Στην ανάγκη να σταματήσει να καλλιεργείται κλίμα εσωστρέφειας στο ΠΑΣΟΚ, αναφέρθηκε ο o κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Δημήτρης Μάντζος, σημειώνοντας πως «είναι μια περίοδος στην οποία θα έπρεπε να είμαστε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή εξωστρεφείς».

Αναφέροντας ότι στη ΔΕΘ ο κ. Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ στο σύνολό του, μετά από 16 χρόνια απουσίας από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εναλλακτικής διακυβέρνησης του τόπου, ο κ. Μάντζος υπογράμμισε – μιλώντας στην ΕΡΤnews, ότι «η δουλειά η δική μας και το καθήκον μας πια, όχι απέναντι στο χώρο αλλά στη χώρα, είναι αυτή την πρόταση να την πολλαπλασιάσουμε ως πολιτικό μήνυμα παντού, σε όλη τη χώρα, στην κοινωνία, στη ζώσα πραγματικότητα. Νομίζω ότι αυτό είναι τελείως διαφορετικό από το να αρχίσουμε μια διαδικασία ενδοσκόπησης και εσωστρέφειας».

Για τις δημοσκοπήσεις

Ως προς το γεγονός ότι η εσωστρέφεια αυτή εδράζει σε πραγματικά χαρακτηριστικά, που είναι τα δημοσκοπικά ποσοστά που εμφανίζουν στάσιμο το ΠΑΣΟΚ παρά την κυβερνητική φθορά, ο κ. Μάντζος ανέφερε: «Δεν το αγνοώ αυτό. Προφανώς τα μαθηματικά και οι αριθμοί είναι εκεί και είναι επίμονοι. Το θέμα είναι κατά πόσον οι επαναλαμβανόμενες μετρήσεις σε χρόνο πολύ σύντομο από τη διατύπωση της κυβερνητικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ είναι ικανές να αποτυπώσουν πραγματικά τη δυναμική. Θέλω να πω δεν έχει περάσει ούτε ικανός χρόνος, ούτε έχει αναπτυχθεί στην κοινωνία το μήνυμά μας ώστε δημοσκοπικά να εκτιμηθεί».

Είναι πολύ σύντομος ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από τη ΔΕΘ, ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία εσωτερικής αμφισβήτησης όλων, ο ένας προς τον άλλον, τόνισε στη συνέχεια.

Ερωτηθείς κατά πόσο τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ μπορεί να οφείλονται και στο πόσο «καθαρό» φαίνεται το μήνυμα που εκπέμπει το κόμμα, όταν για παράδειγμα στο θέμα με την απεργία πείνας του κ. Ρούτσι, την ίδια ώρα που αντιπροσωπεία βουλευτών όπως και ο δήμαρχος Αθηναίων βρίσκονται δίπλα στον απεργό στο Σύνταγμα, η κυρία Διαμαντοπούλου λέει «μη γίνουμε Καρυστιανού, ούτε Κωνσταντοπούλου», ο κ. Μάντζος απάντησε:

«Για το θέμα του κυρίου Ρούτσι, έχουμε τοποθετηθεί όλοι, νομίζω με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια θεσμική προσήλωση στις διαδικασίες. Λέγοντας δηλαδή, ότι προφανέστατα η Δικαιοσύνη είναι αυτή η οποία θα αποφασίσει, αλλά λέγοντας ταυτόχρονα με καθαρή φωνή την άποψή μας για ένα θέμα στο οποίο ο κύριος Ρούτσι και οι υπόλοιποι αιτούντες έχουν και νόμιμη και ηθική βάση να το ζητούν και να θέλουν να ικανοποιηθεί το αίτημά τους».

«Το μήνυμα της ΝΔ είναι αρνητικό»

Ο κ. Μάντζος συνέχισε λέγοντας: «Θεωρώ ότι υπάρχει ακόμα στην κοινωνία μας, διάχυτο ένα αφήγημα, το οποίο έχει επιβάλει η Νέα Δημοκρατία εδώ και αρκετά χρόνια, ότι αν φύγει ο κύριος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία θα επέλθει ένα χάος και μία ανασφάλεια και μία αστάθεια. Έχει βαπτίσει σε σταθερότητα τη στασιμότητα στην οποία καταδικάζει τη χώρα μας. Τι λέμε εμείς; Δεν είναι έτσι. Υπάρχει εναλλακτική. Υπάρχει μία πολιτική δύναμη όπως το ΠΑΣΟΚ. Μία σοβαρή, αξιόπιστη, προοδευτική πολιτική παράταξη, η οποία μπορεί να δημιουργήσει ένα προγραμματικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηθεί μία κυβέρνηση η οποία όχι απλώς δεν θα φέρει την αστάθεια, αλλά, ίσα ίσα θα κάνει τη ζωή των περισσοτέρων καλύτερη.

Σε μεγάλο βαθμό, το μήνυμα της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι θετικό και αυτό είναι το πρόβλημα, στα μάτια τα δικά μου, ότι εμείς κάνουμε ένα θετικό μήνυμα, εκπέμπουμε ένα θετικό μήνυμα, μια θετική ατζέντα. Δεν λέμε να φύγει ο κύριος Μητσοτάκης. Απλώς εμείς λέμε να μας εμπιστευτεί ο κόσμος, οι συμπολίτες μας, να εμπνεύσουμε με το πρόγραμμά μας την πολιτική αλλαγή. Ο κύριος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία οχυρωμένοι και γαντζωμένοι στις θέσεις εξουσίας, το μόνο που λένε είναι, μην έρθουν άλλοι γιατί θα καταστραφεί το σύμπαν.

Αυτό είναι ένα αρνητικό μήνυμα, το οποίο απογοητεύει τους πολίτες και τελικά τους αποθαρρύνει από την πολιτική συμμετοχή. Και έτσι έρχονται όλα αλληλένδετα. Και η απουσία των νέων, η αποστροφή των πολιτών και νέων και λιγότερο νέων από την πολιτική και τελικά η εγκατάλειψη της πολιτικής ζωής από τους ίδιους τους πολίτες, το οποίο είναι το χειρότερο δυνατό σύμπτωμα για τη δημοκρατία στον 21ο αιώνα».