Με το τεύχος αυτό η ΚΡΙΤΙΚΗ συμπληρώνει τον τρίτο χρόνο της έκδοσής της.

Όσοι παρακολούθησαν την προσπάθειά μας νομίζουμε ότι είναι τώρα σε θέση να την κρίνουν, να την βαθμολογήσουν  στο σύνολό της. Το τι κάναμε στη διάρκεια των τριών αυτών ετών, κατά πόσο ανταποκριθήκαμε σ’ ορισμένους βασικούς σκοπούς που προτάξαμε, είναι ερωτήματα που την απάντησή τους την εμπιστευόμαστε στους ίδιους τους αναγνώστες μας. Το τι μπορούσαμε ή τι έπρεπε ακόμα να κάνουμε και για πολλούς λόγους έμεινε στη μέση, αυτό είμαστε σε θέση εμείς οι ίδιοι να το δούμε και να το καταλογίσουμε στο παθητικό μας.


Η ΚΡΙΤΙΚΗ  αφήνει πίσω της μια μικρή ιστορία. Ας μας αμφισβητήσουν την «ποιότητα», ή ας μη συζητήσουμε καθόλου το τυχόν «επίτευγμα». Ας μας μείνει όμως η ικανοποίηση κάποιου παραδείγματος. Εύκολα σχόλια μπορεί να παρατάξει ο καθένας. Μέσα στην πράξη θα θέλαμε να βλέπαμε κάθε δύστροπο κατήγορο ή εκ συνηθείας αρνητή. Αν θελήσαμε κάτι ν’ αποπειραθούμε ήταν αυτή η ενδεικτική πράξη που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για μια πνευματική ανασύνταξη και για μια ολοκληρωμένη προβολή των δυνατοτήτων της γενιάς μας. «Η ΚΡΙΤΙΚΗ», προγραμματίζαμε από τη στήλη αυτή στο πρώτο τεύχος, «απευθύνεται στην προοδευτική μερίδα της γενιάς μας που, μακρυά από δογματισμούς και ανιαρές επαναλήψεις ανεδαφικών σχημάτων, νοιώθει επιτακτική την αναγκαιότητα ενός εκφραστικού βήματος, για να δώσει το μέτρο της ωριμότητάς της και να δικαιώσει ή μη, τελικά, την ύπαρξή της και τον προορισμό της».


Και μας ρωτήσανε πολλοί: «Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η περίφημη γενιά σας, που δεν παραλείπετε σε κάθε τεύχος, σε κάθε σελίδα σχεδόν, να τη μνημονεύετε, να τη σχολιάζετε, να μην μπορείτε να κρύψετε την έγνοια σας γι’ αυτήν; Ποιο είναι το έργο της, ποια η παρουσία της, ποιο το ιδανικό της;» Ναι, δυστυχώς. Ακούγονται ακόμα αυτές οι γεμάτες απορία ερωτήσεις. Γιατί η δική μας η γενιά περνά σιγά σιγά χωρίς ν’ αφήνει τα οριστικά ίχνη στο διάβα της, χωρίς να επιβάλλει την παρουσία της, τα κυρίαρχα ιδανικά της εγκαταλείποντας το στίβο έρμαιο στους λογής λογής χρεωκόπους και εν αμαρτίαις γηράσαντας ή σε νεώτερους φωνασκούς που «επαναστατούν», «οργίζονται» και κραυγάζουν χωρίς να υποπτεύονται το μοναδικό νόημα κάθε επανάστασης. Μέσα σ’ ένα ασφυχτικό χώρο όπου λείπει το οξυγόνο της ελευθερίας, μέσα στις δύσοσμες συνθήκες που έχουν παγιωθεί από χρόνια τώρα στην πατρίδα μας, η δική μας η γενιά, αποδεκατισμένη από τα καλύτερα παιδιά της, χτυπημένη από παντού, έμεινε ουσιαστικά στις στήλες του περιθωρίου ή παράδοσε την «εκπροσώπησή» της στα χέρια των πιο αδύναμων μελών της, που, στην καλύτερη περίπτωση, τουλάχιστον πλαστογραφούν το αληθινό νόημα του αγώνα της. Σ’ έναν τόπο που σ’ όλους τους τομείς αποθεώνεται η μετριότητα, η δουλοπρέπεια και ο ελιγμός, η απορφανισμένη γενιά μας, μη μπορώντας να παίξει τον ηγετικό ρόλο που ιστορικά τής ανήκε, κινδυνεύει να ενταφιασθεί άφωνη, μονίμως υποσχομένη, ενώ η κλεψύδρα του χρόνου αμείλικτα εξαντλείται.

