Τεστ προβλέπει την πρώιμη υποτροπή του καρκίνου του λάρυγγα
Νέα Υόρκη: Τα αυξανόμενα επίπεδα στο αίμα δύο ή περισσοτέρων βιολογικών δεικτών προβλέπουν την υποτροπή και την κακή επιβίωση στους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του λάρυγγα.
Νέα Υόρκη: Τα αυξανόμενα επίπεδα στο αίμα δύο ή περισσοτέρων βιολογικών δεικτών προβλέπουν την υποτροπή και την κακή επιβίωση στους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του λάρυγγα.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του επιστημονικού εντύπου Clinical Cancer Research, η εκτίμηση του σταδίου και η ανταπόκριση στη θεραπεία σε ασθενείς με προηγμένου σταδίου καρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου είναι ανεπαρκή για την πρόβλεψη του αποτελέσματος.
Ο Δρ Κάρτερ Βαν Γουας του Εθνικού Ινστιτούτου Κώφωσης και Aλλων Επικοινωνιακών Διαταραχών είχαν παλαιότερα εντοπίσει έναν συσχετισμό μεταξύ αλλαγών στους όγκους και των κλιμακούμενων επιπέδων στο αίμα των κυτοκινών και των αυξητικών παραγόντων, μικρών μορίων που έχουν ειδική επίδραση στις κύτταρο με κύτταρο αλληλεπιδράσεις, την επικοινωνία και τη συμπεριφορά.
Τα αυξανόμενα επίπεδα αυτών των παραγόντων σηματοδοτούν την υποτροπή του καρκίνου του λάρυγγα καθώς και την πτωχή επιβίωση.
Για να καταγράψει την προοπτική των προγνωστικών αυτών βιοδεικτών, ο Δρ Γουας και οι συνεργάτες του έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 30 ασθενείς με τοπικά προηγμένο καρκίνο του λάρυγγα. Πριν τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, και κάθε τρεις μήνες για τον επόμενο χρόνο, μετρούσαν τα επίπεδα στο αίμα αρκετών κυτοκινών. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν η ιντερλευκίνη-6, η ιντερλευκίνη-8, ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, το σχετικό με την ανάπτυξη ογκογονίδιο-1 και ο αυξητικός παράγοντας του ηπατοκυττάρου.
Πέντε ασθενείς απεβίωσαν εντός 16 μηνών μετά τη θεραπεία και τέσσερις εκδήλωσαν υποτροπή. Οι αυξήσεις στους βιοδείκτες προέβλεπαν τη σημαντική μείωση της επιβίωσης, από έναν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο μέχρι και τον τετραπλασιασμό του.
Οι αυξήσεις σε τρεις ή περισσότερες κυτοκίνες συσχετίζονταν με χειρότερο κλινικό αποτέλεσμα, απ’ ότι οι αυξήσεις σε όχι περισσότερους από δύο δείκτες.
Επίσης οι ειδικοί παρατήρησαν ότι τα αυξανόμενα επίπεδα των κυτοκινών δεν σχετίζονταν πάντοτε με την ανταπόκριση του όγκου. Μια περίπτωση εξηγήθηκε από λοίμωξη και δύο άλλες ήταν αντιδράσεις στο στρες που προκαλεί η βιοψία.
Βασιζόμενοι στα παραπάνω στοιχεία, οι επιστήμονες συστήνουν την δειγματοληψία πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε διαδικασίας που μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των βιοδεικτών αυτών. Ενώ οι αυξήσεις σε μια ή περισσότερες κυτοκίνες αξίζουν διερεύνησης για ανάπτυξη όγκου, φλεγμονώδεις καταστάσεις ή επιπλοκές.