Τα πυρηνικά όπλα επανέρχονται στο προσκήνιο της διεθνούς σκηνής, με τις διαδοχικές ανακοινώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν για την ανάπτυξη νέων όπλων και του Ντόναλντ Τραμπ για την επανέναρξη των δοκιμών.

Οι συνθήκες περιορισμού των όπλων αγνοούνται όλο και περισσότερο και αυτός ο νέος αγώνας μεταξύ των δύο (πρώην) μεγάλων δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσε, αυτή τη φορά, να παρακινήσει αρκετούς νέους συμμετέχοντες να μπουν στον ανταγωνισμό…

Η «ρετρό» επιστροφή των πυρηνικών

Από την περασμένη εβδομάδα, η στρατηγική επικαιρότητα έχει γίνει «ρετρό», γράφει ο Cyrille Bret, Γεωπολιτικός Αναλυτής, σε άρθρο του στο The Conversation.

Έχει επαναλάβει μια χορογραφία πολύ «1950», καθώς έχει αναστατωθεί από την επιστροφή των πυρηνικών όπλων στο προσκήνιο της διεθνούς σκηνής.

Στις 26 Οκτωβρίου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανιζόμενος με στρατιωτική στολή, παρουσίασε εκ νέου τον πύραυλο Bourevestnik, εξοπλισμένο με πυρηνική κεφαλή και πυρηνικό σύστημα πρόωσης.

Λίγες μέρες αργότερα, η Μόσχα προέβαλε το υποβρύχιο drone Ποσειδώνας, ικανό –σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές– να πλήξει παράκτιους στόχους με πυρηνική βόμβα.

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει.

Στις 29 Οκτωβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ, μέσω της πλατφόρμας Truth Social, ανακοίνωσε την επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών — για πρώτη φορά από το 1996, οπότε υιοθετήθηκε η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών.

Αν και οι κινήσεις αυτές είναι, προς το παρόν, περισσότερο επικοινωνιακές παρά επιχειρησιακές, η ψυχολογία του ανταγωνισμού έχει ήδη επιστρέψει.

Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην πυρηνική σκηνή

Η ανακοίνωση Τραμπ, όσο ασαφής κι αν είναι, εντάσσεται στη γνωστή λογική του «Make America Great Again». Πρόκειται για μια επίδειξη ισχύος, σχεδιασμένη να αποσπάσει την προσοχή από τον Πούτιν και να επαναφέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο επίκεντρο του παγκόσμιου στρατηγικού διαλόγου.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έδωσε λεπτομέρειες για το είδος των δοκιμών που σχεδιάζει — αν πρόκειται για νέες κεφαλές, νέους φορείς ή νέες τεχνολογίες καθοδήγησης. Ωστόσο, το μήνυμα ήταν σαφές: η Αμερική δεν προτίθεται να μείνει πίσω στον τομέα των πυρηνικών καινοτομιών.

Το αποτέλεσμα είναι ένα ισχυρό στρατηγικό σήμα προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιστορικά υπέρμαχες των συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών – από τις συνθήκες INF και START μέχρι τη New START και τη TICEN – φαίνεται να αλλάζουν ρόλο. Από εγγυήτρια της σταθερότητας, μετατρέπονται σε ενεργό ανταγωνιστή για την πυρηνική υπεροχή.

Από την αποτροπή στην υπεροχή

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τα πυρηνικά όπλα θεωρούνταν «όπλα που δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ» — εργαλεία αποτροπής, όχι πολέμου.

Ωστόσο, το πλαίσιο αυτό αρχίζει να αλλάζει.

Από το 2022, το Κρεμλίνο υπονοεί επανειλημμένα ότι η χρήση «τακτικών πυρηνικών όπλων» στο πεδίο της μάχης δεν αποκλείεται σε περίπτωση απειλής κατά ζωτικών ρωσικών συμφερόντων.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον, με τη νέα ρητορική της, μοιάζει να εγκαταλείπει την παραδοσιακή πολιτική μη διάδοσης, επιλέγοντας την ανάκτηση της ποιοτικής και ποσοτικής υπεροχής.

Ο ανταγωνισμός πλέον δεν αφορά την αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή (MAD) που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο.

Αντίθετα, προβάλλει η ιδέα της πυρηνικής ηγεμονίας — ποιος θα ελέγχει τον φόβο και την ισορροπία.

Το επικίνδυνο ντόμινο της μίμησης

Οι συνέπειες αυτής της νέας πυρηνικής δυναμικής ενδέχεται να είναι εκτεταμένες.

