Περίπου δύο χρόνια μετά από την άφιξή του στις ΗΠΑ, την Παρασκευή, ο Μ. δέχθηκε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα από τον δικηγόρο του, ο οποίος του διεμήνυσε να μη φύγει από τη χώρα γιατί η επανείσοδός του θα κόστιζε 100.000 δολάρια.
Ο Μ. είναι Έλληνας μεταδιδακτορικός ερευνητής, με προχωρημένες σπουδές στα εφαρμοσμένα μαθηματικά, τις οποίες επέκτεινε στα υπολογιστικά συστήματα και από εκεί σε ερευνητικά αντικείμενα που ο γράφων -παρότι πτυχιούχος τμήματος Μαθηματικών και παρά τις επανειλημμένες και φιλότιμες προσπάθειες του Μ. να του εξηγήσει- αδυνατεί να καταλάβει πλήρως.
Ο Μ. είναι ο ορισμός του επιστημονικού δυναμικού πολύ υψηλής εξειδίκευσης. Τόσο εξειδικευμένης που η υποδομή για το ερευνητικό του αντικείμενο είναι διαθέσιμη μόνο στο συγκεκριμένο τμήμα του συγκεκριμένου Πανεπιστημίου στις βορειοανατολικές ΗΠΑ. Αν κι ο Μ. με τη σειρά του δεν στελέχωνε τη συγκεκριμένη υποδομή, οι επιλογές θα περιορίζονταν σε μία χούφτα επιστημόνων σε όλον τον κόσμο, οι περισσότεροι εκ των οποίων πιθανότατα δεν είναι αμερικάνοι.
Η βίζα με την οποία βρίσκεται στις ΗΠΑ ο Μ., όπως και οι υπόλοιποι πανεπιστημιακοί ερευνητές, αλλά και εργαζόμενοι συνήθως μεγάλων εταιρειών με υψηλή εξειδίκευση, είναι η λεγόμενη H1-B. Θεσπίστηκε το 1990 απαντώντας στην αισιοδοξία της παγκοσμιοποίησης της εποχής και στις ανάγκες της αλματώδους ανάπτυξης Σιλίκον Βάλει, προβλέποντας δηλαδή την προσέλκυση «ταλέντου» απ’ όλον τον κόσμο με αντάλλαγμα ένα ποσό μερικών χιλιάδων δολαρίων από τον εργοδότη.
Την Παρασκευή, ωστόσο, με εκτελεστικό διάταγμα της κυβέρνησης Τραμπ -κι εδώ να αναγνωρίσουμε στον δικηγόρο του Μ. ότι έχει καλά αντανακλαστικά- προστέθηκαν άλλες 100.000 δολάρια κόστος για όποιον εργοδότη επιθυμεί να προσλάβει αυτό το υψηλής εξειδίκευσης δυναμικό. Κι αν αυτή η κίνηση είχε διακηρυγμένο σκοπό να «προστατεύσει τις δουλειές των αμερικανών», το γεγονός ότι 71% των ανθρώπων που κάνουν χρήση της συγκεκριμένης βίζας είναι Ινδοί, καθώς επίσης κι ότι το εκτελεστικό διάταγμα έρχεται τη στιγμή της κλιμάκωσης των τεταμένων διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας για το θέμα των δασμών, προσδίδει στην όλη συνθήκη μια ιδιαίτερη απόχρωση.
Ωστόσο, από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή, η τραγωδία είχε μεταμορφωθεί, έστω προσωρινά, σε κωμωδία. Οι κολοσσοί της Σίλικον Βάλει διεμήνυσαν στους εργαζόμενούς τους να επιστρέψουν αμέσως στη χώρα, ο νομικός κόσμος βρήκε το διάταγμα τόσο διάτρητο που αναπόφευκτα θα καταπέσει στο Ανώτατο Δικαστήριο ή στην πράξη, τα νοσοκομεία και εκατοντάδες άλλες υπηρεσίες εξέφρασαν μαζικά τις ανησυχίες για τη στελέχωσή τους και αυτό που άρχισαν να εκτιμούν αναλυτές που μίλησαν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, είναι ότι οι μεγάλοι της Τεχνολογίας που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων με βίζες Η1-Β θα βρουν απλά κάποιον τρόπο να εξαιρεθούν.
Συμπτωματικά, την ίδια μέρα που ο Τραμπ εξέδιδε το εν λόγω εκτελεστικό διάταγμα, ο τουρμποφιλελεύθερος Μιλέι στην Αργεντινή αποδείκνυε οριστικά ότι είναι τούρμπο σκέτο, όταν παρά την αδάμαστη αγάπη του για τις αγορές και την ελεύθερη οικονομία, είδε εν μία νυκτί τους επενδυτές να αποχωρούν μαζικά από τη χώρα φοβούμενοι την υποτίμηση του πέσο και αμφισβητώντας τη στοιχειώδη ικανότητά του να προβεί σε συνετές κινήσεις δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που θα διασφαλίσουν την οικονομική σταθερότητα.
Γενικά, όσο προχωράει ο καιρός, τόσο φθίνει η αντίληψη που πολλοί είχαν ότι αυτό που δείχνει ακατάληπτο στις κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ και τους απανταχού τραμπιστές, είναι κάποια διαβολική λογική που αδυνατούμε να συλλάβουμε. Αντιθέτως, όλο και πιο πολύ φαίνεται ότι «μερικές φορές ένα πούρο είναι απλά ένα πούρο» κατά τη γνωστή ρήση του Σίγκμουντ Φρόιντ, όπου το πούρο εν προκειμένω είναι ένα μείγμα τυχοδιωκτισμού, κουτοπονηριάς και απλοϊκότητας, που γίνεται τρομακτικό μόνο λόγω της θέσης από την οποία μεταμορφώνεται σε πολιτική – τον εκάστοτε κυβερνητικό θώκο που επιτρέπει στην ηλιθιότητα να μεταμορφωθεί σε αδιαμεσολάβητη βία.
