Δακρυγόνα: Βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις στην υγεία
Συχνά παρακολουθούμε στη τηλεόραση σκηνές όπου διαδηλωτές τρέχουν να απομακρυνθούν από ένα σύννεφο δακρυγόνων. Αντίθετα με την ετυμολογία της λέξης, τα δακρυγόνα δεν προκαλούν μόνο δακρύρροια αλλά αποτελούν πολυδύναμοι χημικοί παράγοντες. Χωρίς προκαταλήψεις και με ψυχραιμία, θα εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία της επιστημονικής βιβλιογραφίας για την επίδραση τους στην υγεία.
Συχνά παρακολουθούμε στη τηλεόραση σκηνές όπου διαδηλωτές τρέχουν να απομακρυνθούν από ένα σύννεφο δακρυγόνων. Αντίθετα με την ετυμολογία της λέξης, τα δακρυγόνα δεν προκαλούν μόνο δακρύρροια αλλά αποτελούν πολυδύναμοι χημικοί παράγοντες. Χωρίς προκαταλήψεις και με ψυχραιμία, θα εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία της επιστημονικής βιβλιογραφίας για την επίδραση αυτών των παραγόντων στην υγεία.
Τα δακρυγόνα χρησιμοποιούνται ως μέσα ελέγχου των όχλων και αντιμετώπισης εγκληματιών που έχουν περιχαρακωθεί σε συγκεκριμένο χώρο, δίνοντας λύσεις σε καταστάσεις που διαφορετικά θα απαιτούσαν βιαιότερες ενέργειες. Θεωρούνται αποδεκτά από τις ανά τον κόσμο κυβερνήσεις γιατί είναι αποτελεσματικά, επιδρούν για μικρό χρονικό διάστημα και δεν έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, εφόσον βεβαίως χρησιμοποιούνται κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Αν και αυτή η εντύπωση πιθανόν να μην απέχει πολύ από την αλήθεια, οι πραγματικές συνθήκες συνήθως διαφέρουν από τις ιδανικές ενώ τα επιστημονικά δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια δείχνουν πολλαπλές επιδράσεις που δεν είναι πάντοτε προβλέψιμες.
Η διεξαγωγή λεπτομερών επιδημιολογικών μελετών είναι αρκετά δυσχερής εξαιτίας των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες χρησιμοποιούνται τα δακρυγόνα. Οι δε τοξικολογικές μελέτες γίνονται σε πειραματόζωα οπότε δεν πάντοτε εύκολη ή ακριβής η αναγωγή αυτών των στοιχείων στον άνθρωπο, κυρίως ως προς τη μακροχρόνια επίδραση. Ωστόσο, έχουν προκύψει αρκετά ενδιαφέροντα ευρήματα.
Τι είναι τα δακρυγόνα
Ο αρχικός προορισμός αυτών των ουσιών ήταν η εξουδετέρωση των αντιπάλων στρατευμάτων κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καταρχήν, πρέπει να διασαφηνιστεί ότι όταν λέμε δακρυγόνα, μιλάμε για 15 περίπου διαφορετικές χημικές ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς σε παγκόσμια βάση.
Για πολλά χρόνια επικρατούσε η χρήση της ουσίας CN (w-chloroacetophenone) από στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις. Ωστόσο, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα και η χημική αστάθεια του προϊόντος οδήγησε την χημική βιομηχανία στην αναζήτηση εναλλακτικών παραγόντων.
Κατά τη δεκαετία του 1950, η βρετανική Chemical Defence Experimental Establishment ανέπτυξε τον παράγοντα CS (o-chlorobenzylidenemalononitrile) ο οποίος ήταν αποτελεσματικότερος σε ελάχιστες δόσεις αλλά και ασφαλέστερος. Χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τις Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ ενώ σήμερα έχει σχεδόν υποκαταστήσει το CN και αποτελεί τον παράγοντα επιλογής και στη χώρα μας.
Aμεσες επιδράσεις
Τα δακρυγόνα αποτελούνται από μικροσκοπικούς κρυστάλλους που διασπείρονται με τη βοήθεια ενός υγρού ή αερίου διαλύτη και έχουν άμεση ερεθιστική επίδραση στους βλεννογόνους και το δέρμα. Η δράση τους αρχίζει εντός 20-60 δευτερολέπτων και διαρκεί 10-30 λεπτά από τη στιγμή που ο παθόν βρεθεί σε καθαρό περιβάλλον.
Η ερεθιστική επίδραση στα μάτια εκδηλώνεται ως ερυθρότητα, έντονη δακρύρροια και βλεφαρόσπασμο, δηλαδή το θύμα δεν μπορεί να κρατήσει τα μάτια ανοικτά. Η εισπνοή του CN έχει ως αποτέλεσμα ρινόρροια, πτέρνισμα, βήχα και δύσπνοια ενώ επικρατεί αίσθημα καύσου στο δέρμα όπως και σε όλες τις επιφάνειες που εκτίθονται (μάτια, στόμα, μύτη κλπ). Αρκετοί νιώθουν ναυτία, φωτοφοβία και κεφαλαλγία ενώ έχουν καταγραφεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης και αρρυθμίες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται γριποειδή συμπτώματα (βήχας, δύσπνοια, πτέρνισμα, μυϊκά άλγη) που επιμένουν για μία ή περισσότερες εβδομάδες.
Τοξικολογικά δεδομένα
Στρατιωτικά πειράματα με εθελοντές έδειξαν ότι πράγματι τα συμπτώματα παρέρχονται γρήγορα μετά την απομάκρυνση από τον παράγοντα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η Αναφορά Himsworth που παραγγέλθηκε από το Βρετανικό Υπουργείο Εσωτερικών για να εξετάσει τις επιπτώσεις της χρήσης του CS στη Βόρεια Ιρλανδία το 1969.