Εάν οι ΗΠΑ και η Ρωσία εμπλακούν σε νέα κούρσα εξοπλισμών, τρία κύματα σοκ μπορούν να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις.

1. Η αντίδραση της Κίνας

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ήδη τρίτη πυρηνική δύναμη, δύσκολα θα μείνει θεατής.

Θα επιδιώξει να καλύψει το ποσοτικό και τεχνολογικό χάσμα από τους δύο ανταγωνιστές της, ενισχύοντας τον στρατηγικό της ρόλο στον Ειρηνικό και άλλες αμφισβητούμενες περιοχές όπως η Αρκτική ή ο διαστημικός χώρος.

Έτσι, μία νέα πυρηνική τριλογία ΗΠΑ–Ρωσίας–Κίνας φαίνεται να διαμορφώνεται.

2. Η Ευρωπαϊκή Εξίσωση

Για τους Ευρωπαίους, το ερώτημα είναι κρίσιμο: επένδυση σε πυρηνικά προγράμματα ή εστίαση στα συμβατικά μέσα;

Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν περιορισμένα οπλοστάσια, επαρκή για αποτροπή αλλά ανεπαρκή για αγώνα υπεροχής.

Μια νέα κούρσα θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε πυρηνική φτώχεια, είτε σε στρατηγική υποβάθμιση.

3. Η παγκόσμια διάδοση

Η τρίτη –και πιο επικίνδυνη– συνέπεια αφορά τη διάδοση των πυρηνικών.

Εάν κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, η Νότια Κορέα, η Πολωνία, ή ακόμη και η Ιαπωνία και η Γερμανία θεωρήσουν ότι η Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (TNP) έχει χάσει τη σημασία της, τότε μια νέα γενιά πυρηνικών δυνάμεων μπορεί να αναδυθεί. Η «πυρηνική λέσχη» ενδέχεται να ανοίξει ξανά, αυτή τη φορά χωρίς κανόνες.

Μία επικίνδυνη αναγέννηση

Οι πρόσφατες δηλώσεις των μεγάλων δυνάμεων σηματοδοτούν ίσως την έναρξη ενός νέου τεχνολογικού ανταγωνισμού γύρω από την πυρηνική ενέργεια — όχι μόνο στα όπλα, αλλά και στους φορείς, τα συστήματα καθοδήγησης και τους νέους χώρους αντιπαράθεσης, όπως το διάστημα ή ο βυθός των ωκεανών.

Ωστόσο, η εποχή που αναδύεται δεν είναι απλώς συνέχεια του Ψυχρού Πολέμου.

Οι συνθήκες είναι διαφορετικές: οι παλιοί μηχανισμοί ελέγχου έχουν ατονήσει, οι διεθνείς θεσμοί έχουν χάσει την επιρροή τους, και η τεχνολογία έχει πολλαπλασιάσει τους κινδύνους.

Στη δεκαετία του 1950, ο στόχος ήταν να αποκτηθεί η βόμβα.

Στη δεκαετία του 1970, να αυξηθεί ο αριθμός των κεφαλών.

Σήμερα, η ανησυχία στρέφεται στην πραγματική χρήση των πυρηνικών όπλων – ένα σενάριο που μέχρι πρότινος φάνταζε αδιανόητο.

Η ανθρωπότητα παίζει ξανά με τη φωτιά, σε έναν κόσμο όπου η ισορροπία του τρόμου έχει αντικατασταθεί από την αστάθεια της αβεβαιότητας.

Μια νέα πυρηνική εποχή;

Η επαναφορά των πυρηνικών στο προσκήνιο δεν είναι απλώς στρατιωτικό φαινόμενο.

Αντικατοπτρίζει τη γενικότερη απορρύθμιση της διεθνούς τάξης, τη διάβρωση των θεσμών και την επιστροφή της λογικής ισχύος έναντι της διπλωματίας.

Αν ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένας «πόλεμος που δεν έγινε ποτέ» χάρη στην αποτροπή, ο νέος ψυχρός ανταγωνισμός κινδυνεύει να αποδειχθεί ένας πόλεμος που δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

Η ιστορία δείχνει ότι τα πυρηνικά όπλα δεν χρησιμοποιούνται εύκολα — αλλά επίσης ότι η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η απουσία θεσμικών αναχωμάτων μπορούν να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο χείλος της αβύσσου.

Ο κόσμος του 2025 μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν καθρέφτη του 1955 — μόνο που αυτή τη φορά, η αντανάκλαση μπορεί να είναι πολύ πιο εκρηκτική.