Όταν ο Ρικάρντο Ρεζέντε Φιγκέιρα είδε τον τίτλο, ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Αφορούσε την Volkswagen. Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι ήταν επιτέλους έτοιμη να εξιλεωθεί για το παρελθόν της. Αφού παραδέχτηκε ότι το προσωπικό της είχε συνεργαστεί με τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας για να στοχοποιήσει εργαζομένους για πολιτικές διώξεις, η αυτοκινητοβιομηχανία είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται αποζημιώσεις.

Ο Ρεζέντε διάβασε το άρθρο μέχρι το τέλος και μετά κάθισε για λίγο σιωπηλός. Το άρθρο δεν ανέφερε τίποτα για το κτηνοτροφικό αγρόκτημα της Volkswagen. Ούτε μια λέξη για το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, όπου η ηγεσία της εταιρείας είχε κάποτε διαχειριστεί μια έκταση σχεδόν διπλάσια από την πόλη της Νέας Υόρκης.

Μερικές φορές, είχε την αίσθηση ότι κανείς δεν θυμόταν πια τι είχε συμβεί εκεί – την καταναγκαστική εργασία και τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και τη βία, την εξαπάτηση και τον τρόμο. Αλλά εκείνος θυμόταν. Τα είχε καταγράψει όλα. Ίσως δεν ήταν πολύ αργά, θυμήθηκε ότι σκέφτηκε.

Πώς ξεκίνησε η αποκάλυψη μιας σύγχρονης δουλείας στην Βραζιλία

Ήταν αρχές του 2019. Ο Ρεζέντε έφυγε από το μικρό του διαμέρισμα και διέσχισε τον δρόμο για να πάει στο ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου δίδασκε ανθρώπινα δικαιώματα και συντόνιζε μια επιτροπή για τη μελέτη της σύγχρονης δουλείας. Στα 73 του, με γκρίζα μαλλιά και γυαλιά, δεν έμοιαζε πια με τον ατημέλητο καθολικό ιερέα που είχε ηγηθεί μιας έρευνας για φερόμενες φρικαλεότητες στο ράντσο Vale do Rio Cristalino, ιδιοκτησία της ομώνυμης θυγατρικής της Volkswagen Brazil. Αλλά τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει εκείνη την περίοδο ήταν ακόμα μαζί του, μέσα σε ένα ντουλάπι αρχειοθέτησης για χρόνια.

Τηλεφώνησε στον Ραφαέλ Γκαρσία, εισαγγελέα, ο οποίος διώκει υποθέσεις δουλείας για το Υπουργείο Εργασίας της Βραζιλίας. «Είδες ότι η Volks αναγνωρίζει αυτό που έκανε;», θυμάται ότι τον ρώτησε. Ίσως, συνέχισε, ήταν καιρός να διερευνηθεί και το ράντσο της Volkswagen.

Ο Γκαρσία δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσε. Δεν είχε ιδέα ότι η Volkswagen είχε συμμετάσχει σε ένα από τα πρώτα μεγάλα πειράματα παγκοσμιοποίησης στον κόσμο πριν από μισό αιώνα, όταν πολυεθνικές εταιρείες συνεργάστηκαν με το αυταρχικό καθεστώς της Βραζιλίας για την ανάπτυξη του Αμαζονίου – πιέζοντας φτωχούς, ανυποψίαστους εργάτες να εργαστούν στο μακρινό τροπικό δάσος. Αλλά εμπιστευόταν τον ηλικιωμένο ιερέα και θαύμαζε το έργο του.

Μαρτυρίες για «φυλάκιση», βασανιστήρια και εξαφανίσεις

Ζήτησε από τον Ρεζέντε τα αρχεία του. Ήταν πάνω από 1.000 σελίδες. Δεν είχε ξαναδεί τόσο πλούσιο υλικό που να έχει συλλεχθεί και διατηρηθεί με τόση προσοχή. Το εύρος του ήταν τεράστιο. Υπήρχαν λεπτομερείς μαρτυρίες από δεκάδες εργάτες και τις οικογένειές τους.

