«Πάντα υπάρχουν καλοθελητές» λέει η κόρη του Μικ Μένεϊ, του Ιρλανδού εργάτη που θέλησε (μάταια) να ξεφύγει από τη φτώχεια με κάθε τίμημα.

Ο άφραγκος μετανάστης από την Ιρλανδία Μένεϊ αποφάσισε να θαφτεί ζωντανός κάτω από την καρδιά της ιρλανδικής κοινότητας του Λονδίνου, με στόχο να καταρρίψει κάθε ρεκόρ αντοχής.

Ενας από τους εργάτες που έσκαβε λαγούμια στο Λονδίνο, ο Μένεϊ αποφάσισε να γίνει «ο καλύτερος που υπήρξε ποτέ» σε ένα μακάβριο σπορ: την πρόωρη ταφή.

Ο Μικ Μένεϊ κατάφερε να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής παραμένοντας μέσα σε ένα φέρετρο για 61 ημέρες, αλλά η δόξα του αποδείχθηκε φευγαλέα και η περιουσία που περίμενε να προκύψει μετά από το κατόρθωμα του, δεν ήρθε ποτέ.

Τώρα ένα νέο ντοκιμαντέρ ρίχνει φως στα έσχατα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και προσπαθεί να ερμηνεύσει την επιθυμία ενός απλού ανθρώπου να γίνει «κάποιος» γιατί αν κάτι ήθελε ο Μένεϊ ήταν να μιλάνε όλοι για αυτόν ως μέλος μιας ιδιότυπης κάστας, αυτής των «καλλιτεχνών της ταφής» που είχε συστηθεί μέσα στα χρόνια από τολμηρούς που ήταν πρόθυμοι να ζήσουν μέσα σε ένα τάφο διεκδικώνας φήμη και χρήμα σε μακάβριους άθλους αντοχής.

Ήταν 1968 και ο Ιρλανδός εργάτης μόλις και μετά βίας έβγαζε τα προς το ζην. Απελπισμένος αλλα και ματαιόδοξος, ο Ιρλανδός εργάτης πίστευε ακράδαντα πως αν έμενε κάτω από τη γη μέσα σε ένα φέρετρο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο κόσμος θα θυμόταν το όνομά του.

Στις 21 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς, φίλοι, υποστηρικτές και τηλεοπτικά συνεργεία ακολούθησαν το φέρετρό του — μήκους 1,9 μέτρων, πλάτους 76 εκατοστών και επενδυμένο με αφρό— σε πομπή στους δρόμους του Κίλμπερν, της καρδιάς της κοινότητας των Ιρλανδών μεταναστών στο Λονδίνο για να γίνουν μάρτυρες στην ταφή του.

Ο Μίνεϊ θάφτηκε ζωντανός σε έναν λάκκο σε ένα εργοτάξιο. Χώμα σκέπασε το φέρετρο, εκτός από έναν σωλήνα για τον αέρα, μέσω του οποίου μπορούσαν να του προμηθεύουν τροφή και υγρά. Ο στόχος του Μένεϊ, για να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ και να διεκδικήσει φήμη και περιουσία, ήταν οι 61 ημέρες.

Αποφασισμένος για όλα

Αυτός ο αξιοσημείωτος άθλος, αλλά και οι οδυνηρές συνέπειές του, αφηγούνται σε ένα ντοκιμαντέρ που θα προβληθεί στον ιρλανδόφωνο τηλεοπτικό σταθμό TG4 στις 26 Νοεμβρίου. Με τίτλο Beo Faoin bhFód (Θαμμένος Ζωντανός), η ταινία συνδυάζει συνεντεύξεις με την οικογένεια και τους φίλους του Μένεϊ με αρχειακό υλικό ενός γεγονότος που απασχόλησε τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης.

«Ο πατέρας μου ήταν ένας περήφανος άνθρωπος από το Τίπεραρι», λέει η κόρη του, Μέρι Μένεϊ, στο ντοκιμαντέρ. «Ήταν ένας ακόμη Ιρλανδός, αυτοί που τώρα αποκαλούνται οι “ξεχασμένοι Ιρλανδοί”, που ήταν εκεί [στο Λονδίνο] και εργάζονταν με αξίνες και φτυάρια, στέλνοντας χρήματα πίσω στις οικογένειές τους. Οι καιροί ήταν δύσκολοι τότε».

Ο Μένεϊ, δυνατός και γεροδεμένος, ήθελε να γίνει πρωταθλητής στην πυγμαχία, αλλά ένας τραυματισμός έβαλε τέλος στο όνειρό του και κατέληξε να σκάβει τούνελ στο Λονδίνο. Όταν ένα ατύχημα τον παγίδεψε για λίγο κάτω από μπάζα, διατήρησε την ψυχραιμία του. Τότε τον κυρίευσε μια νέα φιλοδοξία: να διεκδικήσει το ρεκόρ θαμμένου ζωντανού.

Ζωντανά πτώματα

Η μανία αυτή ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1920 και 4ο περίπου χρόνια μετά, το ανεπίσημο ρεκόρ για τη μεγαλύτερη διάρκεια μιας πρόωρης ταφής ανήκε  στον Τεξανό Μπιλ Γουάιτ.