Δε φιλοδόξησε ούτε στιγμή να αναλάβει αυτόν τον μεγάλο ρόλο μέσα στην πνευματική περιοχή η ΚΡΙΤΙΚΗ. Δε φτάναν οι μικρές της δυνάμεις ως εκεί. Ούτε μπορεί σήμερα ένα αυστηρά πνευματικό όργανο να διασπάσει το φράγμα του γενικού κλίματος που δυναστεύει τον τόπο μας και ν’ ακουστεί η φωνή του ως εκεί που πρέπει ν’ ακουστεί. Δεν μπορεί αλλά και δεν το αφήνουν.


Θελήσαμε να δόσουμε ένα παρών. Με σοβαρότητα, όχι με σοβαροφάνεια αντίθετα προς τις ανεύθυνες κραυγές των θορυβοποιών «εξανεστημένων». Με συνέπεια χωρίς κολακείες προς οποιουσδήποτε και ξεπερασμένες σκοπιμότητες. Με δείγματα γραφής κι’ όχι με υποσχέσεις και τυμπανοκρουσίες.

Οι «παλαιότεροι» είδαν την ΚΡΙΤΙΚΗ σα μια συμπαθητική «νεανική προσπάθεια», εκτίμησαν στην καλύτερη περίπτωση το «ήθος» και την «πνευματικότητα». Κανείς, σχεδόν, δεν είχε την ανοιχτή καρδιά να βγει δημοσία και να πει πλατειά τη γνώμη του μήπως τους έλειψαν οι ευκαιρίες, μήπως οι στήλες, ή μήπως τους εμπόδισαν τα εμβριθέστερα θέματα των επιφυλλίδων τους; χωρίς συγκαταβάσεις και χωρίς γλυκερές παραινέσεις προς γυμνασιόπαιδας.

Οι νεώτατοι, οι διαλεχτές νησίδες των νέων παιδιών που, ενάντια στην αποχαύνωση των πολύχρωμων εντύπων, ενάντια στο σκοταδισμό και την αμερικανοποίηση των πάντων, διψούν, ανησυχούν και ψάχνουν ολοένα, ήρθαν πιο κοντά μας. Με κάποια συστολή είναι η αλήθεια, σε κάποια απόσταση με την παθητικότητα του δέκτου. Έστω μικρό το ποσοστό, σημάδι όμως ιδιαίτερα ενθαρρυντικό και παρήγορο.

Οι σύγχρονοί μας, τέλος, που η ΚΡΙΤΙΚΗ φιλοδόξησε να γίνει αν όχι ακόμα το περιοδικό τους, πάντως «ο ανιχνευτής εδάφους» για ένα μελλοντικό κατ’ εξοχήν περιοδικό τους, δε στάθηκαν στην ολότητά τους στο πλευρό μας. Δύσπιστοι και αναποφάσιστοι δικαιολογημένα από μιαν άποψη ύστερα από τόσα παθήματα και διαψεύσεις αναλώθηκαν σε λόγια καλά και ανώδυνα. Ωστόσο έξω από τον εξ αρχής πνευματικό κύκλο του περιοδικού και μερικές άλλες μονάδες, γνήσιοι φορείς του μηνύματος της γενιάς μας, αρνήθηκαν επίμονα και μέχρι τέλους να μας πλησιάσουν και να μας καταλάβουν. Πρόθυμοι ν’ αγκαλιάσουν και να συνεργαστούν με κάθε όψιμο συνθηκολόγο που πηγαίνει όπου φυσά ο άνεμος, τρόμαξαν φαίνεται μήπως η ΚΡΙΤΙΚΗ τούς κάνει «αντίπραξη», δεν είδαν την παράλληλη πορεία, δεν αντελήφθησαν την ενότητα του σκοπού, προτίμησαν τη συνωμοσία της τριετούς σιωπής, αντί τον τίμιο διάλογο που θα μας οδηγούσε όλους σε λιγότερο σχηματικές και τελματωμένες λύσεις.