Η βία, βέβαια, δεν περιορίζεται σ’ αυτή που ευθέως και εμπρόθετα επιβάλλει το καθεστώς Τραμπ ή οι μιμητές του που εξαπλώνονται πλέον με την ταχύτητα επιθετικού καρκίνου σε όλον τον πλανήτη. Αυτή είναι απλά η πιο θεαματική. Ένα δεύτερο και εξίσου επικίνδυνο επίπεδο βίας θα προκύψει από τις αναπόφευκτες εσωτερικές συγκρούσεις που εμφωλεύουν μέσα σ’ αυτό το τερατώδες συμπίλημα.
Τις βλέπουμε ξανά και ξανά να ξεδιπλώνονται: υποσχέσεις προστατευτισμού συγκρούονται με την επιθυμία για μια αγορά χωρίς όρια· το ρατσιστικό κοινό των ψηφοφόρων τους συχνά είναι το πρώτο που έχει ανάγκη τη φτηνή και απροστάτευτη μεταναστευτική εργασία· ακόμα και οι τεχνολογικοί κολοσσοί που προσκόλλησαν στο άρμα του νεοφασισμού κατά την επάνοδό του ανακαλύπτουν ότι το recruiting τους βασίζεται σε έναν πολύχρωμο κόσμο ελεύθερης κυκλοφορίας ανθρώπων και εμπορευμάτων – οι σημερινοί CEO της Tesla, της Microsoft και της Alphabet μεταξύ άλλων ήρθαν στις ΗΠΑ με τη βίζα H1-B όπως σημείωσαν σκωπτικά οι Times of India.
Την εξάπλωση αυτής της ατζέντας, ωστόσο, έχουν αναλάβει σε πολλά μέρη του κόσμου και οι πιο καθωσπρέπει πολιτικές δυνάμεις, με το μοτίβο να επαναλαμβάνεται απαράλλαχτο: μεγάλη ξενοφοβική διακήρυξη – κακή νομοθέτηση επί της διακήρυξης – διοικητικό φρακάρισμα – κατάπτωση και μαρασμός. Μάλιστα, όπως έχει δείξει το σύνολο της σχετικής βιβλιογραφίας, οι αποτρεπτικές πολιτικές για τη μετανάστευση οδηγούν νομοτελειακά στην αύξηση της παράτυπης μετανάστευσης για εξόχως προφανείς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο της αρχιτεκτονικής του σημερινού συστήματος διακυβέρνησης (εν πολλοίς κοινό με ελάχιστες παραλλαγές στις διάφορες χώρες του κόσμου) που να μην επιτελεί μία διττή λειτουργία. Η μετανάστευση επιδρά διαφορετικά στις κοινωνίες και στην οικονομία. Το διεθνές εμπόριο αυξάνει τον παγκόσμιο πλούτο, αλλά ξεδοντιάζει την προστασία της εργασίας. Η δε παγκόσμια κυκλοφορία του χρήματος έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τα όργανα του Διεθνούς Δικαίου – τα οποία όταν υπονομεύονται, αδυνατούν να διαμεσολαβήσουν και το οικονομικό σκέλος της παγκοσμιοποίησης.
Όχι ότι δεν υπάρχουν δόκιμες και ρεαλιστικές κριτικές ενάντια σε αυτή την διευθέτηση του παγκόσμιου τοπίου. Όμως ο νεοφασισμός δεν ανήκει σε αυτές, τουλάχιστον όχι στην εκλέξιμη εκδοχή του που επιχειρεί να προσεταιριστεί ταυτόχρονα τις πολυεθνικές και τον εθνικισμό. Είναι καταδικασμένος σαν ένας απεχθής Σίσυφος συνέχεια να προσκρούει σε ένα αδιαπραγμάτευτο αριθμητικό αποτύπωμα συρρίκνωσης της οικονομίας, ιδίως τη στιγμή που η τράπουλα του κόσμου ανακατεύεται ξανά και η αχαλίνωτη αισιοδοξία που χαρακτήριζε τον δυτικό καπιταλισμό τη δεκαετία του ‘90 δείχνει εμφανή σημάδια φθοράς.
Αυτό δεν σημαίνει επίσης ότι μία τέτοια ταραχώδης και αντιφατική μεσοβασιλεία θα είναι κατ’ ανάγκη βραχύβια· η μακρά Ιστορία του κόσμου δείχνει ότι η ρευστότητα σε πλανητική κλίμακα είναι μάλλον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Σημαίνει όμως ότι η ζωή του νεοφιλελεύθερου εθνικισμού στον τομέα της διακυβέρνησης θα είναι καταδικασμένη να παράγει βία, αποτελώντας σε ευτελές επίπεδο μία κακή νομοθέτηση που είτε θα καταπέφτει, είτε θα βρίσκει χώρο διαβρώνοντας περαιτέρω τους μηχανισμούς του κράτους, μέχρι την απόλυτη δυσλειτουργία.
Κι αν οι συνέπειες αυτού του μοντέλου ρητορικής και νομοθέτησης ακούγονται οικείες σε όσους διαμένουν στη σημερινή Ελλάδα, de te fabula narratur που έλεγε κι ένας συμπαθής κύριος με μούσια τον 19ο αιώνα. «Για σένα μιλάει αυτή η ιστορία», ελληνιστί.