τόσο δυστυχισμένοι πάνω στη Γη, που είναι απέραντη και όμως δε μας χωράει, ζούμε τόσο πολύ χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο, ενώ εκμηδενίσαμε τις αποστάσεις και τα διαστήματα. Πεθαίνουμε και είμαστε μόνοι μέσα στο θάνατό μας. Μόνοι, χωρισμένοι μεταξύ μας, αιώνες τώρα κάτω από τον ίδιον ουρανό». Κι αλλού: «Τρέχουμε χωρίς διακοπή, άγνωστοι μεταξύ μας προς ένα άγνωστο πλανιόμαστε μόνοι, χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο, δίχως πίστη, δίχως ελπίδα μέσα στο ίδιο πάντα αδιέξοδο. Πεθαίνουμε και δεν έχουμε γνωρίσει την ευτυχία. Η δυστυχία είναι μια αρρώστια ενδημική. Πάνω στο χάρτη του Κόσμου όλο μαύρες περιοχές όπου περισσεύει ο τρόμος και η ένδεια. Ξεχάσαμε ότι είμαστε ένα μέρος του άλλου ανθρώπου, ο άνθρωπος που επαναλαμβάνεται σε εκατομμύρια ομοιώματα του εαυτού του».


Ο Ξεφλούδας (μεταξύ των ορθίων, δεύτερος εκ δεξιών) στην εμβληματική φωτογραφία της Γενιάς του ’30

Έδωσα δυσανάλογη, ίσως, έκταση στην προβολή των ιδεών των όχι και εξαιρετικά πρωτότυπων άλλωστε, όπως θα ομολογήσετε, φαντάζουμαι, μαζί μου, του κ. Ξεφλούδα όχι μονάχα για να ενημερωθεί ο αναγνώστης για τη στάση του συγγραφέα στα προβλήματα που ανακινεί το πεζογράφημα, αλλά και γιατί νομίζω ότι η αυτούσια παράθεση αποσπασμάτων θα του επιτρέψει να σχηματίσει ασφαλέστερην αντίληψη για τη μορφή του «Οδυσσέα χωρίς Ιθάκη». Εξομολογητικός ο τόνος του βιβλίου, αλλά η εξομολόγηση εντοπίζεται κυρίως στο ιδεολογικό «πιστεύω» του συγγραφέα. Το βάρος που ο ίδιος δίνει στην ανάπτυξη των ιδεών του (οι ιστορίες που μας διηγείται έχεις την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν παρά μονάχα για να του προσφέρουν την αφορμή μιας ευρύτερης ανάπτυξης και «τεκμηρίωσής» τους) μας κάνει να βλέπουμε το βιβλίο περισσότερο σαν δοκίμιο και λιγότερο σαν πεζογράφημα δημιουργικής φαντασίας. Ξέρω ότι ο Μεσοπόλεμος, που, όπως και στην αρχή το σημείωσα, διεμόρφωσε αισθητικά τον κ. Ξεφλούδα, ζήτησε ανάμεσα στ’ άλλα να νομιμοποιήσει και τη σύγχυση ειδών και τεχνών. Εδώ όμως ο εσωτερικός μονόλογος δεν χρησιμοποιείται πια για να μας αποκαλύψει αδιόρατες και μυστικές πτυχές της ψυχολογίας του ατόμου, που όσο κι’ αν κατέληγαν σε φωτογραφική αναπαράσταση του εσωτερικού τοπίου (νατουραλισμός από την ανάποδη) δεν έπαυαν να μας προκαλούν το ενδιαφέρον, αλλά για την ανάπτυξη ιδεών, που διαφορετικά διατυπωμένες και πληρέστερες και πειστικότερες θα εμφανίζονταν. Είναι, ίσως, αυτός ο λόγος που στον «Οδυσσέα χωρίς Ιθάκη» συναντάμε και εκτιμάμε τη γυμνασμένη σκέψη ενός καλλιεργημένου διανοητή, ενώ την παρουσία του δημιουργού πεζογράφου απλώς την υποπτευόμαστε.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο κύκλος του πρωτοποριακού μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες» (ο Ξεφλούδας δεύτερος εκ δεξιών μεταξύ των ορθίων).