Ο Γουάιτ, που αυτοαποκαλούνταν «το ζωντανό πτώμα», είχε κάνει καριέρα από τις ζωντανές ταφές του για να προωθεί επιχειρήσεις αυτοκινήτων και άλλες δουλειές, έχοντας αντέξει 55 ημέρες κάτω από τη γη.

Για να σπάσει το νέο ρεκόρ, ο Μένεϊ, σε ηλικία 33 ετών, συνεργάστηκε με τον Μάικλ «Μπάτι» Σαγκρού, έναν καλλιτέχνη τσίρκου που είχε γίνει ιδιοκτήτης παμπ και ιμπρεσάριος στην ιρλανδική κοινότητα του Λονδίνου.

Ο Σαγκρού οργάνωσε μια «αγρυπνία» στην παμπ Admiral Nelson, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Μένεϊ κλείστηκε στο φέρετρο. Ένα φορτηγό μετέφερε το φέρετρο σε έναν χώρο που ανήκε στον εργολάβο Μικ Κιν. Μια καταπακτή, που άνοιγε σε μια κοιλότητα κάτω από το φέρετρο (το οποίο ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο από ένα κανονικό), χρησίμευε ως τουαλέτα.

«Έκανα έναν υπέροχο ύπνο χθες το βράδυ», είπε ο Μένεϊ, μιλώντας από ένα τηλέφωνο που είχε τοποθετηθεί μέσα στο φέρετρο, σε έναν παρουσιαστή ειδήσεων τη δεύτερη ημέρα του.

Επίσης ο Ιρλανδός καθιέρωσε μια ρουτίνα την οποία και μοιράστηκε με τα media. Ξυπνητήρι στις 7:00 π.μ., ασκήσεις άνω και κάτω άκρων, επάλειψη αλοιφής στο σώμα του, φαγητό, και συζήτηση στο τηλέφωνο.

«Ανάσταση»

Η γραμμή συνδεόταν με ένα τηλέφωνο στο Admiral Nelson, όπου ο Σαγκρού χρέωνε τους θαμώνες για κάθε κλήση. Διασημότητες, όπως ο πυγμάχος Χένρι Κούπερ, συνομίλησαν με τον θαμμένο άνδρα, αλλά το ενδιαφέρον ατόνησε καθώς περνούσαν οι εβδομάδες — ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κυριάρχησαν στην επικαιρότητα.

Παρόλα αυτά, ο Σαγκρού συγκέντρωσε χορευτές, μουσικούς και δημοσιογράφους για αυτό που ονομάστηκε «ανάσταση» του Μένεϊ, μετά από 61 ημέρες, στις 22 Απριλίου.

Το φέρετρο ξεθάφτηκε και μεταφέρθηκε πάνω σε ένα φορτηγό, καθώς τα πλήθη επευφημούσαν την επιστροφή. Όταν αφαιρέθηκε το καπάκι, ο Μένεϊ, φορώντας γυαλιά ηλίου και με γένια, χαμογέλασε πλατιά. «Θα ήθελα να συνεχίσω για εκατό μέρες ακόμα», δήλωσε στον Τύπο. «Είμαι ευτυχισμένος που είμαι ο πρωταθλητής του κόσμου».

Η προδοσία

Βέβαια η περιουσία που περίμενε να έρθει μετά τον άθλο κάτω από το χώμα δεν ήρθε ποτέ. Υπήρξαν ισχυρισμοί ότι ο Σαγκρού εξαπάτησε τον σταρ του. Μια πιθανή παγκόσμια περιοδεία και μια συμφωνία χορηγίας με τη Gillette δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

«Σε όλους τους τομείς της ζωής υπάρχουν άνθρωποι που απλά σε χρησιμοποιούν σαν βαμπίρ», είπε η Μέρι Μένεϊ, η οποία ήταν τριών ετών όταν ο πατέρας της επέστρεψε στην Ιρλανδία. «Γύρισε άφραγκος, δεν είχε λεφτά να αγοράσει έστω ένα μπουκάλι γάλα».

Η φήμη αποδείχθηκε φευγαλέα. Κανένας εκπρόσωπος του Βιβλίου Ρεκόρ Γκίνες δεν κατέγραψε το επίτευγμα του Μένεϊ, ενώ ένας αντίπαλος «καλλιτέχνης της ταφής» ονόματι Τιμ Χέιζ, ο οποίος πέρασε λιγότερο χρόνο κάτω από τη γη σε ένα φέρετρο κανονικού μεγέθους, αμφισβήτησε την πρωτιά του.

Αργότερα το 1968, μια πρώην καλόγρια, η Έμα Σμιθ, θάφτηκε κάτω από ένα λούνα παρκ στο Σκέγκνες για 101 ημέρες.

Ο Μένεϊ βρήκε δουλειά στο συμβούλιο της κομητείας Κορκ και πέθανε το 2003. «Θα μπορούσε να ζήσει μια συνηθισμένη, εργατική, απλή ζωή, αλλά λαχταρούσε την δόξα», λέει η Μένεϊ στον The Guardian. «Το να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ τον έκανε να νιώθει κάποιος».