Ενστάσεις εξέφρασαν οι φορείς επί του νομοσχεδίου για την εποπτεία των τραπεζών
Θετικές κρίσεις ως προς την κατεύθυνση του νομοσχεδίου για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και επιμέρους αντιρρήσεις, εξέφρασαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών, προσκεκλημένοι από την Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής σε ακρόαση. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, επί της αρχής και επί των άρθρων.
Θετικές κρίσεις ως προς την κατεύθυνση του νομοσχεδίου για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και επιμέρους αντιρρήσεις, επιφύλαξαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών, προσκεκλημένοι από την Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής σε ακρόαση.
Διακριτές υπήρξαν, ωστόσο, οι διαφορές προσέγγισης των δύο οικονομικών κλάδων, σε ό,τι αφορά το μέλλον του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αντιμετώπισή του από το κράτος.
Απόλυτα θετικός απέναντι στο νομοσχέδιο, εμφανίστηκε ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ιωάννης Παπαδάκης, δεδομένου άλλωστε ότι το υπουργείο Οικονομικών κατέστρωσε το νομοσχέδιο σε στενή συνεργασία με την ΤτΕ.
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Παπαδάκης σημείωσε πως το υπάρχον δίχτυ εποπτείας και ασφαλείας των τραπεζών, ήταν αρκετό για κανονικές οικονομικές συνθήκες – αλλά «η ταχύτητα που παρέχουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου, σε αντιπαραβολή με τις διαδικασίες που προβλέπει το κοινό πτωχευτικό δίκαιο, είναι αυτά που δίνουν ένα πρόσθετο εργαλείο στη φαρέτρα των εποπτικών αρχών και της πολιτείας».
Για λογαριασμό της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο πρόεδρός της Βασίλης Ράπανος τάχθηκε υπέρ του νομοσχεδίου, αλλά εκτίμησε πως ορισμένες από τις διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό εταιρικό δίκαιο, γεγονός το οποίο, σύμφωνα και με την εμπειρία σε τέτοιου είδους διατάξεις, θα οδηγήσει πιθανότατα σε εμπλοκή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κ. Ράπανος κατέθεσε τις ενστάσεις της ΕΕΤ μέσω υπομνήματος στην Βουλή. Η ΕΕΤ τονίζει ότι ορισμένες διατάξεις είτε θα πρέπει να απαλειφθούν είτε να αναδιατυπωθούν, ώστε να είναι συμβατές με το ισχύον δίκαιο.
Όπως αναφέρει η ΕΕΤ, με τις προτεινόμενες διατάξεις περί εποπτικών μέτρων δίδεται εν γένει στην ΤτΕ ευρύτατη διακριτική ευχέρεια καθοριστικής και ουσιώδους παρέμβασης στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων χωρίς να γίνεται αναφορά στα ειδικότερα κριτήρια βάσει των οποίων αυτή θα αποφασίζει την επιβολή καθενός από τα προβλεπόμενα μέτρα και την έκταση αυτών.
Η απουσία των εν λόγω κριτηρίων, συνεχίζει η ΕΕΤ, λειτουργεί σε βάρος της ασφάλειας δικαίου και ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα ερμηνείας αλλά και αμφισβητήσεις σε ό,τι αφορά την καταλληλότητα των εκάστοτε αποφασιζόμενων μέτρων τόσο από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και από τους πιστωτές ή μετόχους τους.
Η ΕΕΤ εκφράζει αντιρρήσεις και για το ύψος της υποχρεωτικής εισφοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων στο νέο σκέλος εξυγίανσης του ΤΕΚΕ, που ανέρχεται σε 0,2% επί των τηρούμενων σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα καταθέσεων.
Επίσης τονίζει ότι δεν θα πρέπει να επιβάλλεται υποχρεωτικός διορισμός επιτρόπου αλλά η λήψη του μέτρου αυτού να κρίνεται κατά περίπτωση κατά την εύλογη κρίση της ΤτΕ.
Για νομοσχέδιο προς τη σωστή κατεύθυνση, που δεν δίνει όμως απαντήσεις στα μεγάλα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, μίλησε ο εκπρόσωπος του προέδρου του Συνδέσμου Μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, Αλέξανδρου Μωραϊτάκη.
Εκτίμησε πως το νομοσχέδιο «είναι σαφέστατα προς τη σωστή κατεύθυνση, λύνει βραχυπρόθεσμα και επείγοντα προβλήματα, αλλά δεν δίνει απαντήσεις στα μεγάλα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Ο κ. Μωραϊτάκης εκτίμησε πως «για τις καταθέσεις δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος σ’ αυτήν τη συγκυρία, γιατί υπάρχουν τα 30 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα οποία θα βοηθήσουν. Το τραπεζικό σύστημα όμως, θα διορθωθεί, όταν και η κυβέρνηση φθάσει σε πρωτογενή πλεονάσματα».
Παράλληλα, άφησε υπονοούμενα για προνομιακές σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε αντίθεση με τον χρηματιστηριακό:
«Οι συναλλαγές του Δημοσίου, γίνονται όλες με τις τράπεζες, παρότι έχουν κατά 50% ξένους μετόχους και το 50% των κερδών θα πάνε στο εξωτερικό (…). Οι τράπεζες λένε πως δεν είχαν τοξικά ομόλογα. Είχαν όμως αγοράσει ομόλογα του Δημοσίου, πολλαπλάσια των ιδίων κεφαλαίων τους, με εξαίρεση μια τράπεζα, την Alpha, που έχει το μισό των ιδίων κεφαλαίων, όλες οι άλλες αγόρασαν από μιάμιση φορά και πάνω.»
»Δανείζονταν τότε εύκολα με 1% και έπαιρναν ομόλογα με απόδοση 5-6%. Αυτό είναι το πρόβλημα, διότι θα κάναμε ένα «κούρεμα» 50% και θα λυνόταν το πρόβλημα του χρέους. Για να μην έχουν πρόβλημα οι τράπεζες, αναγκάζεται η κυβέρνηση και όλοι, να υποστηρίξουμε αυτό το κούρεμα του 21%», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Μωραϊτάκης.
Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, επί της αρχής και επί των άρθρων.