«Ήμασταν μέσα σε μια φυλακή», είπε ένας εργαζόμενος που είχε δραπετεύσει.

«Δεν ξανακούσα νέα από τον γιο μου», ανέφερε η μητέρα ενός εργαζομένου που δεν είχε δραπετεύσει.

Τα έγγραφα είχαν κιτρινίσει από το χρόνο και την υγρασία. Τα γράμματα ήταν μικρά και ξεθωριασμένα, γραμμένα με γραφομηχανή ή με την ακανόνιστη γραφή του Ρεζέντε. Ωστόσο, οι ιστορίες ήταν σαφείς και συνεπείς.

Ο φάκελος περιελάμβανε 69 θύματα, με μαρτυρίες που κάλυπταν την περίοδο από το 1977 έως το 1987. Περιελάμβανε επίσης συμβολαιογραφικές δηλώσεις, καταθέσεις στην αστυνομία, δικαστικά έγγραφα και εκθέσεις βουλευτών, καθώς και αποκόμματα εφημερίδων δεκαετιών πριν, στα πορτογαλικά, γαλλικά και γερμανικά.

Σελίδα μετά τη σελίδα, τα έγγραφα περιέγραφαν πώς οι υπεύθυνοι πρόσληψης εργατικού δυναμικού, που είχαν προσληφθεί από την Vale do Rio Cristalino Co, θυγατρική της Volkswagen Brazil, είχαν δελεάσει εκατοντάδες εποχιακούς και άτυπους εργάτες να μεταβούν στην ιδιοκτησία της εταιρείας στον Αμαζόνιο, στο Santana do Araguaia, με την υπόσχεση καλής αμοιβής και καλύτερης ζωής.

«Έχουν μια σπηλιά όπου σκοτώνουν ανθρώπους και πετάνε τα πτώματα»

Όμως, μόλις έφτασαν στο αγρόκτημα, οι εργάτες είπαν ότι βρέθηκαν παγιδευμένοι – γεωγραφικά απομονωμένοι, παγιδευμένοι από χρέη, άρρωστοι από ελονοσία και αναγκασμένοι να εργάζονται σκληρά υπό την απειλή βίας. Η δουλειά τους ήταν να καταστρέψουν το δάσος και να δημιουργήσουν χώρο για βοοειδή.

«Δουλεύαμε από Δευτέρα έως Δευτέρα, συχνά χωρίς να τρώμε», είπε ένας άνδρας. «Μας απείλησαν ότι θα μας σκοτώσουν».

Οι εργολάβοι, γνωστοί ως Chicô και Abilão, ήταν από τις πιο διαβόητες και βίαιες προσωπικότητες της αμαζονικής περιφέρειας, σύμφωνα με τα αρχεία της εποχής. Υπό τις διαταγές τους βρισκόταν μια ένοπλη ομάδα «επιθεωρητών» που, σύμφωνα με τα αρχεία, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να αναγκάσουν τους άνδρες να εργαστούν.

«Πάτησαν έναν εργάτη, του έσπασαν τα δόντια, τον πήγαν στο νοσοκομείο και τον έβαλαν πάλι να δουλεύει στη ζούγκλα», είπε ο José Camilo da Silva, 29 ετών.

«Έδεσαν έναν άνδρα και τον χτύπησαν στο δάσος, αφήνοντάς τον γυμνό εκεί», έλεγε μια αναφορά του 1983 από τρεις άνδρες που κατάφεραν να δραπετεύσουν.

«Έχουν μια σπηλιά όπου σκοτώνουν ανθρώπους και πετάνε τα πτώματα», δήλωσε ο Edivan Dias Alencar, ένας νεοσύλλεκτος από το Porto Nacional.

Οι συντεύξεις των επιζώντων για όσα φρικτά έζησαν

Η Volkswagen της Βραζιλίας δεν απάντησε σε αίτημα της Washington Post για μια συνέντευξη σχετικά με το θέμα. Σε δήλωση προς την αμερικανική εφημερίδα, η εταιρεία ανέφερε ότι «απορρίπτει κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες» για καταχρήσεις στο ράντσο Vale do Rio Cristalino και «παραμένει προσηλωμένη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης». Ούτε η έδρα της Volkswagen στη Γερμανία απάντησε σε αιτήματα για σχόλια.

