Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του Breaking Bad θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον επιφυλακτικοί στην προοπτική να δημιουργηθεί μια spin-off σειρά βασισμένη στον Σαούλ Γκούντμαν, τον δικηγόρο που βοήθησε τον Γουόλτερ Γουάιτ και τον Τζέσι Πίνκμαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία της μεθαμφεταμίνης τους στην εμβληματική σειρά του Βινς Γκίλιγκαν που άλλαξε για πάντα τα τηλεοπτικά χρονικά.

Όμως ο Σάουλ Γκούντμαν που τον υποδύθηκε αριστοτεχνικά ο σεναριογράφος και ηθοποιός Μπομπ Όντενκερκ, κατάφερε να βγει δυνατός από το πιο δύσκολο ίσως στοίχημα που έγινε ποτέ στην πρόσφατη τηλεοπτική ιστορία.

Ο Σαούλ Γκούντμαν έγινε ο πιο απροσδόκητα ισχυρός αντιήρωας σε ένα spin-off που δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα του, στέκει αγέρωχο και δυνατό στο χρόνο.

Το Better Call Saul που ξεπήδησε μέσα από το διθυραμβικό τηλεοπτικό σύμπαν του Breaking Bad και συνδημιουργήθηκε από τους Βινς Γκίλιγκαν και Πίτερ Γκουλντ (δημιουργοί και του Breaking Bad) έκανε την ανατροπή, διέψευσε όλους όσοι πίστευαν ότι ήταν μια χαμένη υπόθεση και χάραξε τη δική του πορεία στις μνήμες των τηλεθεατών ανά τον κόσμο ως μια από τις καλύτερες σειρές που έχουν επινοηθεί ποτέ.

«Κατά τη διάρκεια έξι κύκλων, το Better Call Saul εξελίχθηκε σε ένα ειλικρινά βαθύ και πιο σπαρακτικό δράμα για την ανθρώπινη διαφθορά από τον προκάτοχό του. Μεταλλάχθηκε σε κάτι οπτικά πιο πλούσιο από το Breaking Bad, ενώ δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια στιγμή, τη λεκτική του επιδεξιότητα και την ηθική του πυξίδα»

Κάνοντας πρεμιέρα περίπου 18 μήνες μετά την ολοκλήρωση του Breaking Bad, το Better Call Saul είχε να αντιμετωπίσει τον προκάτοχο του στο δίκτυο AMC -που κάποια στιγμή πρέπει να δικαιωθεί ως το πιο τολμηρό δίκτυο τηλεοπτικών παραγωγών έχοντας δώσει το πράσινο φως σε σειρές εμβληματικές όπως το Mad Men πριν από τα BB και BCS.

Το Better Call Saul έδειξε από την αρχή τις προθέσεις τoυ και τη στοχοπροσήλωση του.

Ξεκινώντας κάθε κύκλο με τον Σαούλ να δουλεύει σε ένα εμπορικό κέντρο, μακριά από το αιρετικό και τραγικοκωμικό αλλά πάντα βίαιο παρελθόν του, το Better Call Saul είναι ένα prequel που διαδραματίζεται χρόνια πριν ο Γουόλτερ Γουάιτ διαγνωστεί με καρκίνο και μας αφηγείται τα χρόνια που ο ήρωας απαντούσε στο όνομα Τζίμι ΜακΓκιλ και ήταν ένας δικηγόρος που αναζητούσε πελάτες με παράνομα μέσα αντιμέτωπος με τον ισχυρό, επίσης δικηγόρο, μεγαλύτερο αδελφό του Τσακ και τη σπουδαία αντιηρωίδα της σειρά, τη συνάδελφο και μελλοντική σύζυγό του, Kιμ Γουέξλερ.

Το δημιουργικό ρίσκο ήταν αχανές, όπως τα άνυδρα τοπία γύρω από το Νέο Μεξικό όπου διαδραματίζεται η σειρά, και δικαίωσε -σε πείσμα και διαψεύδοντας ακόμη και παραγωγούς μέσα στο AMC που επέμεναν ότι ο Σαούλ Γκούντμαν ήταν «ένας ήρωας για πέταμα».

