Τέλος του 1975, σε μια Νέα Υόρκη που μύριζε ακόμα βενζίνη, ποίηση και ιδρώτα, η Πάτι Σμιθ κυκλοφορεί το Horses.

Πενήντα χρόνια μετά, ο δίσκος δεν ακούγεται ούτε «κλασικός» ούτε «ιστορικός» – ακούγεται επικίνδυνα ζωντανός. Σαν κάτι που μόλις συνέβη – ή που πρόκειται να συμβεί.

Το Horses δεν γεννήθηκε ως μανιφέστο πανκ, παρότι συχνά έτσι κατατάσσεται. Το 1975, το πανκ δεν είχε ακόμη όνομα. Υπήρχε όμως μια υπόγεια αναταραχή: στο θρυλικό κλαμπ της Νέας Υόρκης, CBGB, έπαιζαν οι Ramones, οι Television και το Patti Smith Group, ενώ λίγο πιο πίσω αντηχούσαν ήδη οι MC5, οι Stooges, οι New York Dolls και οι Velvet Underground.

Ήταν μια στιγμή πριν από τη μορφοποίηση ενός είδους – και ακριβώς εκεί πατάει το Horses: στο μετέωρο, στο «ανάμεσα», στο πριν.

Μια ποιήτρια γίνεται ροκ σταρ

Η Πάτι Σμιθ έρχεται σε αυτό το σημείο όχι ως ροκ σταρ, αλλά ως ποιήτρια. Οι πρώτες της εμφανίσεις ήταν απαγγελίες, σχεδόν τελετουργικές, με συνοδεία κιθάρας από τον Λένι Κέι και αργότερα πιάνου από τον Ρίτσαρντ Σολ. Δεν τραγουδούσε για να διασκεδάσει· μιλούσε για να διαπεράσει.

Όταν ο Κλάιβ Ντέιβις την είδε στο CBGB και την υπέγραψε στη νεοσύστατη Arista Records, αυτό που αναγνώρισε δεν ήταν ένα νέο «πρόσωπο», αλλά μια νέα ένταση.


Για την παραγωγή του δίσκου, η Πάτι Σμιθ επιλέγει τον Τζον Κέιλ των Velvet Underground – μια κίνηση καθόλου τυχαία.

Ο Κέιλ φέρνει δομή, πειθαρχία και εμπειρία στο στούντιο, χωρίς όμως να εξουδετερώσει την άγρια ενέργεια της μπάντας.

Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος που ισορροπεί ανάμεσα στο χάος και τον έλεγχο, στην έκσταση και τη συγκρότηση.

Το Horses δεν είναι απλώς ένα ακόμη άλμπουμ

Υπάρχει όμως κάτι ακόμη που έχει κρίσιμη σημασία να τονιστεί: το Horses δεν είναι απλώς ένας δίσκος με λογοτεχνικές αναφορές. Είναι ένα συνολικό statement για το πώς μια λογοτεχνική φιγούρα περνά —χωρίς εκπτώσεις— στη ροκ σκηνή. Από την πρώτη στιγμή, ακόμη και πριν ακουστεί η πρώτη νότα, αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα στο εξώφυλλο.

Η φωτογραφία του Ρόμπερτ Μάπλθορπ δεν λειτουργεί ως «εικόνα καλλιτέχνιδας», αλλά ως μανιφέστο. Η Πάτι Σμιθ στέκεται όρθια, με λευκό πουκάμισο, μαύρο σακάκι ριγμένο στον ώμο, βλέμμα ευθύ, σχεδόν προκλητικά ήσυχο.

Δεν υπάρχει σεξουαλικοποίηση, δεν υπάρχει performance, δεν υπάρχει ρόλος. Υπάρχει παρουσία. Είναι μια εικόνα που δανείζεται τη σοβαρότητα της λογοτεχνίας και τη μεταφέρει στο ροκ — σαν να λέει ότι εδώ η σκηνή δεν είναι χώρος διαφυγής, αλλά πεδίο λόγου.

Αυτό ακριβώς κάνει και το ίδιο το άλμπουμ. Το Horses δεν «μελοποιεί» ποίηση· δεν προσπαθεί να την κάνει πιο εύπεπτη. Αντιθέτως, επιβάλλει τη γλώσσα, τον ρυθμό και τη σωματικότητα της ποίησης μέσα στη ροκ φόρμα.