Στις αρχές Μαρτίου, ο ιερέας Ρεζέντε παραχώρησε στην The Post πρόσβαση στα αρχεία του. Οι δημοσιογράφοι πέρασαν εβδομάδες εξετάζοντας τα αρχεία, καθώς και σύγχρονα έγγραφα που βρέθηκαν σε δικαστικά έγγραφα και στα εθνικά αρχεία της Βραζιλίας. Η εφημερίδα πήρε συνεντεύξεις από 29 άτομα με γνώση του ράντσου της Volkswagen – 16 εργάζονταν στην ιδιοκτησία και εννέα ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποδουλωθεί.

Ένας άνδρας, ο Valdeci Alves Fumeiro, 74 ετών, είπε ότι πήγε στο ράντσο αναζητώντας μια χαμένη ερωμένη και αναγκάστηκε να εργαστεί χωρίς αμοιβή. Ανέφερε ότι πέρασε επτά χρόνια στην εταιρεία, χωρίς να του επιτραπεί ποτέ να φύγει, ακόμη και όταν έπεσε πάνω σε συρματόπλεγμα και έσκισε το πρόσωπό του. Αντί να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, είπε, τον έραψαν στο αγρόκτημα και τον έβαλαν πάλι να δουλέψει.

Σήμερα ζει μόνος του, στο τέλος ενός χωματόδρομου στους ομιχλώδεις λόφους του πρώην ράντσου της Volkswagen. Το σπίτι του είναι άδειο. Το πρόσωπό του είναι σημαδεμένο από ουλές. «Έχω εφιάλτες για όσα πέρασα μέχρι σήμερα», περιφράφει.

Το πολιτικό σύστημα της Βραζιλίας συνέδραμε στις κακοποιήσεις

Τα αρχεία και οι μαρτυρίες προσφέρουν μια καταστροφική εικόνα – όχι μόνο για όσα συνέβησαν στην εγκατάσταση, αλλά και για ένα νομικό και πολιτικό σύστημα που συνέδραμε στις φερόμενες κακοποιήσεις. Οι κρατικές αρχές επιβεβαίωσαν τέσσερις φορές την ύπαρξη καταναγκαστικής εργασίας στο ράντσο, σύμφωνα με τα αρχεία. Ωστόσο, η εφημερίδα δεν μπόρεσε να βρει κανένα αρχείο που να αναφέρει την απελευθέρωση οποιουδήποτε εργαζομένου ή την απαγγελία κατηγοριών σε οποιονδήποτε από τους φερόμενους βασανιστές.

Μόνο τώρα, δεκαετίες αργότερα, έφτασε η ώρα της απολογίας. Μετά από εβδομάδες ενδελεχούς εξέτασης των φακέλων το 2019, ο εισαγγελέας Ραφαέλ Γκαρσία πίστευε ότι είχε τα στοιχεία για μια ισχυρή υπόθεση. Ως εθνικός συντονιστής της ομοσπονδιακής διεύθυνσης για την καταπολέμηση της δουλείας, γνώριζε ότι τέτοιες διώξεις βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε αποδεικτικά έγγραφα. Και είχε τις βασικές πληροφορίες: ημερομηνίες, ονόματα, ηλικίες. Δεν τον απασχολούσε το πόσος χρόνος είχε περάσει. Στη Βραζιλία, το έγκλημα της «υποβολής κάποιου σε συνθήκες ανάλογες με τη δουλεία» δεν έχει παραγραφή.

Αλλά τα έγγραφα δεν ήταν αρκετά: έπρεπε να βρουν τα θύματα που είχε ανακρίνει ο ιερέας Ρεζέντε πριν από τόσα χρόνια. Και οι δύο αναγνώρισαν ότι αυτό δεν θα ήταν εύκολο. Οι άνθρωποι πεθαίνουν και εξαφανίζονται. Και η γεωγραφική διασπορά ήταν τεράστια.

