Η ταραγμένη δεκαετία του 1930 ήταν γεμάτη με πολιτικές υποχωρήσεις απέναντι στην Ακροδεξιά, ενόσω αυτή κατέγραφε ανησυχητική άνοδο στην Ευρώπη.

Αφελώς θεωρήθηκαν αρχικά ανώδυνες, με φόντο μια σπειροειδή οικονομικο-κοινωνική αναταραχή και το τραύμα του Α’ Παγκόσμιου πολέμου.

Όμως κάθε φορά που η δημοκρατία διαπραγματεύτηκε με τον αυταρχισμό, ο δεύτερος κέρδιζε έδαφος.

Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται, σε νέο πλαίσιο και όρους.

Εν μέσω συστημικού κατευνασμού, η Ακροδεξιά «κανονικοποιείται» και γιγαντώνεται, με την ΕΕ να ωθείται σταδιακά εκ νέου σε μια ιστορική επιλογή.

Θα επιλέξει να διατηρήσει τη μεταπολεμική της ταυτότητα ή θα μετασχηματιστεί σε κάτι ριζικά διαφορετικό, μια ένωση κρατών με ασύμβατες αξίες;

Το διακύβευμα δεν είναι μόνο ποιος κυβερνά, αλλά και ποιος καθορίζει το αφήγημα και το νόημα της Ευρώπης.

Στην «εξίσωση» αυτή έχει μάλιστα πλέον προστεθεί ένας νέος καθοριστικός παράγοντας: η εποχή Τραμπ 2.0.

Από την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, προ οκταμήνου, τα ακροδεξιά κόμματα στη Γηραία Ήπειρο έχουν «ηλεκτριστεί».

Γίνονται ωμές πολιτικές παρεμβάσεις υπέρ τους από  αξιωματούχους της νυν αμερικανικής κυβέρνησης, ενόσω αυτή «κονταίνει» πολιτικά την ήδη ελλειμματική ηγεσία της ΕΕ.

Η δε δολοφονία του «σημαιοφόρου» του τραμπισμού στο νεανικό κοινό στις ΗΠΑ, του Τσάρλι Κερκ, έχει λειτουργήσει ως επιταχυντής ενός εν εξελίξει ιδεολογικού πολέμου στους κόλπους της φιλελεύθερης Ευρώπης.

Συνδυάζει λαϊκιστικές μισαλλόδοξες πολιτικές με ρητορική ακραίας πόλωσης, προώθηση μιας «εναλλακτικής αλήθειας» για την ελευθερία του λόγου και στοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.

Πλέον, αυτή η εκστρατεία δεν γίνεται γίνεται από το πολιτικό περιθώριο, αλλά μέσα στα πολιτικά «σαλόνια» της ΕΕ.

Για «έρπουσα ενσωμάτωση» στα θεσμικά της όργανα κάνει χαρακτηριστικά λόγο νέα έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Aσφάλειας (SWP). Από τις πιο σημαντικές δεξαμενές σκέψης για τις διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη.

«Πηγαδάκι» μεταξύ της Γερμανίδας προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του συμπατριώτη και ομοϊδεάτη της Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής της κεντροδεξιάς ευρωομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (EPA/RONALD)

Θεσμική ενσωμάτωση με τις «πλάτες» του ΕΛΚ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομήθηκε πάνω στην αρχή της δημοκρατικής συναίνεσης -υπενθυμίζεται στην έκθεση- με ευρείες διακομματικές πλειοψηφίες και μία de facto απομόνωση των ακραίων πολιτικών φωνών.

Πρόκειται για το λεγόμενο δημοκρατικό «τείχος προστασίας», που τηρήθηκε απαρέγκλιτα για δεκαετίες, παρά την ανομοιογένεια των κρατών-μελών.

Όμως οι ρωγμές έχουν αρχίσει να γίνονται πια όχι μόνο ορατές, αλλά όλο και πιο βαθιές.

Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η Ακροδεξιά έχει θέση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς -αυτό έχει ήδη απαντηθεί στην πράξη, με την παρουσία της Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συμμετέχοντας ενεργά στη λήψη αποφάσεων.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια Ευρώπη διαμορφώνεται μέσα από αυτή τη νέα πολιτική συγκυρία, καθώς ορισμένες από τις ισχυρότερες χώρες της έχουν ήδη ακροδεξιά κυβέρνηση (Ιταλία), είτε οδεύουν δημοσκοπικά προς μία (Γαλλία, Γερμανία).

Στις ευρωεκλογές του 2024, τα ακροδεξιά κόμματα είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται σε 22 από τα 27 κράτη-μέλη.

Σήμερα, οι ευρωβουλευτές που ανήκουν σε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν περίπου το 26% των εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αν κάποτε περιορίζονταν σε περιθωριακούς ρόλους κομμάτων διαμαρτυρίας, πλέον συνδιαμορφώνουν πλειοψηφίες, έχουν πρόσβαση σε επιτροπές και επηρεάζουν στρατηγικές επιλογές, παρά το γεγονός ότι ως πολιτικός χώρος παραμένει έως τώρα πολυδιασπασμένος.

Κυμαίνεται από την ευρωσκεπτικιστική, χαρακτηριζόμενη ως «soft» ακροδεξιά ευρωομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), έως τους σκληροπυρηνικούς εθνολαϊκιστές «Πατριώτες για την Ευρώπη» (PfE) και τους ακραιφνώς ακροδεξιούς της «Ευρώπης των Κυρίαρχων Εθνών» (ESN).

Είναι και οι τρεις σήμερα «μνηστήρες» της μεγαλύτερης ευρωομάδας: του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ).

«Η αυξημένη προθυμία του να σχηματίσει πλειοψηφίες με τη συμμετοχή ακροδεξιών ομάδων είναι εμφανής κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο», επισημαίνει το SWP.

Το αποτέλεσμα;

«Οι εντεινόμενες επιφυλάξεις και εντάσεις έναντι του ΕΛΚ εντός του κεντροαριστερού στρατοπέδου απειλούν να διαταράξουν την υπάρχουσα ισορροπία και να καταστήσουν τη φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία ακόμη πιο εύθραυστη», προειδοποιεί.

Στιγμιότυπο από την ομιλία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για την Κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Στρασβούργο, 10 Σεπτεμβρίου 2025 (REUTERS/Yves Herman)

Περιστρεφόμενες «κερκόπορτες» για την Ακροδεξιά

Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, αναφέρει το γερμανικό ινστιτούτο, «το ένα τρίτο των κυβερνήσεων κρατών μελών της ΕΕ είτε ηγούνται, είτε υποστηρίζονται από ακροδεξιά κόμματα».

Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγει την Ιταλία, την Ουγγαρία και το Βέλγιο.

Στις δε «επτά από τις εννέα χώρες, στις οποίες συμμετέχουν ακροδεξιές δυνάμεις σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, περιλαμβάνονται κόμματα του ΕΛΚ».

Οι δύο εξαιρέσεις, εξηγεί το SWP,  είναι αφενός η Ουγγαρία του υπερεθνιστική Βίκτορ Όρμπαν, που απέσυρε το 2021 το κόμμα του Fidesz από το ΕΛΚ και συνίδρυσε πέρυσι τους «Πατριώτες για την Ευρώπη», επικεφαλής των οποίων είναι ο Γάλλος Ζορντάν Μπαρντελά, το «πουλέν» της Μαρίν Λεπέν.

Αφετέρου η Σλοβακία του λαϊκιστή σοσιαλδημοκράτη Ρόμπερτ Φίτσο, το κόμμα του οποίου, Smer, «εκδιώχθηκε από την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D)» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τώρα «κινείται όλο και περισσότερο στις παρυφές του πολιτικού φάσματος».

