Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ποιητικές φυσιογνωμίες του Μεσοπολέμου, γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα.

Ο Ναπολέων ήταν τέκνο εύπορων και καλλιεργημένων γονέων, του κυπριακής καταγωγής Λεωνίδα Λαπαθιώτη, μαθηματικού και στρατιωτικού (αντιστρατήγου), βουλευτή κατά τα έτη 1903-1905 και υπουργού Στρατιωτικών το 1909, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαριλάου Τρικούπη.


Η μητέρα του Ναπολέοντος πέθανε πριν από την Κατοχή, ο πατέρας του στις αρχές της.

Ο Λαπαθιώτης άρχισε να ασχολείται με την ποίηση από την παιδική του κιόλας ηλικία, με την ενθάρρυνση του πατέρα του.


Πρωτοεμφανίστηκε επισήμως στα γράμματα το 1905, στο περιοδικό «Νουμάς», ενώ το 1907 δημιούργησε μαζί με άλλους εννέα λογοτέχνες νεαρής ηλικίας το περιοδικό «Ηγησώ».

Ο Λαπαθιώτης σπούδασε νομικά, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία και δεν μπόρεσε ποτέ να βρει το κλειδί του βιοπορισμού και της αποτελεσματικής διαχείρισης τού καθ’ ημέραν βίου.

Υπήρξε αρχικά υποστηρικτής του Βενιζέλου, αλλά στη συνέχεια ασπάστηκε τις αρχές του σοσιαλισμού, επηρεασμένος, όπως και άλλοι ποιητές του καιρού του, από την Οκτωβριανή Επανάσταση.


Ο Λαπαθιώτης ουδέποτε εγκατέλειψε τους γονείς του και την πατρική στέγη, ένα διώροφο νεοκλασικό στις παρυφές του λόφου του Στρέφη, όπου έζησε πάνω από 40 χρόνια και έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του.

Αινιγματικός και ιδιόρρυθμος, ευαίσθητος και κλεισμένος στον εαυτό του, ο ομοφυλόφιλος Λαπαθιώτης ήταν υπέρμαχος της θεωρίας «η τέχνη για την τέχνη».


Ενδίδοντας στις απολαύσεις του σώματος και του πνεύματος κατά το καβαφικό πρότυπο, και σε αντίθεση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής του περί της ηθικής και παιδευτικής αξίας της τέχνης, ο Λαπαθιώτης υπήρξε εκπρόσωπος του κινήματος του αισθητισμού.

Ο αισθητισμός πρέσβευε τη λατρεία της ομορφιάς, την αυτονομία της τέχνης, την αποσύνδεση των αισθητικών αξιών από τις ηθικές, την ανύψωση της τέχνης πάνω από τη ζωή και της ομορφιάς πάνω από την ηθική.

Η ζωή του εστέτ αλλά και ωραιοπαθούς Λαπαθιώτη, που προκαλούσε μοιραία τα επικριτικά σχόλια της συντηρητικής αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, ήταν συνυφασμένη με τη νύχτα αλλά και με την ηρωίνη, στο βωμό της οποίας αναγκαζόταν να θυσιάσει την πλούσια βιβλιοθήκη του (σε αυτήν αφθονούσαν τα έργα και τα πορτρέτα του Όσκαρ Ουάιλντ, οι εκδόσεις γάλλων και άλλων Δυτικών συμβολιστών).


Ο ποιητής (αριστερά) μαζί με τον εξάδελφό του Σπύρο Τρικούπη

Το ποιητικό έργο του υπήρξε μικρό σε όγκο αλλά αξιοπρόσεκτο από ποιοτικής απόψεως, γι’ αυτό και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Στο έργο του Λαπαθιώτη κυριαρχούν ο θάνατος, ο πόνος, η θλίψη, τα δάκρυα, η πληθώρα των υποκοριστικών.


Η ποιητική δημιουργία του διακρίνεται για τη μουσικότητα των στίχων, τη μετρική ποικιλία και την αγνή λυρική διάθεση.

Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου 1944 και κηδεύτηκε με έρανο ύστερα από τέσσερις ημέρες.