Συγκεκριμένα, το τελευταίο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, αν και είναι δυνατόν να προκληθεί θάνατος από πνευμονικό οίδημα, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την έκθεση σε συγκεντρώσεις εκατοντάδες φορές υψηλότερες από αυτές που είναι ανεκτές σε έναν φυσιολογικό άνθρωπο.
Τοξικολογικές μελέτες σε πειραματόζωα έχουν οδηγήσει στην εκτίμηση ότι συγκεντρώσεις μεταξύ 25.000 και 150.000 mg/m3 το λεπτό θα ήταν θανατηφόρες για το 50% των ενηλίκων που θα εκτίθονταν σε αυτές. Στο επίκεντρο του νέφους που σχηματίζεται με την έκρηξη χειροβομβίδας δακρυγόνου η συγκέντρωση είναι 2.000-5.000 mg/m3.
Ωστόσο, η έκρηξη πολλαπλών χειροβομβίδων εντός της ίδιας περιοχής ή κλειστού χώρου οδηγεί σε πολύ υψηλότερες συγκεντρώσεις. Υπό τέτοιες συνθήκες έχουν περιγραφεί περιστατικά χημικής πνευμονίτιδας και θανάτου από πνευμονικό οίδημα. Παρόμοιες συγκεντρώσεις μπορούν να προκαλέσουν επίσης καρδιακή ανεπάρκεια και ηπατοκυτταρικές βλάβες.
Η κατάποση αυτών των ουσιών έδειξε την ικανότητά τους να προκαλέσουν βαριά γαστρεντερίτιδα αλλά και διάτρηση σε πειραματόζωα. Παράλληλα, έδειξε ότι το CS μεταβολίζεται προς κυάνιο σε περιφερικούς ιστούς, χωρίς να είναι σαφείς οι επιπτώσεις αυτού το ευρήματος στον άνθρωπο.
Αυτό που έχει αποδειχθεί σε πειραματόζωα και ανθρώπους είναι η δυνατότητα πρόκλησης εγκαυμάτων και η ευαισθητοποίηση του δέρματος προς πρόκληση δερματίτιδας εξ επαφής.
Μελέτες του Εθνικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Επιστημών Υγείας των Η.Π.Α. κατέδειξαν την ικανότητα του CS να προκαλεί μεταλλάξεις στο DNA. Παρότι υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μπορούσε να έχει καρκινογόνο δράση σε ζώα, κάτι τέτοιο παραμένει αβέβαιο και απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
Πάντως μία μελέτη σε πειραματόζωα έδειξε ότι είναι μάλλον ασφαλές στην εγκυμοσύνη ενώ η αναφορά Himsworth σημειώνει ότι δεν παρατηρήθηκαν αυξημένες αποβολές ή συγγενείς ανωμαλίες στην περιοχή της Β. Ιρλανδίας όπου χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα.
Ειδικά ως προς το CN, είναι αναμφισβήτητα πιο τοξικό από το CS καθώς είναι πιο πιθανό να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού και να προκαλέσει αλλεργική και εξ επαφής δερματίτιδα. Επίσης, η μέγιστη ασφαλής δόση είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή του CF. Εξακολουθεί να παράγεται αλλά η χρήση του έχει περιοριστεί σημαντικά (αναφέρεται χρήση του στη Λωρίδα της Γάζας).
Συμπεράσματα
Από τα ανωτέρω μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ενδεχομένως υπό ιδανικές συνθήκες τα δακρυγόνα να είναι σχετικά ασφαλή. Άλλωστε και οι κατασκευαστές τους δίνουν σαφείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούνται. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο είναι εφικτό να τηρούνται αυτές οι οδηγίες υπό πραγματικές συνθήκες πίεσης και ενδεχομένως μάχης.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, όταν απελευθερώνονται μέσα σε ένα πλήθος διαδηλωτών, προσβάλλουν αδιάκριτα τους στόχους ασχέτως ηλικίας και πιθανών προβλημάτων υγείας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται κάποιος με καρδιολογικά προβλήματα ή βρογχικό άσθμα. Ακόμα και βρέφη έχουν νοσηλευτεί με βαριά χημική πνευμονίτιδα κατόπιν χρήσης δακρυγόνων σε κλειστό χώρο.
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα δακρυγόνα μετά από επαναλαμβανόμενη έκθεση. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο το άτομο να εκτεθεί πολύ ώρα σε υψηλές συγκεντρώσεις προτού αναγκαστεί να απομακρυνθεί, με πιθανές δυσάρεστες συνέπειες για την υγεία του.
Ένα άλλο ερώτημα είναι για τι ποσοστό των ενοχλημάτων που προκαλούν ευθύνονται τα διάφορα προωθητικά αέρια και διαλύτες που χρησιμοποιούνται.
Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι 80 χώρες ψήφισαν υπέρ της απαγόρευσης των δακρυγόνων το 1969 ως χημικά όπλα στα πλαίσια της συνθήκης της Γενεύης.
Το πρόβλημα παραμένει ίδιο, όπως διατυπώθηκε στο έγκυρο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association το 1989: Είναι απαραίτητη η διενέργεια περισσότερων μελετών ώστε πλέον να εξακριβωθεί η βιολογική επίδραση των δακρυγόνων σε βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση και μάλιστα στις συγκεντρώσεις που χρησιμοποιούνται στην πράξη.
Μόνο τότε θα μπορέσει να τεκμηριωθεί σε ποιες περιπτώσεις τα πιθανά αποτελέσματα από τη χρήση αυτών των μέσων δικαιολογούν την ανάληψη των όποιων κινδύνους.