Συνολικά, η είσοδος ή κυριαρχία ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνήσεις κρατών-μελών των 27 έχει άμεσες συνέπειες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο της Ε.Ε., δύο από τους βασικότερους θεσμούς λήψης αποφάσεων στους «27», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Το κρίσιμο όριο για «σχηματισμό μειοψηφιών που μπορούν να μπλοκάρουν αποφάσεις απαιτεί τέσσερα κράτη με 35% πληθυσμό της ΕΕ». Σήμερα, αυτό δεν έχει επιτευχθεί.

Αν όμως η Ακροδεξιά επικρατήσει σε ένα μεγάλο κράτος μέλος -με πιο άμεσα ορατό ενδεχόμενο στην ήδη πολιτικά ασταθή Γαλλία, στις προεδρικές εκλογές του 2027, ενόσω στη Γερμανία η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση του AfD δημοσκοπικά «καλπάζει»– οι ισορροπίες θα αλλάξουν δραματικά.

Ήδη, αν και διαφέρουν σε στρατηγικές και εθνικά συμφραζόμενα, τα ακροδεξιά κόμματα έχουν κοινό έδαφος σε διάφορα πεδία: αντιμεταναστευτική πολιτική, αντίθεση στην «πράσινη μετάβαση» της οικονομίας, βαθιά συντηρητική κοινωνική ατζέντα.

Παρά τις διαφορές τους, συγκλίνουν σε έναν ριζικό πολιτισμικό συντηρητισμό, που επιχειρεί να επανακαθορίσει την Ευρώπη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών σε μια ήπειρο-φρούριο, εθνοκεντρική.

​​

Με τις «ευλογίες» του Τραμπ

Ο κίνδυνος πλέον δεν είναι απλώς η -σημειωτέον φιλοτραμπική ως επί το πλείστον- Ακροδεξιά στους κόλπους της ΕΕ ως εκλογικό φαινόμενο, όπως προκύπτει συμπερασματικά από την έκθεση του SWP.

Είναι η «κανονικοποίηση» και νομιμοποίησή της ως διαχειριστή της εξουσίας.

Αναθεωρητικό, το αφήγημα της επιδιώκει να ξαναγράψει την ιστορία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, σε μια περίοδο αλυσιδωτών μειζόνων κρίσεων, με έλλειμμα ηγεσίας.

Εμφανιζόμενη ως μετριοπαθής ή μη, οραματίζεται μια Ένωση α λα καρτ, με ρητορική κατά των θεμελιωδών αρχών και ιδεωδών της Ε.Ε.

Οι ευθύνες στο φιλοευρωπαϊκό «στρατόπεδο», προφανείς.

Στην παρούσα φάση, «λόγω της ισχύος του τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ΕΛΚ θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τα επόμενα χρόνια», παρατηρεί το γερμανικό ινστιτούτο.

«Αλλά αν θέλει να παραμείνει πιστό στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να εγκαταλείψει την επιδίωξή του για μια ολοένα και πιο αντιφατική πορεία τοποθέτησης με βάση από τη μια τις αξίες και, από την άλλη, μιας επιλεκτικής οικοδόμησης πλειοψηφιών με ακροδεξιούς εταίρους».

Η δε ευρωπαϊκή Αριστερά, βαθιά κατακερματισμένη, δείχνει να αδυνατεί να αρθρώσει ένα συνεκτικό, πανευρωπαϊκό αφήγημα απέναντι στον εθνολαϊκισμό, που αλιεύει ολοένα και περισσότερες ψήφους από την εργατική τάξη.

Αυτά, ενόσω «η Ευρώπη έχει κολλήσει σε ένα Truman Show και η Αμερική του Τραμπ βρίσκεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει έτερη έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (ECFR), χρησιμοποιώντας την οργουελική κινηματογραφική δραματική κωμωδία του 1988 για να σκιαγραφήσει έναν εν εξελίξει «πολιτισμικό πόλεμο» που διεξάγει το κίνημα MAGA του Αμερικανού προέδρου στα εδάφη της ΕΕ.

Διεξάγεται εν μέσω κοινωνικής πόλωσης -υπογραμμίζει- συσσωρευμένων άλυτων προβλημάτων, καθώς και «διχόνοιας και αμφισημίας στις τάξεις των Ευρωπαίων ηγετών».