Ο γάλλος λόγιος και συγγραφέας Ροζέ Μιλλιέξ (Roger Milliex) υπήρξε ένας θερμός φιλέλληνας, ένας από τους ξένους που αγάπησαν μαζί με την αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα, το σύγχρονο Έλληνα.

Ο Μιλλιέξ, ο οποίος γεννήθηκε το 1913 στη Μασσαλία και έφυγε από τη ζωή στις 7 Ιουλίου 2006, αγάπησε την Ελλάδα με πάθος και ρομαντισμό, συμβάλλοντας ουσιωδώς στην ανάπτυξη και την εμβάθυνση των ελληνογαλλικών σχέσεων, αγωνίστηκε δε σαν γνήσιος Έλληνας στο πλευρό των ανθρώπων του τόπου μας.


Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αιξ στην Προβηγκία, ο Μιλλιέξ εργάστηκε αρχικά (από το 1936) ως καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, αργότερα δε χρημάτισε υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (και διευθυντής αυτού επί Κατοχής, μετά τη σύλληψη και τον εκτοπισμό του επίσης παθιασμένου με την Ελλάδα Οκτάβιου Μερλιέ, το 1941), συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιτισμική –και όχι μόνο– προσέγγιση της Ελλάδας και της Γαλλίας, στην αθόρυβη αλλά και ουσιαστική στήριξη των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, της ελληνικής διανόησης.

Στα τέλη του 1945 ο Μιλλιέξ, σε συνεργασία με τον Μερλιέ (διευθυντή και πάλι του Γαλλικού Ινστιτούτου από τον Ιούλιο του 1945), πρόσφερε σε έλληνες πνευματικούς ανθρώπους υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι (μεταξύ αυτών, ο Νίκος Σβορώνος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Γεώργιος Κανδύλης και ο Κώστας Κουλεντιανός).


Εξάλλου, στα χρόνια της Κατοχής ο Μιλλιέξ και η σύζυγός του, η συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, ανέλαβαν τη συγκινητική πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν έργα σημαντικών γάλλων καλλιτεχνών και διανοουμένων (πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, χαρακτικά, γλυπτά, χειρόγραφα, βιβλία) σε ένδειξη σεβασμού προς τον ελληνικό λαό για την ηρωική στάση του στους χαλεπούς εκείνους καιρούς και την πείσμονα αντίστασή του στους γερμανούς κατακτητές.

Ο Μιλλιέξ, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1982, κατέλιπε συγγραφικό έργο (βιβλία, λογοτεχνικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα), ενώ τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από την Ελληνική Δημοκρατία και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.


Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 1957 υπήρχε ένα άρθρο του Ροζέ Μιλλιέξ που αφορούσε τη Νάξο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.10.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο κείμενό του αυτό, το οποίο έφερε τον τίτλο «Η Νάξος, το ωραίο νησί με την πλούσια καρδιά», ο Μιλλιέξ κατέγραφε ως εξής τις καλοκαιρινές εντυπώσεις του από το φημισμένο Κυκλαδονήσι:


Να πας να γνωρίσεις ένα καινούργιο μέρος, να το γυρίσεις μ’ όρεξη και κάποια απληστία 3-4 βδομάδες, να έχεις την εντύπωση ότι απόχτησες μια γενική εικόνα του τόπου και ότι, οπτικά τουλάχιστον, το ξέρεις πια καλύτερα από τους περισσότερους ντόπιους, και την τελευταία στιγμή ν’ ακούσεις έναν εκλεκτό κάτοικο, έναν απ’ αυτούς τους λάτρες της πατρίδας τους που συναντάς παντού, να σου πει: «Δεν είδες τίποτε!», είναι για τον εγωισμό του νεοφερμένου μια ευεργετική ψυχρολουσία που την έχω δοκιμάσει αρκετές φορές ίσαμε σήμερα. Τη δοκίμασα πρόσφατα και στη Νάξο, δυο μέρες πριν φύγω. Κάποιος καινούργιος φίλος που, από τη βίγλα του στην Απείρανθο, ο έρωτάς του αγρυπνεί, έτοιμος κάθε τόσο για εξόρμηση στις πιο μικρές και κρυφές πτυχές του λατρεμένου του νησιού, σαν τον αποχαιρετούσα, σ’ ένα σοκάκι της Χώρας, μου δήλωσε, με τρόπο απογοητευτικό: «Φεύγετε κιόλας; Μα δεν είδατε τίποτε!»


