Υπό το μικροσκόπιο ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat ο αναβαλλόμενος φόρος των τραπεζών
Υπό τακτική παρακολούθηση θα θέσουν η ΕΛΣΤΑΤ και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών, καθώς υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να επιβαρύνει τους εθνικούς λογαριασμούς και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Αλλά και η ΕΚΤ έχει δείξει πως δεν επικροτεί τον λογιστικό αυτό χειρισμό, καθώς αφήνει εκτεθειμένα τα κράτη μέλη από τη σκοπιά του δημόσιου χρέους και τη βιωσιμότητα του.
Υπό τακτική παρακολούθηση θα θέσουν η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών, καθώς υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να επιβαρύνει τους εθνικούς λογαριασμούς και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Ήδη από τα τέλη Αυγούστου η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία έχει γνωμοδοτήσει πως τα μοντέλα που υιοθέτησαν οι Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία για τον αναβαλλόμενο -και τα οποία ακολουθεί και η ελληνική ρύθμιση– δεν καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς, εκτός εάν προκύπτουν οριστικές απαιτήσεις (φορολογική πίστωση) έναντι του Δημοσίου, από την μετατροπή του αναβαλλόμενου.
Για αυτές τις περιπτώσεις, η Eurostat ξεκαθάρισε πως θα αποσαφηνίζει κατά περίπτωση τι θα πρέπει να καταγράφεται κατά τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (EDP) και τις κοινοποιήσεις που γίνονται δύο φορές το χρόνο Απρίλιο και Οκτώβριο. Στη βάση αυτή η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία έχει ξεκαθαρίσει πως θα παρακολουθεί στενά τις μελλοντικές νομικές εξελίξεις που αφορούν στον αναβαλλόμενο σε όλα τα κράτη μέλη και θα προβαίνει διμερώς σε συζητήσεις για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την εγγραφή του στους εθνικούς λογαριασμούς.
Οι προβληματισμοί της ΕΚΤ
Αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις γνώμες που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών -και ειδικά στην τελευταία της γνώμη για το μοντέλο τη Πορτογαλίας – δείχνει πως δεν επικροτεί τον λογιστικό αυτό χειρισμό καθώς αφήνει εκτεθειμένα τα κράτη μέλη από τη σκοπιά του δημόσιου χρέους και τη βιωσιμότητα του.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται ο αναβαλλόμενος φόρος δεν συμβάλει στο να σπάσει ο δεσμός μεταξύ του τραπεζικού τομέα και του δημόσιου χρέους. Επισημαίνει δε πως η μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογίας σε φορολογική πίστωση μπορεί να μειώσει τα κίνητρα ή και την κανονιστική ανάγκη προκειμένου οι μέτοχοι να εισφέρουν νέα κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα.
Επιπλέον, η ΕΚΤ αναφέρει πως αντιθέτως με την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα με μετρητά από ιδιώτες επενδυτές, η πίστωση φόρου μέσω του αναβαλλόμενου θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα «πρόσθετο βάρος» του κρατικού χρέους.
«Αυτές οι δυνητικοί κίνδυνοι μπορεί να επιδεινωθούν σε χώρες με υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, και, επομένως, μπορεί να συμβάλουν στον οικονομικό κατακερματισμό εντός της ζώνης του ευρώ»,τονίζεται χαρακτηριστικά σε γνώμη της ΕΚΤ που δημοσιοποιήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014.
Οι προειδοποιήσεις του ΓΛΚ
Υπενθυμίζεται πως η ειδική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει την τροπολογία για τον αναβαλλόμενο φόρο ξεκαθαρίζει πως μπορεί να προκαλέσει σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού :
Ενδεχόμενη απώλεια εσόδων από την μετατροπή (από το 2016 και μετά) σε οριστικές απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου των οριζομένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που θα περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών, των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και των εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον το λογιστικό , μετά από φόρους αποτέλεσμα αυτών είναι ζημία. Η πραγματική απώλεια θα επέλθει από το 2021 και μετά δεδομένης της ισχύουσας και σήμερα μεταφοράς της ζημιάς για πέντε έτη.
Ενδεχόμενη δαπάνη (από το 2016 και μετά) για την εξυπηρέτηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που θα εκδοθούν προς εξόφληση των απαιτήσεων από μετατροπή των οριζομένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, σε περίπτωση που τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα τεθούν σε εκκαθάριση, ειδική εκκαθάριση, διαδικασία εξυγίανσης ή κηρυχτούν σε πτώχευση.
Ενδεχόμενη μελλοντική (τουλάχιστον μετά από 30 χρόνια) δαπάνη για την εξυπηρέτηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που θα εκδοθούν σε περίπτωση που οι απαιτήσεις των ανωτέρω νομικών προσώπων δεν έχουν συμψηφιστεί στο σύνολο τους με φόρο εισοδήματος κατά τα επόμενα 30 έτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα προκύψει παράλληλα και αύξηση του χαρτοφυλακίου του Δημοσίου (και συνεπώς και μελλοντική αύξηση εσόδων από μερίσματα) από την έκδοση κοινών μετοχών των νομικών αυτών προσώπων που θα ανήκουν στο Δημόσιο.
Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αναφέρει πως τα ανωτέρω οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν εκ των προτέρων διότι εξαρτώνται από τις μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων (κερδοφορία ή μη, ύψος αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, λόγος ενδεχόμενης λογιστικής ζημίας προς ίδια κεφάλαια), τους μελλοντικούς φορολογικούς συντελεστές , τους όρους των τίτλων που τυχόν εκδοθούν, κ.λ.π..