Ο Ρεζέντε επικοινώνησε με τον μεταπτυχιακό φοιτητή Ματέους Φαουστίνο – τον οποίο περιέγραψε ως «τον ιδανικό άνθρωπο για αυτή τη δουλειά, έξυπνο και ηθικό» – και του περιέγραψε την πρόκληση. Ο Φαουστίνο, που ήδη ενδιαφερόταν να ερευνήσει το ράντσο της Volkswagen για μια ακαδημαϊκή μελέτη, συμφώνησε να βοηθήσει και άρχισε να ξεφυλλίζει το φάκελο. Υπογράμμισε τις δεκάδες ονόματα στα έγγραφα, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι πολλά ήταν τόσο κοινά που οι δημόσιες βάσεις δεδομένων δεν θα ήταν πολύ χρήσιμες.

Πούλησαν τρία αδέλφια και τα χώρισαν

Τελικά, στο Canabrava do Norte, όπου ο ιερέας είχε πάρει συνέντευξη από πέντε δραπέτες εργάτες, έγινε μια σημαντική ανακάλυψη. Οι άνδρες ήταν ακόμα ζωντανοί και ήθελαν να μιλήσουν. Οι ιστορίες τους δεν είχαν αλλάξει, αλλά τα σώματά τους είχαν. Τώρα έμοιαζαν με γέροι.

Ο Francisco Rezende de Souza, 62 ετών, μόλις που μπορούσε να περπατήσει. Όταν μιλούσε, η φωνή του ήταν λίγο πιο δυνατή από ένα μουρμουρητό. Οι μήνες που πέρασε στο ράντσο της Volkswagen, σύμφωνα με τους φίλους του, τον είχαν καταστρέψει. Μετά τη δραπέτευσή του, είχε αρχίσει να πίνει πολύ, πάντα το βραζιλιάνικο ποτό κασάσα.

Δύο πολιτείες μακριά, στο Τοκαντίνς, ο Φαουστίνο βρήκε τρία αδέλφια, τον Ραούλ, τον Ραϊμούντο και τον Τζουλντεμάρ Μπατίστα ντε Σούζα. Οι τρεις μήνες που πέρασαν στο ράντσο ήταν αρκετοί για να τους αλλάξουν. Όταν η θυγατρική της Volkswagen παραιτήθηκε από τον έλεγχο της ιδιοκτησίας το 1986, οι επιστάτες δεν τους άφησαν να φύγουν. Τα αδέλφια είπαν ότι τους πούλησαν και τους χώρισαν.

«Ακόμα βλέπω τους αδελφούς μου να τους βάζουν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού και να τους παίρνουν μακριά από μένα», είπε ο Ραούλ. Αιώνες μετά την μεταφορά των προγόνων του ως σκλάβους στη Βραζιλία, η οικογένειά του είχε επιστρέψει στη δουλεία.

Οι συγκλονιστικές μαρτυρικές καταθέσεις στο δικαστήριο

Μετά από περισσότερο από ένα μήνα αναζήτησης, ο Φαουστίνο είχε εντοπίσει 14 από τα 69 θύματα που είχαν ταυτοποιηθεί στο φάκελο του ιερέα. Ήλπιζε ότι αυτό θα ήταν αρκετό. Το 2022, ενημέρωσε τους άνδρες για την έρευνα του Υπουργείου Εργασίας και την υπόθεση που εκτυλισσόταν εναντίον της Volkswagen. Οι μαρτυρίες τους θα ήταν κρίσιμες. Θα ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν; Ενδιαφέρθηκαν. Όλοι τους ενδιαφέρθηκαν.

Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, η Volkswagen αρνήθηκε να συνεχίσει τις συνομιλίες με το Υπουργείο Εργασίας της Βραζιλίας. Και τώρα ξεκινούσε η πρώτη ακροαματική διαδικασία στην αγωγή της κυβέρνησης κατά της εταιρείας, η οποία ζητούσε αποζημίωση ύψους 30 εκατομμυρίων δολαρίων.