Η Σμιθ δεν εγκαταλείπει τη λογοτεχνική της ταυτότητα για να γίνει ροκ καλλιτέχνις — μετακινεί το ίδιο το ροκ προς τη λογοτεχνία. Και αυτή η μετατόπιση, το 1975, ήταν βαθιά ριζοσπαστική.

Το Horses ανοίγει με το «Gloria», μια ριζική ανακατασκευή του τραγουδιού των Them. Από την πρώτη φράση –«Jesus died for somebody’s sins but not mine»– η Σμιθ δηλώνει ότι εδώ δεν θα τηρηθούν κανόνες.

Η απόρριψη των «rules and regulations» δεν είναι απλώς θεματική· είναι στάση αισθητικής.

Δεν πρόκειται για εξέγερση με συνθήματα, αλλά για αποδόμηση εκ των έσω.

Κι όμως, όσο «πανκ» κι αν ακούγεται η πρόθεση, το Horses δεν είναι καθαρόαιμο πανκ. Είναι art-rock, spoken word, garage, proto-punk, ποίηση με κιθάρες.

Η πλευρά Β του σινγκλ «Gloria» –μια οργισμένη, βωμολοχική live εκτέλεση του «My Generation» των Who– είναι ίσως πιο κοντά σε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί πανκ. Ο ίδιος ο δίσκος όμως κινείται αλλού: σε έναν χώρο όπου η φόρμα διαλύεται για να ξαναχτιστεί.

AP Photo/Keystone, Freddy Gentizon

Οι επιρροές

Οι επιρροές της Σμιθ είναι πολλές και εμφανείς. Από τον Μπομπ Ντίλαν, τον Τζιμ Μόρισον και τον Κιθ Ρίτσαρντς, μέχρι τα girl groups των αρχών των 60s.

Στο «Redondo Beach», στο «Kimberly» ή στο «Free Money» μπορεί κανείς να ακούσει απόηχους των Angels και του «My Boyfriend’s Back», πριν τα τραγούδια εκτροχιαστούν σε κάτι σκοτεινότερο, πιο προσωπικό.

Στο «Land», η Smith ενσωματώνει το «Land of 1000 Dances» του Κρις Κένερ και το μετατρέπει σε ένα επικό, τρίπτυχο αφήγημα – μυστικιστικό, βίαιο, ανοιχτό.

Εκεί βρίσκεται και η πιο ριζοσπαστική χειρονομία του Horses: στο φύλο. Η Πάτι Σμιθ δεν διεκδικεί απλώς χώρο ως γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Υπερβαίνει το ίδιο το δίπολο.

Στο «Land», ο αφηγητής μπορεί να είναι «το αγόρι», αλλά μπορεί να είναι και οποιοσδήποτε – ή ο ακροατής. Η ταυτότητα ρευστοποιείται. Το σώμα γίνεται φορέας εμπειρίας, όχι ρόλου.

Πριν από την Πάτι Σμιθ υπήρχαν δυναμικές γυναικείες φωνές στο ροκ – η Τζάνις Τζόπλιν είναι το προφανές παράδειγμα. Εκείνο που φέρνει η Σμιθ, όμως, είναι μια ποιητική, σχεδόν διανοητική ένταση που δεν ζητά αποδοχή.


Δεν «ερμηνεύει» τραγούδια· τα επικαλείται.

Η φωνή της δεν είναι απλώς όργανο, αλλά μέσο μετάβασης.

Πενήντα χρόνια μετά, το Horses δεν λειτουργεί ως μνημείο, αλλά ως πρόκληση.

Σε μια εποχή όπου η μουσική συχνά εξομαλύνεται από αλγόριθμους και playlists, ο δίσκος αυτός θυμίζει ότι η τέχνη μπορεί –και ίσως οφείλει– να είναι άβολη, ατελής, απαιτητική.

Ότι μπορεί να μιλά για θρησκεία, φύλο, επιθυμία και εξουσία χωρίς να ζητά άδεια.

Το Horses παραμένει μια διαδρομή έντασης και σιωπής, ελέγχου και εγκατάλειψης.

Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που, μισό αιώνα μετά, δεν ακούγεται σαν παρελθόν, αλλά σαν ανοιχτή πληγή.

Ή σαν πόρτα που δεν έχει κλείσει ποτέ.

* Με πληροφορίες από: Τhe Conversation, The New York Times, iowapublicradio.org, Kεντρική Φωτογραφία: Εξώφυλλο Horses