Από την αρχή του, τον Φεβρουάριο του 2015, το Better Call Saul καθιερώθηκε αμέσως ως ένα ανεξάρτητο τηλεοπτικό προϊόν και εις βάρος της συνολικής τηλεθέασής της, ακόμη και αν είχε στους ήρωες της χαρακτήρες που είχαν κερδίσει το κοινό μέσα από το Breaking Bad (όπως o πρώην αστυνομικός Mάικ Έρμαντραουτ ή ο εγκληματικός Γκας Φριντζ), δεν θέλησε να καρπωθεί τη γεμάτη φανατικούς θαυμαστές επιτυχία του προκατόχους της.

Ανεξιχνίαστος και σχεδόν άναρχος, ο Τζίμι/Σαούλ δεν είναι σίγουρος αν θέλει να γίνει ένας διάσημος δικηγόρος όπως ο αδελφός του ή ένας αδίστακτος, επιτήδειος απατεώνας όπως το νεανικό alter ego του.

Όσοι τηλεθεατές εγκατέλειψαν το spin-off, έχασαν μερικές από τους καλύτερους χαρακτήρες που επινοήθηκαν ποτέ και βρέθηκαν αντιμέτωποι με σειρά ηθικών διλημμάτων -από αυτά που μόνο η χρυσή εποχή της καλωδιακής τηλεόρασης είχε το τσαγανό να φέρει στην οθόνη.

Καθώς η σειρά προχωρούσε, η πολυεπίπεδη δυναμική μεταξύ του Τζίμι και της Κιμ, οι οποίοι ήταν δεμένοι με τη μοίρα ως αντίπαλοι αλλά και συμπληρωματικοί, επέκτεινε το σύμπαν του Breaking Bad σε μονοπάτια που μόνο ευφυείς σεναριογράφοι και δημιουργοί θα μπορούσαν να επινοήσουν. Το κατάφεραν.

Διχασμένο ανάμεσα στο καλό και το κακό, ακριβώς όπως και ο κωμικοτραγικός πρωταγωνιστής του, το Better Call Saul έχει πλέον αποθεωθεί από κάθε τηλεοπτικό κριτικό ως υπόδειγμα σειρά που όχι μόνο στάθηκε δίπλα από το θριαμβευτικό Breaking Bad, αλλά το εμπλούτισε με περίσσιο πλούτο ως μια στοχαστική μελέτη επάνω στο ήθος, την ανηθικότητα και τη γκρι ζώνη ανάμεσα στα δύο.

Πιο μεθοδικό από το Breaking Bad που επένδυσε πολύ στο σύνδρομο του σοκ για να γίνει εμμονική binge-watching συνήθεια στο Netflix καθιερώνοντας την τάση, το Better Call Saul επιδεικνύει σπάνια αυτοσυγκράτηση, επιλέγοντας να εξελίξει τη μεταμόρφωση του ήρωα Τζίμι σε Σαούλ με εγκράτεια και ενηλικιωμένη πίστη στην ιστορία που ήθελαν οι δημιουργοί Γκίλιγκαν και Γκουλντ να αφηγηθούν.

Σε αντίθεση με τον Γουίτμαν που στην τελευταία σεζόν του Breaking Bad είχε εναγκαλίσει με πάθος τη σκοτεινή του πλευρά (ήταν μελλοθάνατος, είχε δικαιολογία) ο Τζίμι/Σαούλ ισορροπούσε στο καλό και το κακό σε κάθε μία από τις έξι σεζόν του Better Call Saul.

Το debate [Breaking Bad ή Better Call Saul] είναι πλέον κλασικό -και θα μείνει μετέωρο, αναπάντητο, στο διηνεκές


Ο Mπομπ Όντενκερκ (που σχεδόν σοκαριστικά τον σνόμπαραν μονίμως τα Emmy), σε μία από τις λίγες συνεντεύξεις που έδωσε για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της σειράς υπογράμμισε ότι ο Τζίμι/Σαούλ είναι ένας ήρωας που ακόμη και ο ίδιος δεν μπορούσε να διακρίνει με διαύγεια.

Ανεξιχνίαστος και σχεδόν άναρχος, ο Τζίμι/Σαούλ δεν είναι σίγουρος αν θέλει να γίνει ένας διάσημος δικηγόρος όπως ο αδελφός του ή ένας αδίστακτος, επιτήδειος απατεώνας όπως το νεανικό alter ego του.

