Λονδίνο: Τα χαμηλά επίπεδα μιας πρωτεΐνης ίσως βοηθήσουν τους επιστήμονες να εντοπίσουν τις γυναίκες που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν προεκλαμψία κατά τη διάρκεια της κύησης, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Λονδίνο: Τα χαμηλά επίπεδα μιας πρωτεΐνης ίσως βοηθήσουν τους επιστήμονες να εντοπίσουν τις γυναίκες που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν προεκλαμψία κατά τη διάρκεια της κύησης, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου Beth Israel Deaconess ελπίζουν ότι η μελέτη τους θα ανοίξει το δρόμο για νέες διαγνωστικές εξετάσεις της προεκλαμψίας.
Επί του παρόντος ο μόνος τρόπος διάγνωσης της πάθησης είναι η τακτική μέτρηση των επίπεδων της αρτηριακής πίεσης της μέλλουσας μητέρας και η διενέργεια εξετάσεων για μη φυσιολογικά επίπεδα του πλακουντιακού αυξητικού παράγοντα (PIGF) κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης.
Ωστόσο, μέχρι να ανιχνευθεί η αύξηση της αρτηριακής πίεσης, μπορεί να είναι πολύ αργά για την αντιμετώπιση της κατάστασης, η οποία μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Παλαιότερη μελέτη από την ίδια ερευνητική ομάδα είχε δείξει ότι η προεκλαμψία συνδέεται με αστάθεια των πρωτεϊνών, που ονομάζονται μόρια του αγγειογενετικού αυξητικού παράγοντα, οι οποίες διεγείρουν την ανάπτυξη μικρών αιμοφόρων αγγείων.
Σε μια φυσιολογική κύηση, το αναπτυσσόμενο έμβρυο δίνει «σήμα» στο οργανισμό της μητέρας να διευρύνει τα αιμοφόρα αγγεία του πλακούντα, τα οποία παρέχουν οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.
Ωστόσο, στην περίπτωση της προεκλαμψίας η ανάπτυξη των συγκεκριμένων αιμοφόρων αγγείων είναι περιορισμένη.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται σε μια περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ τριών πρωτεϊνών που ελέγχουν αυτή τη διαδικασία.
Στην παρούσα μελέτη, διαπίστωσαν ότι είναι εφικτό να ανιχνεύσουν τα χαμηλότερα του φυσιολογικού επίπεδα του PIGF στα ούρα εγκύων γυναικών που κινδύνευαν να εκδηλώσουν προεκλαμψία.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο BBC ο Δρ Ανανθ Καρουματσι που ηγήθηκε της μελέτης τόνισε ότι «η διάγνωση της πάθησης νωρίτερα μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν προεκλαμψία να αποφύγουν μεγάλες επιπλοκές. Ένα απλό τεστ ούρων μπορεί να προβλέψει την απαρχή της πάθησης έναν με δυο μήνες πριν την εκδήλωση των κλινικών συμπτωμάτων και αυτό μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά για τις ασθενείς, ιδιαιτέρως εκείνες που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ειδικευμένη ιατρική φροντίδα».
Σχολιάζοντας τη μελέτη ο Δρ Γκόρντον Σμιθ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ την χαρακτήρισε «ενδιαφέρουσα και σημαντική».
«Θα μπορούσε να κάνει την διάγνωση της προεκλαμψίας απλούστερη. Ωστόσο έχουμε ήδη αποτελεσματικά μέσα διάγνωσης της προεκλαμψίας, όπως το Doppler μητριαίας αρτηρίας, το οποίο μπορεί να γίνει στην 23η εβδομάδα της κύησης.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και αν εντοπίσουμε τις γυναίκες που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου δεν έχουμε αποτελεσματικά μέσα παρέμβασης για την αναχαίτιση της εκδήλωσης της πάθησης» εξηγεί ο Βρετανός καθηγητής Μαιευτικής.