Την επομένη της κηδείας του, την Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 1944, ο διακεκριμένος κωνσταντινουπολίτης δημοσιογράφος-χρονογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος Βασίλης Ηλιάδης (1892-1971) έγραφε στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» τα εξής (το κείμενό του έφερε τον τίτλο «Νυχτερινές εκστάσεις»):


Ο ποιητής που εκηδεύθηκε χθες δεν ήταν μόνο ο λεπτός τραγουδιστής, ο αισθηματικός, ο εστέτ, ο γεμάτος ευγένεια και ρωμαντισμό. Ήταν και ο άνθρωπος με τη φινέτσα των τρόπων και της ψυχής του. Η λεπτότης και η ευγένεια του τραγουδιού του έκλειε ολόκληρη την ψυχή του.


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν αληθινός ποιητής. Οι εμπνεύσεις και οι ποιητικοί οραματισμοί του ήταν παλμοί και καταστάσεις εσωτερικές του. Υπέφερε, πονούσε κι’ αγαπούσε ό,τι ωραίο. Ο ποιητής ελάτρευε την ωμορφιά της αττικής νύχτας. Ήταν μια αδυναμία του οι νυχτερινοί του περίπατοι και η έκστασίς του κάτω από την ποίησι του φεγγαριού και των άστρων. Χρόνια ολόκληρα —τα προπολεμικά χρόνια— τον συναντούσα περασμένα μεσάνυχτα σε περιπάτους ρωμαντικούς. Ζούσε τα όνειρα και τις εμπνεύσεις του τις ώρες αυτές. Σταματούσε σαν να ακροάζετο την νυκτερινή αναπνοή της φύσεως και η ψυχή του ανέβαινε προς τα άστρα του αγαπημένου του ουρανού. Διψούσε την έκστασι. Η μοναξιά της νύχτας δημιουργούσε γι’ αυτόν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία οι παλμοί του εγίνοντο μυστικό τραγούδι, χαρά ζωής, απέραντη αγάπη για το κάθε τι.


«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 12.1.1944, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κάποτε που τον συναντήσαμε στη λεωφόρο Κηφισσιάς περνούσε ένα κοπάδι αρνιά. Ο βοσκός τους τα ωδηγούσε στα σφαγεία. Ο Λαπαθιώτης εσταμάτησε και παρακολούθησε με σιωπή ευλαβική την πομπή αυτή σαν νάταν η εικόνα της συνοδείας των νεκρών του Μπαίκλιν (σ.σ. ο Άρνολντ Μπέκλιν υπήρξε σπουδαίος ελβετός ζωγράφος του 19ου αιώνα). Και όταν εχάθηκε από τα μάτια μας το κοπάδι αφίνοντας μόνο κάτι από τα ίχνη του, τη μυρουδιά της στάνης, ο ποιητής αφήκε σαν μια κραυγή πόνου και διαμαρτυρίας για την ανθρώπινη σκληρότητα. Ήταν ένα βράδυ ανοιξιάτικο εκείνο. Και καθώς προχωρούσαμε κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού, ο ποιητής αφήκε την ψυχή του να εκραγή σε δυνατούς ευγενικούς παλμούς. Σιβυλλιακοί (σ.σ. σκοτεινοί, μυστηριώδεις, αινιγματικοί, δυσερμήνευτοι) οραματισμοί φώτιζαν τα μάτια του. Και μας έλεγε για ό,τι αισθανότανε την ώρα εκείνη στη νυχτερινή γαλήνη και στην αρμονία της φύσεως. Ένας ύμνος προς την ωμορφιά τα λόγια του εκείνα.


Και τώρα που το χώμα της Αττικής σκεπάζει το κορμί του ευγενικού ποιητού και λεπτού ανθρώπου η σκέψις μας ξαναγυρίζει προς τις νυχτερινές εκείνες συναντήσεις με τον ποιητή την ώρα της εκστάσεως εκείνου και του επαγγελματικού καμάτου του δικού μας. Η έκστασις του ποιητή, εκδήλωσις της ψυχικής του ωμορφιάς, παρέσυρε τον κάματό μας. Και τον ακολουθούσαμε γεμάτοι συγκίνησι.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από τις Ψηφιοποιημένες συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).