Ένα άλλο σημείο υπεροχής της σειράς που γιορτάζει τα δέκα χρόνια από την πρεμιέρα της κερδίζοντας συνεχώς νέους τηλεθεατές, είναι και η αντιηρωίδα Κιμ Γουέξλερ που υποδύθηκε η άγνωστη, τουλάχιστον μέχρι τότε Ρία Σίχορν.

Η Γουέξλερ στις πρώτες σεζόν ήταν ένας υποστηρικτικός ρόλος στο αφήγημα «για να γίνει σταδιακά η ψυχή της σειράς» σημειώνει ο Τόμας Μπατ στο Collider.

Η Γουέξλερ, μια χαρισματική και έντιμη δικηγόρος που κέρδισε με αφοσιωμένη εντιμότητα την αναγνώριση στη νομική κλίκα του Αλμπουκέρκη, θα έπρεπε να απεχθάνεται τις ραδιουργίες και τις πονηριές του Τζίμι/Σαούλ -ωστόσο γοητεύεται από την αναπάντεχη αναρχία και παραβατικότητα του.

Σε αντίθεση με τη Σκάλερ Γουάιτ, τη γυναίκα του Γουάιτ στο Breaking Bad, η Κιμ Γουέξλερ κατάφερε ταυτόχρονα τόσο να απορρίψει όσο και να εκμεταλλευτεί τις ανήθικες πρακτικές του συντρόφου της κάνοντας το Better Call Saul υπόδειγμα σεναρίου με ήρωες/αντιήρωες που ζουν στα όρια ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο, χωρίς απαραίτητα να πρέπει να ξεκαθαρίσουν που στέκονται και γιατί.

Το δημιουργικό ρίσκο ήταν αχανές, όπως τα άνυδρα τοπία γύρω από το Νέο Μεξικό όπου διαδραματίζεται η σειρά, και τελικά δικαίωσε -διαψεύδοντας ακόμη και παραγωγούς μέσα στο AMC που επέμεναν ότι ο Σαούλ Γκούντμαν ήταν «ένας ήρωας για πέταμα»

Και μάλλον εδώ είναι και η νίκη του Better Call Saul. Η σειρά αποφάσισε να δοκιμάσει την υπομονή του κοινού της, περισσότερο από το Breaking Bad όπου η εξέλιξη του χαρακτήρα είναι πάνω-κάτω ξεκάθαρη. Στο Better Call Saul όλα είναι στη διακριτική ευχέρεια ενός τηλεθεατή που μπορεί να καταδικάσει ή να αθωώσει κατά το δοκούν.

Το Better Call Saul έκανε πρεμιέρα στις 8 Φεβρουαρίου του 2015, στο AMC και ολοκληρώθηκε στις 15 Αυγούστου του 2022, μετά από έξι σεζόν και 63 επεισόδια κερδίζοντας 53 υποψηφιότητες και καμία νίκη στα Emmy.

Μετά τo φινάλε  ο Στιούαρτ Τζέφρις του The Guardian σχολίασε ότι η σειρά ξεπέρασε αναπάντεχα σε ποιότητα τον προκάτοχό της, λέγοντας:

«Κατά τη διάρκεια έξι κύκλων, το Better Call Saul εξελίχθηκε σε ένα ειλικρινά βαθύ και πιο σπαρακτικό δράμα για την ανθρώπινη διαφθορά από τον προκάτοχό του. Μεταλλάχθηκε σε κάτι οπτικά πιο πλούσιο από το Breaking Bad, ενώ δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια στιγμή, τη λεκτική του επιδεξιότητα και την ηθική του πυξίδα».

Το debate [Breaking Bad ή Better Call Saul] είναι πλέον κλασικό -και θα μείνει μετέωρο, χωρίς απάντηση. «Μην παίρνεις το μέρος των αγγέλων. Είναι πολύ μικροπρεπές» είχε πει ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς.

Σε αυτό το δίλημμα τηλεοπτικής αριστείας, οι διάβολοι είναι πολλοί και αξιαγάπητα μας αποπλανούν σε μαραθώνιους binge-watching χωρίς ενοχές.