Από τις πιο αγαπημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, το «Μια Υπέροχη Ζωή» (It’s a Wonderful Life, 1946) θεωρείται από πολλούς κριτικούς και θεατές ένα αξεπέραστο κλασικό έργο. Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκεται στην κορυφή της λίστας του American Film Institute με τις 100 πιο εμπνευσμένες ταινίες όλων των εποχών, έχοντας αποκτήσει με τα χρόνια έναν σχεδόν μυθικό χαρακτήρα στη συλλογική μνήμη του κοινού.

Ένας άνθρωπος στο κέντρο της κοινότητας

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Τζορτζ Μπέιλι, ένας άνθρωπος που θυσιάζει συστηματικά τις προσωπικές του φιλοδοξίες για χάρη της μικρής πόλης όπου ζει, του Μπέντφορντ Φολς.

Όταν μια σοβαρή οικονομική κρίση τον φέρνει στο χείλος της κατάρρευσης, μια απροσδόκητη, σχεδόν μεταφυσική παρέμβαση του επιτρέπει να δει πώς θα είχε εξελιχθεί ο κόσμος αν ο ίδιος δεν είχε υπάρξει ποτέ.

Η Πότερσβιλ ως σκοτεινός καθρέφτης

Η εναλλακτική αυτή πραγματικότητα παίρνει τη μορφή της Πότερσβιλ, μιας πόλης που λειτουργεί ως το αρνητικό είδωλο του Μπέντφορντ Φολς.

Εκεί, ο Τζορτζ έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της απουσίας του και αντιλαμβάνεται την πραγματική σημασία της παρουσίας του στη ζωή των άλλων.

Η επιστροφή του συνοδεύεται από μια ανανεωμένη πίστη στη δύναμη της κοινότητας, σε ένα φινάλε που συχνά διαβάζεται ως ύμνος στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη.

Υπαρξιακά ερωτήματα κάτω από το γιορτινό περίβλημα

Πίσω από τη ζεστή, εορταστική ατμόσφαιρα, η ταινία θέτει βαθύτερα ερωτήματα γύρω από το νόημα της ζωής και την αξία του ατόμου. Τι σημαίνει τελικά μια «επιτυχημένη» ζωή και ποιος την ορίζει;

Σε αυτό το σημείο ξεκινά και μια πιο σύνθετη ανάγνωση του έργου, σύμφωνα με άρθρο του The Conversation, που φωτίζει πτυχές της ταινίας οι οποίες συχνά μένουν στο περιθώριο της δημοφιλούς ανάγνωσης.

Η μουσική ως κρυφός αφηγητής

Κεντρικό ρόλο σε αυτή την ανάλυση παίζει η μουσική. Η συμβολή του συνθέτη Ντιμίτρι Τιόμκιν δεν περιορίζεται στην απλή συναισθηματική υποστήριξη των σκηνών.

Αντίθετα, ο ήχος λειτουργεί ως υπόγειος αφηγητής, αποκαλύπτοντας εντάσεις και αντιφάσεις που δεν εκφράζονται ρητά από το σενάριο.

Παρότι ο Τιόμκιν είχε γράψει εκτενή μουσική επένδυση, μεγάλο μέρος της δεν χρησιμοποιήθηκε. Στη θέση της, η ταινία αντλεί από γνωστά παραδοσιακά και εορταστικά τραγούδια, αλλά και από τζαζ κομμάτια, δημιουργώντας ένα ανομοιογενές αλλά ιδιαίτερα εύγλωττο ηχητικό τοπίο.

Από το διήγημα στη μεγάλη οθόνη

Η διαδρομή της ταινίας μέχρι την ολοκλήρωσή της ήταν πολυκύμαντη. Η αφετηρία της ήταν το διήγημα The Greatest Gift (1939), το οποίο πέρασε από διαφορετικά στούντιο πριν καταλήξει στη Liberty Films του Φρανκ Κάπρα. Το σενάριο ξαναγράφτηκε πολλές φορές, ενώ ο Τζέιμς Στιούαρτ ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο λίγο μετά την επιστροφή του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κουβαλώντας ακόμη τα ψυχικά τραύματα της εμπειρίας του.