Μέσα στο δικαστήριο της Redenção, η αίθουσα ήταν γεμάτη με θεατές. Ο πρώτος που κατέθεσε ήταν ο εκπρόσωπος της Volkswagen, José Antonio Tiro. Είπε ότι η εταιρεία δεν παρακολουθούσε τόσο αυστηρά τα ανθρώπινα δικαιώματα εκείνη την εποχή, αλλά ότι είχε διερευνήσει τις καταγγελίες τότε και δεν είχε εντοπίσει καμία «ανωμαλία».

Στη συνέχεια, ένας-ένας, οι εργάτες ανέβηκαν στο εδώλιο: «Μας πούλησαν», είπε ο Raul Batista de Souza.

«Κοιμόμασταν κάτω από ένα μαύρο πλαστικό σεντόνι», κατέθεσε ο Pedro Vasconcelos.

«Ήταν όλοι οπλισμένοι, έπρεπε να δουλεύουμε», ανέφερε ο José Ribamar Viana Nunes.

«Τόση ιστορία. Τίποτα δεν μπορεί να την επανορθώσει»

Τέλος, ο Ρεζέντε, που είχε έρθει από την άλλη άκρη της χώρας, σηκώθηκε για να καταθέσει. Ο ιερέας δεν είχε κοιμηθεί πολύ την προηγούμενη νύχτα και είχε ξυπνήσει θυμωμένος. «Πώς μπόρεσαν να επιτρέψουν αυτό το έγκλημα», είχε εκφράσει την οργή του εκείνο το πρωί, «και συνέχισαν να το επιτρέπουν;».

Τώρα, κοιτάζοντας στα μάτια τον δικαστή, είπε ότι είχε ακούσει καταγγελίες για αυτό που αποκαλούσε «στρατόπεδο συγκέντρωσης» μέσα στο ράντσο από το 1977, αλλά πως κανείς δεν το είχε σταματήσει: «Έλαβα περισσότερες καταγγελίες τα επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα δεν έληξε».

Στη συνέχεια, αποχώρησε και ο δικαστής έκλεισε την ακροαματική διαδικασία, υποσχόμενος να εκδώσει απόφαση τις επόμενες εβδομάδες. Εξουθενωμένος, ο ιερέας επέστρεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο όπου, τις ημέρες μετά την ακροαματική διαδικασία, η υπόθεση εξακολουθούσε να κυριαρχεί στις σκέψεις του. «Τόση ιστορία. Τίποτα δεν μπορεί να την επανορθώσει», σκεφτόταν. Οι εργάτες είχαν γίνει γέροι. Το ίδιο και αυτός.

Αλλά ένα πρόσφατο πρωινό, καθώς ανέβαινε τις σκάλες προς το γραφείο του στο πανεπιστήμιο, κινούταν σαν νεότερος άνδρας. Άνοιξε ένα ράφι, αποκαλύπτοντας δεκάδες φακέλους. Ο καθένας περιείχε λεπτομερείς καταγγελίες για δουλεία σε μια αγροτική ιδιοκτησία στον Αμαζόνιο. Καμία από τις εταιρείες που κρύβονταν πίσω από αυτές δεν είχε λογοδοτήσει. Αυτή η υπόθεση εναντίον της Volkswagen, ήλπιζε, θα ήταν μόνο η πρώτη.

Έβγαλε τον φάκελο για το Rio Cristalino και τον έριξε στο τραπέζι με ένα απαλό θόρυβο. Περισσότερες από 1.000 σελίδες, αλλά ακόμα ατελής. Είχε ακούσει μόνο τις ιστορίες εκείνων που ήταν αρκετά θαρραλέοι για να δραπετεύσουν και στη συνέχεια να μιλήσουν. Αλλά υπήρχαν και τόσοι άλλοι. Άνδρες που δεν μίλησαν ποτέ.

Ποιοι ήταν; αναρωτιόταν. Τι είχαν υποστεί; Θα μάθαινε ποτέ; Μια μέρα, ήλπιζε να επιστρέψει στους ομιχλώδεις λόφους του Santana do Araguaia για να ολοκληρώσει αυτό που είχε ξεκινήσει.