Είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά, μετά από 40 και πλέον χρόνια, το όνομα Corolla δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της γκάμας της Toyota. Λόγοι κυρίως marketing οδήγησαν σε αυτή την επιλογή, με το Auris να αναλαμβάνει τα ηνία στη μικρομεσαία κατηγορία και την Corolla να έπεται, διαθέσιμη αποκλειστικά σε τετράθυρη διαμόρφωση.
Αρκετοί ίσως κάνουν λόγο για επικίνδυνους πειραματισμούς της εταιρίας, κάποιοι άλλοι ίσως να ταυτοποιήσουν τα δύο μοντέλα, με δεδομένο ότι μοιράζονται αρκετά κοινά μέρη, στην πράξη, ωστόσο, πρόκειται τελικά για δύο διαφορετικά αυτοκίνητα, με ξεχωριστές προσωπικότητες και βλέψεις.
Σε αντίθεση με το Auris, που σχεδιάστηκε και κατασκευάζεται στην Ευρώπη, η Corolla αποτελεί γέννημα-θρέμμα της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου. Μεγαλύτερη κατά 13 ολόκληρα εκατοστά σε μήκος -4,54 μέτρα- από την απερχόμενη έκδοση, με 1,76 μέτρα πλάτος και 1,47 μέτρα ύψος, πλησιάζει πλέον επικίνδυνα τις αναλογίες του μεγαλύτερου Avensis, με ο,τι αυτό συνεπάγεται στο θέμα της άνεσης αλλά και σε εμπορικό επίπεδο.
Παρότι το πάτωμα παραμένει κοινό στις δύο νέες προτάσεις, εδώ δεν ακολουθείται η σχεδιαστική λογική του μεγεθυσμένου Yaris αλλά, προς τέρψιν των αισθήσεων, υιοθετείται το καλλίγραμμο και δυναμικό προφίλ των προτάσεων της Lexus. Το τελικό αποτέλεσμα κλίνει εμφανώς υπέρ του δευτέρου, με την Corolla να δείχνει πιο όμορφη και αναβαθμισμένη από ποτέ.
Το συγκεκριμένο συναίσθημα ενισχύεται και από το εσωτερικό, που είναι μεν πιο προσγειωμένο από αυτό του Auris, βαδίζει όμως στα ίδια στιλιστικά μονοπάτια. Με εξαίρεση ορισμένα σκληρά σε υφή πλαστικά τμήματα του ταμπλό, το συνολικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί ανάλογο των περιστάσεων.
Η εργονομία και το επίπεδο εξοπλισμού δεν επιδέχονται κριτικής, η θέση οδήγησης ρυθμίζεται παντοιοτρόπως ώστε να ταιριάζει σε όλους τους σωματότυπους, ενώ η αύξηση των εσωτερικών διαστάσεων -πλην του ύψους που, έστω και οριακά, περιορίστηκε- θα επιτρέψει την άνετη μεταφορά έως και πέντε επιβατών.
Με τη σειρά του το διαμέρισμα αποσκευών αγγίζει πλέον σε χωρητικότητα τα 450 λίτρα, τιμή που θεωρείται από τις καλύτερες της κατηγορίας, ενώ είναι άμεσα συγκρίσιμη με αυτές μεγαλύτερων προτάσεων.
Για τις ανάγκες της κίνησης η Toyota διατήρησε το VVT-i σύνολο των 1,4 λίτρων και 97 ίππων, προσθέτοντας επίσης στη γκάμα των κινητήρων και ένα νέο σύνολο, 1.598 κ.εκ., συνολικής ισχύος 124 ίππων. Το συγκεκριμένο είναι τεχνολογίας dual VVT-i, προσφέρει δηλαδή μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων και στους δύο εκκεντροφόρους, εισαγωγής και εξαγωγής.
Η ανάγκη για αύξηση της ισχύος -που σημειωτέον είναι η υψηλότερη στην κατηγορία των 1,6 λίτρων- οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση των στροφών που αποδίδεται η μέγιστη ροπή. Με 157 Nm στις 5.200 σ.α.λ. θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα μάλλον σπορ και όχι ιδιαίτερα εύχρηστο, καθημερινό σύνολο.