Εννοούσε, νομίζω, ότι δεν είδα όλες τις ιερές αυτές πέτρες που σημαδεύουν την πλούσια ιστορία της Νάξου από την προϊστορία ίσαμε τα φράγκικα και φεουδαρχικά χρόνια. Ομολογώ ότι δεν τις είδα όλες. Όχι βέβαια που αρκέσθηκα στην κλασσική Πύλη, στα «Παλάτια», και στο επιβλητικό, ονειρεμένο Κάστρο. Αλλά από τους δυο Κούρους που πήγα να επισκεφτώ έξω από τους Μέλανες, αξιώθηκα να δω έναν μόνο στο Φλεριό, αυτόν που, λίγο πάνω από την πηγή, τόσο αναπάντεχα τον ανακαλύπτεις, συγκινητικά πεσμένο μέσα σ’ ένα περιβόλι, σαν παγιδευμένο στο τειχάκι από το ημιτελές του πόδι. Τον άλλον δυστυχώς δεν ξέρανε να μου πουν πού κοντά βρίσκεται.


Βέβαια, κατηφόρισα το καλντερίμι από την Κωμιακή στον Απόλλωνα επίτηδες, για να δω τον άλλον φημισμένο Κούρο, αυτό το τεράστιο –10 μέτρα μπόι– φοβερό πέτρινο ρομπότ, που ξαπλωμένος ανάσκελα για την αιωνιότητα και κολλημένος στο νταμάρι του σε τρομάζει και είναι ο μπαμπούλας για τα άτακτα παιδάκια του χωριού. Βέβαια, επισκέφθηκα επίσης, μ’ ενθουσιώδη οδηγό τον κ. Στέλιο Γρύλλη, τις ενδιαφέρουσες ανασκαφές του φίλου κ. Κοντολέοντος στο Γύρουλα, κάτω από το Σαγκρί. Αλλά δεν πρόλαβα να πραγματοποιήσω το σχέδιο μιας εκδρομής στον ξακουστό πύργο του Χειμάρρου. Κι’ αν προσκύνησα αρκετές βυζαντινές ή μεταβυζαντινές εκκλησίες στη Χώρα, κάτω από τις ελιές της Τραγαίας, στο Σαγκρί κι’ αλλού, αν περιεργάστηκα εδώ κι’ εκεί πύργους και οικόσημα, υπάρχουν ακόμα, το ξέρω, άλλα τόσα μνημεία της ίδιας εποχής ν’ ανακαλύψω (ιδιαίτερος καημός μούμεινε, μετά τη φωτογραφία που μούδειξε ο κ. Σφυρόερας, το μοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού).


Αλλά φαντάζομαι ότι δεν έκανα άσχημα που δεν εξάντλησα μονορούφι τη Νάξο, ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο περιέργειας για δεύτερο ταξίδι. Γιατί, χώρια από τις παλιές πέτρες, η πρώτη διαμονή στη Νάξο μάς άφησε αυτή τη γλυκειά γεύση, αυτή την όρεξη για δεύτερη δόση φαγητού ή ταξιδιού που, με μια μόνη έκφραση, τη λέμε εμείς οι Γάλλοι και για νόστιμα φαγητά και για νόστιμα μέρη: goût de revenez-y – δηλαδή μαζί: να ξαναπάρουμε και να ξανάρθουμε.


Σ’ αυτή την Αξιώτικη γεύση ανακατεύονται αχώριστα η γοητευτική φύση και οι γλυκύτατοι άνθρωποι. Κλείνω τα μάτια μου και ξαναβλέπω τον κεντρικό, βόρειο και δυτικό τομέα του νησιού, που τον γύρισα σχεδόν ολόκληρο και που τυχαίνει να είναι σήμερα η μόνη κατοικημένη περιοχή. Αποτελεί, σε μικρογραφία, μια πλήρη γεωγραφική σύνθεση από βουνά, οροπέδια, κοιλάδες, πεδιάδες, ακρογιάλια, που μπορεί να ικανοποιήσει τον πιο απαιτητικό φυσιολάτρη, τον πιο διψασμένο για ποικιλία. Ο ορεινός δρόμος Τραγαία – Μονή – Κόρωνος – Σκαδό – Κωμιακή θα τον γεμίσει έξαρση, κι’ αν σταθεί πιο ευτυχής από μένα –δυο φορές αναγκάστηκα να ματαιώσω την ανάβαση, να σκαρφαλώσω το βουνό Ζας, το όρος Διός Μηλωσίου, πάνω σ’ αυτή τη βίγλα των Κυκλάδων, στα 1.004 μέτρα–, θα χαρεί το δισυπόστατο ελληνικό θαύμα του βουνού και του πελάγους.