Δεν είναι πρόθεσή μας να μεταθέσουμε ευθύνες ούτε να κατηγορήσουμε κανέναν. Τούτο μόνο: από τους πλείστους η ΚΡΙΤΙΚΗ κινδυνεύει να εκληφθεί σα μια περίπτωση, ενώ δεν ήταν καθόλου τέτοια. Ήταν ίσως συγχρόνως και αυτό, αλλά οι στόχοι της ήταν πολύ ουσιαστικώτεροι. Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εμάς, που δεν είχαμε φαίνεται τον απαιτούμενο εξοπλισμό για μια πειστική προβολή της φυσιογνωμίας του περιοδικού, και ελάχιστα τους τρίτους, που στο κάτω κάτω δεν είχαν καμμιά υποχρέωση αν έτσι νομίζουν να «βοηθήσουν» ή να θεωρήσουν την προσπάθεια «σα δική τους». Σήμερα βλέπουμε πως η ΚΡΙΤΙΚΗ μπορεί να σταθεί σα μια προδρομική έκδοση «πειραματική» τη χαρακτηρίσαμε από το πρώτο κιόλας φύλλο κάποιου άλλου περιοδικού της γενιάς μας, που είναι χρέος μας επί τέλους κάποτε ναρθεί και καθόλου σα μια «τετελεσμένη» έκδοση. Οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν με την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους ίσως διαμαρτυρηθούν γι’ αυτό και μας κατηγορήσουν για ανηλεή αυστηρότητα. Αλλά ας είναι βέβαιοι ότι όταν αποφασίζαμε την έκδοση του περιοδικού, χωρίς διόλου να υπερτιμούμε μια κατάσταση («Η ΚΡΙΤΙΚΗ δεν ξεκινά με υπέρμετρη αισιοδοξία ούτε έχει την αυταπάτη ότι θα μπορέσει μόνη της να καλύψει ένα τεράστιο κενό» γράφαμε τότε), είχαμε ασφαλώς κάποιες περισσότερες αξιώσεις από μας τους ίδιους και προσδοκούσαμε κάτι περισσότερο από τους άλλους.

Η ΚΡΙΤΙΚΗ, συμπληρώνοντας με το τεύχος τούτο τον τρίτο της χρόνο, αποφασίζει να αναστείλει για ένα χρονικό διάστημα την έκδοσή της. Η απόφαση αυτή υπαγορεύεται από την ψύχραιμη και αντικειμενική εκτίμηση μιας κατάστασης που καθιστά προβληματική τη συνέχιση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις που διαρκώς για μας τουλάχιστον αυξάνουν και δύσκολα μπορούν να εκπληρωθούν με την ήδη υφιστάμενη μορφή του περιοδικού. Ελπίζουμε το χρονικό αυτό διάστημα να είναι όσο το δυνατό βραχύτερο και σύντομα να βρεθούμε πάλι στην αφετηρία εμείς ή άλλοι ανάμεσά μας για μια καινούργια πνευματική πορεία κάτω από πιο πρόσφορες συνθήκες, σε μιαν ατμόσφαιρα λιγότερο μίζερη και αποπνικτική.

*Με αυτό το κείμενο είχε αποχαιρετήσει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Κριτικής» ο Μανόλης Αναγνωστάκης το φθινόπωρο του 1961 (τεύχος 17-18, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1961). Η «Κριτική», την οποία διηύθυνε ο Αναγνωστάκης, ήταν δίμηνη έκδοση μελέτης και κριτικής.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925.

Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα.

Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, ο Αναγνωστάκης υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική δράση του (1949).

Ο Αναγνωστάκης πρωτοεμφανίστηκε επισήμως στο χώρο των γραμμάτων το 1945 με την ποιητική συλλογή «Εποχές».


Ακολούθησαν οι «Εποχές 2» (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια της προφυλάκισης του ποιητή), οι «Εποχές 3» (1951), «Η Συνέχεια» (1954), οι «Παρενθέσεις» (1956), «Η Συνέχεια 2» (1956) και «Η Συνέχεια 3» (1962).

Ακολούθησε μια περίοδος ποιητικής σιωπής από πλευράς Αναγνωστάκη έως το 1970, όταν δημοσιεύτηκαν ποιήματά του υπό το γενικό τίτλο «Ο Στόχος» στα «Δεκαοχτώ Κείμενα», μια σημαντική αντιδικτατορική κατάθεση κορυφαίων πνευματικών ανθρώπων

Από το 1959 έως το 1961 ο Αναγνωστάκης υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου προέβαλε τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του.

Ο Αναγνωστάκης συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας και Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων.

Ο Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, μια γενιά που χαρακτηρίστηκε ως ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους.

Η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σε έναν προσωπικό κόσμο, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο. Η εν λόγω αναδίπλωση εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης.


Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής.

Έργα του Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.

Ο ολιγογράφος ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης απεβίωσε στις 23 Ιουνίου 2005.