Παρά τη μετέπειτα φήμη της, η ταινία δεν γνώρισε αρχικά επιτυχία και αντιμετώπισε ακόμη και την καχυποψία των αρχών. Ένα γραφειοκρατικό λάθος στα πνευματικά δικαιώματα την οδήγησε τελικά στο δημόσιο πεδίο, ανοίγοντας τον δρόμο για τις αμέτρητες τηλεοπτικές προβολές που τη μετέτρεψαν σε χριστουγεννιάτικο ορόσημο.

Τζαζ, φυλή και «ηθική τάξη»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η ταινία χρησιμοποιεί τη μαύρη μουσική παράδοση.

Η τζαζ, όταν εμφανίζεται, συνδέεται κυρίως με την Πότερσβιλ και παρουσιάζεται ως σύμβολο ηθικής παρακμής.

Η εμφάνιση του Meade Lux Lewis σε ένα σκοτεινό μπαρ λειτουργεί ως οπτικοακουστική επιβεβαίωση αυτής της αφήγησης.

Την ίδια στιγμή, αφροαμερικανικές μουσικές φόρμες υιοθετούνται σε πιο «αποδεκτές» εκδοχές, εκτελεσμένες από λευκούς μουσικούς, στο υποτίθεται αγνό Μπέντφορντ Φολς.

Έτσι, η ταινία απορρίπτει και ταυτόχρονα οικειοποιείται τη μαύρη μουσική, εντάσσοντάς την σε ένα πλαίσιο λευκού ελέγχου.

Ένα όχι και τόσο αθώο happy end

Παρά τον αισιόδοξο τόνο του φινάλε, το Μπέντφορντ Φολς δεν παρουσιάζεται ως ένας απολύτως δίκαιος ή ισότιμος κόσμος. Ο Τζορτζ επιστρέφει στην πόλη του ανακουφισμένος, όχι επειδή έχουν αλλάξει οι συνθήκες γύρω του, αλλά επειδή αποκαθίσταται το αίσθημα της βεβαιότητας ότι έχει θέση μέσα στην κοινότητα και ότι η ύπαρξή του αναγνωρίζεται.

Ωστόσο, αυτή η επανένταξη έχει τίμημα. Ο Τζορτζ δεν συνειδητοποιεί —ή επιλέγει να μην δει— τον καθοριστικό ρόλο του πλούσιου και πανίσχυρου Χένρι Πότερ στις αδικίες και τις οικονομικές πιέσεις που τον οδήγησαν στην κρίση. Το happy end βασίζεται λιγότερο στη δικαιοσύνη και περισσότερο στη συναισθηματική επιβεβαίωση ότι είναι κομμάτι ενός κόσμου που τον χρειάζεται.

Η κοινότητα τον αγκαλιάζει, αποκαθιστώντας το αίσθημα του ανήκειν και της αποδοχής, την ίδια στιγμή όμως που οι δομές ανισότητας και εξουσίας παραμένουν ανέγγιχτες και αόρατες στο συλλογικό βλέμμα.

Μια ταινία που αντέχει στις επαναναγνώσεις

Ίσως ακριβώς γι’ αυτό η «Μια Υπέροχη Ζωή» εξακολουθεί να μας αφορά. Πίσω από το γιορτινό της περίβλημα, η ταινία δεν μιλά μόνο για την αξία της ζωής, αλλά για την ανάγκη του ανθρώπου να γίνεται αποδεκτός, να αναγνωρίζεται και να βρίσκει νόημα μέσα σε μια κοινότητα.

Την ίδια στιγμή, συνυπάρχουν αντικρουόμενες αφηγήσεις για το ποιοι δικαιούνται αυτό το αίσθημα και με ποιους όρους — αφηγήσεις που αγγίζουν τη μουσική, τη φυλή, την τάξη και την κοινωνική ορατότητα. Αυτές οι εντάσεις είναι που επιτρέπουν στην ταινία να διαβάζεται ξανά και ξανά, όχι μόνο ως χριστουγεννιάτικο αφήγημα παρηγοριάς, αλλά ως σύνθετο σχόλιο πάνω στο ποιος χωρά τελικά μέσα σε μια «ιδανική» κοινότητα.

*Όλες φωτογραφίες αποτελούν στιγμιότυπα της ταινίας