Το χάρηκα κ’ εγώ σε μιαν αλησμόνητη επτάωρη πορεία από τον Απόλλωνα ίσαμε τη Νάξο, όπου η κάθε μια από τις αλληλοδιάδοχες λαγκαδιές που ανεβοκατεβαίνεις σου χαρίζει, κάτω από τα κορφοβούνια, κ’ ένα διαφορετικό άνοιγμα προς τ’ απέναντι νησιά και τη θάλασσα, και σε προσκαλεί να ροβολήσεις τις πλαγιές προς τα παρθένα ακρογιάλια και τις μοναχικές αμμουδιές. Η πιο χαρακτηριστική όμως νότα του προνομιούχου τοπίου της Νάξου, κοντά στις άλλες Κυκλαδίτικες αδελφές του, είναι αυτή του πράσινου, στις ρεματιές, κυρίως σ’ αυτές τις θελκτικές, αξέχαστες οάσεις που λέγονται Εγγαρές, Μέλανες, κοιλάδα της Ποταμιάς – αχ, αυτή η Πάνω Ποταμιά, πόσα θα έδινε ο βιαστικός πεζοπόρος να μείνει ώρες πολλές, βουτηγμένος στην πρασινάδα και στη δροσιά της. […]


Η ψυχή μας όμως στους ανθρώπους της Νάξου θα προστρέχει, που η καρδιά τους είναι πιο δροσερή και από τα νερά της. Μια καρδιά ποιητική και κεφάτη μαζί, καθώς το διαπιστώσαμε στα πανηγύρια και στις οικογενειακές γιορτές όπου λάβαμε μέρος στο Δαμαριώνα, στο Φιλώτι, στο Σαγκρί, και όπου θαυμάσαμε τα λυρικά ή χιουμοριστικά «κοτσάκια», που αυτοσχεδιάζανε για τους χορευτές οι εμπνευσμένοι Απειρανθιώτες βιολιτζήδες κ’ επί τόπου, στο χωριό τους, ακούγοντας τα πετυχημένα στιχάκια του γέροντα Κληρονόμου. Θυμηθήκαμε μια καλή Αξιώτικη νταντά, την κυρα-Δέσποινα, που, αγράμματη όντας, μας υπαγόρευε γράμματα σε στίχους, στους δικούς της, κ’ είχε μάθει στον Άγγελο Σικελιανό το ωραίο σύνθετο «αγγελοπαραδομός» (με την έννοια: εξαίσια απόλαυση).


Μια καρδιά αυθόρμητη, ανοιχτή και καλόβουλη. Ένας απ’ αυτούς τους φίλους που αποχτήσαμε ανάμεσα στους άδολους νησιώτες, ο πιο θερμός απ’ όλους, μας το είπε με πολύ εκφραστικό τρόπο: «Είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά». […]


Γενικά, η Νάξος πλούτισε την προσωπική μου συλλογή εκδηλώσεων ελληνικής φιλοξενίας μ’ αξέχαστες φιγούρες, σαν κι’ αυτή του γέροντα στην Άνω Ποταμιά, δίπλα στην πηγή, που μ’ έμπασε στο περιβόλι του να το σεργιανίσω, να χαρώ όλα τα λουλούδια και τα φρούτα του, μαζί με τη σοφή κουβέντα του. «Εσύ», μου είπε, «είσαι μορφωμένος, εγώ είμαι αγράμματος, είμαι ένα ζώο, όμως πιστεύω ότι κάτι μπορείς να μάθεις από την κουβέντα μου». Ναι, γέροντά μου, σωστά τα είπες.

[…]


Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ναξιώτη ηθοποιού Δημήτρη Ήμελλου, που γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1967 και απεβίωσε στις 16 Δεκεμβρίου 2024.


Ο Δημήτρης Ήμελλος

Εάν θέλετε να ακούσετε τον ίδιον τον Ήμελλο να μιλά για την αγαπημένη του Νάξο, πατήστε εδώ.