Ουάσιγκτον: Η συχνή κατανάλωση αναψυκτικών ενδέχεται να αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του οισοφάγου, σύμφωνα με ινδική μελέτη, η οποία παρουσιάστηκε σε επιστημονικό συνέδριο στις ΗΠΑ.
Ουάσιγκτον: Η συχνή κατανάλωση αναψυκτικών ενδέχεται να αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του οισοφάγου, σύμφωνα με ινδική μελέτη, η οποία παρουσιάστηκε σε επιστημονικό συνέδριο στις ΗΠΑ.
Ομάδα ερευνητών από το Νοσοκομείο Tata Memorial της Ινδίας μελέτησε δεδομένα του αμερικανικού υπουργείου Υγείας που αφορούσαν την κατά κεφαλή κατανάλωση αναψυκτικών στη χώρα τη χρονική περίοδο των τελευταίων 50 ετών και ανακάλυψαν αύξηση της εν λόγω συνήθειας σε ποσοστό 450% (από τα 49 λίτρα κατά μέσο όρο το 1946, στα 224 λίτρα το 2000).
Ωστόσο, ανακάλυψαν πως παράλληλα με την αύξηση της καταναλισκόμενης ποσότητας αναψυκτικών, άνοδο σημείωσαν κατά την ίδια περίοδο και τα κρούσματα καρκίνου του οισοφάγου, σε ποσοστό που ξεπερνούσε το 570% και κυριότερα μεταξύ των λευκών ανδρών.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν, βεβαίως, πως είναι πιθανό η παράλληλη αύξηση των παραπάνω δεδομένων να οφείλεται σε απλή σύμπτωση, ωστόσο τονίζουν πως η υπόθεσή τους έχει βιολογική βάση.
«Τα αναψυκτικά προκαλούν μετεωρισμό στο στομάχι (φούσκωμα), ο οποίος με τη σειρά του προκαλεί το φαινόμενο της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, η εμφάνιση της οποία έχει κατά το παρελθόν συνδεθεί με τον καρκίνο του οισοφάγου», επισημαίνει ο Δρ Μοχάντας Μαλαθ επικεφαλής της μελέτης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση της κατανάλωσης αναψυκτικών παρατηρείται και σε άλλες χώρες. Ειδικότερα, οι χώρες με κατά κεφαλήν κατανάλωση αναψυκτικών της τάξεως των 76 λίτρων είχαν επίσης αυξημένα κρούσματα καρκίνου του οισοφάγου.
Η αντίθετη άποψη
Ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Πεπτικών και Νεφρικών Νοσημάτων των ΗΠΑ υποστηρίζουν πως υπάρχει και η θετική πλευρά. Μελετώντας 5.944 άτομα που ανήκαν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για προσβολή από νοσήματα του ήπατος ανακάλυψαν πως η κατανάλωση ροφημάτων (ακόμη και αναψυκτικών) που περιέχουν καφεΐνη ελαττώνουν σημαντικά το παραπάνω ενδεχόμενο.
Τα εν λόγω άτομα αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο εξαιτίας αλκοολισμού, παλαιότερων ηπατικών λοιμώξεων, υπέρμετρων ποσοτήτων σιδήρου στον οργανισμό και παχυσαρκίας.