Στην πράξη, ωστόσο, ο συγκεκριμένος κινητήρας προσφέρει ικανοποιητικά αποθέματα ισχύος σε όλο το φάσμα των στροφών, κινώντας με σχετική άνεση τα 1.250 κιλά του αυτοκινήτου. Τα πρώτα 100 χλμ./ώρα έρχονται από στάση σε 10,4 δευτερόλεπτα, ενώ η τελική ταχύτητα δεν δυσκολεύεται να αγγίξει τα 195 χλμ./ώρα. Αναφορικά, τα αντίστοιχα νούμερα της έκδοσης 1.4, κυμαίνονται στα 13 δευτερόλεπτα και 170 χλμ./ώρα.
Οι συγκεκριμένες τιμές επιτυγχάνονται, εν μέρει, λόγω του σχετικά χαμηλού βάρους και της εξαιρετικής αεροδυναμικής σχεδίασης. Πράγματι, ο συντελεστής οπισθέλκουσας Cd=0,27 που έχει επιτευχθεί θεωρείται από τους κορυφαίους, ανεξαρτήτως κατηγορίας.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο οδηγός και οι λοιποί επιβάτες μπορούν κάλλιστα να απολαμβάνουν μία απαλλαγμένη από κραδασμούς και εξωτερικούς θορύβους μετακίνηση. Η καλή ηχομόνωση και η αποδοτική λειτουργία των αναρτήσεων, στο θέμα της απόσβεσης των ανωμαλιών, εξασφαλίζουν ένα ήσυχο και άνετο περιβάλλον.
Ταυτόχρονα οι λογικές κλίσεις στις στροφές, το θετικό σε απόκριση σύστημα διεύθυνσης και τα αποδοτικά φρένα ενισχύουν την εικόνα του συνόλου στο δρόμο. Η ουδετερότητα των αντιδράσεων και η πληθώρα των ηλεκτρονικών συστημάτων που είναι έτοιμα να παρέμβουν όποτε χρειαστεί αναδεικνύουν το σύγχρονο χαρακτήρα του οχήματος, φροντίζοντας παράλληλα για την ασφάλεια των επιβατών.
Αρκετά ευαισθητοποιημένη γύρω από το τελευταίο θέμα, η Toyota εφοδιάζει την Corolla με έως και 7 αερόσακους, εμπρόσθιους, πλευρικούς, κεφαλής, καθώς και ένα νέο, για τα πόδια του οδηγού. Αυτοί, σε συνδυασμό με το στιβαρό πλαίσιο και τα υπόλοιπα συστήματα παθητικής προστασίας θεωρείται ότι εξασφαλίζουν την ανώτατη διάκριση των πέντε αστέρων, ανάλογη με αυτή που έχει ήδη απονεμηθεί στο αδερφό Auris.
Οι πωλήσεις της νέας Corolla έχουν ήδη ξεκινήσει, με την έκδοση 1.4 να κοστίζει 15.980 και 17.780 ευρώ για τα επίπεδα εξοπλισμού Terra και Luna αντίστοιχα. Αμφότερα διαθέτουν air-condition, κεντρικό κλείδωμα με τηλεχειρισμό και ράδιο-CD με MP3, με την έκδοση Luna να φέρει επιπροσθέτως 7 έναντι 4 αερόσακων, διζωνικό κλιματισμό, δερμάτινο τιμόνι και επιλογέα, καθώς επίσης και ηλεκτρικά ρυθμιζόμενους καθρέφτες.
Σχετικά με την Corolla 1.6, διατίθεται σε 3 επίπεδα εξοπλισμού. Τα ανάλογα Terra και Luna κοστίζουν 18.150 και 19.290 ευρώ, ενώ ως κορυφαία έκδοση προσφέρεται η Sol, που φέρει επιπλέον ζάντες ελαφρού κράματος και Cruise control. Η τιμή της ανέρχεται στα 20.520 ευρώ, ενώ αν επιθυμεί κανείς να την προμηθευτεί με το αυτοματοποιημένο κιβώτιο ΜΜΤ -όπως αντίστοιχα και τη Luna- θα πρέπει να υπολογίζει επιπλέον 880 ευρώ.
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.