Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ από τον Απρίλιο του 2025 και οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές που ενεργοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2026 δημιουργούν την εντύπωση μιας οικονομίας που επιχειρεί να μοιράσει δίκαια το μέρισμα της ανάκαμψης.

Ωστόσο, τα τελευταία στοιχεία της Eurostat υπενθυμίζουν ότι το πρόβλημα της φτώχειας στην εργασία παραμένει επίμονο με το 10,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα να βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας, έναντι 8,2% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά την αύξηση των ονομαστικών μισθών και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που έρχονται με τη νέα χρονιά, το καθαρό εισόδημα εξακολουθεί να είναι μια δύσκολη εξίσωση.

Ο νέος κατώτατος των 880 ευρώ αποτελεί την πέμπτη συνεχόμενη αύξηση από το 2019 και επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα πάνω από 1,6 εκατομμύρια εργαζόμενους. Σε καθαρούς όρους, αντιστοιχεί περίπου σε 740 ευρώ για έναν εργαζόμενο χωρίς παιδιά. Οι επιχειρήσεις το αντιμετωπίζουν ως προσαρμογή στο νέο πληθωριστικό περιβάλλον. Τα νοικοκυριά, όμως, το βιώνουν ως μερική μόνο ανακούφιση απέναντι στο σταθερά υψηλό κόστος διαβίωσης, ιδιαίτερα στη στέγαση. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα κατώτατου μισθού στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που κρατά χαμηλά την αγοραστική δύναμη παρά τις αυξήσεις.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση αλλάζει σημαντικά τη φορολογική κλίμακα για μισθωτούς και συνταξιούχους από το 2026. Οι νέοι συντελεστές μειώνουν τη φορολογική επιβάρυνση σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια έως τις 60.000 ευρώ, με ιδιαίτερα έντονα οφέλη για νέους και οικογένειες με παιδιά. Για πρώτη φορά, εργαζόμενοι έως 25 ετών δεν θα πληρώνουν καθόλου φόρο στο εισόδημα έως 20.000 ευρώ. Για τις ηλικίες 26 έως 30, ο φόρος στο τμήμα εισοδήματος 10.000–20.000 ευρώ υποχωρεί από 22% σε 9%. Οι αλλαγές οδηγούν σε μειώσεις φόρου που, για εισόδημα περίπου 20.000 ευρώ, φτάνουν τα 400 ευρώ ετησίως για άτομα χωρίς παιδιά και τα 600 έως 700 ευρώ για οικογένειες με παιδιά.

Όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι αν όλα αυτά αρκούν. Το 880 ευρώ μεταφράζεται μεν σε υψηλότερες καθαρές αποδοχές σε σχέση με το 2024, αλλά η πίεση από τις εισφορές και από το κόστος ζωής συνεχίζει να περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα.

Το ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι πάνω από το 31% των ελληνικών νοικοκυριών σε αστικές περιοχές δαπανά περισσότερο από το 40% του εισοδήματός του στη στέγαση, ποσοστό που παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια μισθολογική ενίσχυση απορροφάται γρήγορα από τις ανάγκες της καθημερινότητας. Οι φορολογικές μειώσεις ενισχύουν το καθαρό εισόδημα, αλλά δεν μεταβάλλουν το γεγονός ότι η αύξηση του μισθού ξεκινά από πολύ χαμηλή βάση, ειδικά για μονοπρόσωπα νοικοκυριά ή για νέους εργαζόμενους.

Ευρωπαϊκό στοίχημα

Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω από το ευρωπαϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον. Η ανεργία στην ευρωζώνη παραμένει στο 6,4%, με ευρύτερες ενδείξεις ότι η «σφιχτή» αγορά εργασίας των δύο προηγούμενων ετών αρχίζει να χαλαρώνει. Ζητήματα παραγωγικότητας επανέρχονται στο προσκήνιο, καθώς σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η αύξηση παραγωγικότητας στην ευρωζώνη κινείται μόλις στο 0,7%, περιορίζοντας την ικανότητα των επιχειρήσεων να στηρίζουν πραγματικές αυξήσεις μισθών. Η Ελλάδα, με μικρές επιχειρήσεις και χαμηλή τεχνολογική ένταση, δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο να δημιουργήσει μισθούς που μπορούν να καλύψουν το κόστος ζωής.

Μέσα σε όλα αυτά, μια λιγότερο προβεβλημένη αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διάσταση προέρχεται από τις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg Tax, κορυφαίος αξιωματούχος της ΕΕ έθεσε ανοικτά τον προβληματισμό ότι η φυγή εργαζομένων προς τρίτες χώρες αποδυναμώνει όχι μόνο την παραγωγικότητα της Ένωσης αλλά και τη μελλοντική φορολογική της βάση.

Το ζήτημα αναδεικνύεται για πρώτη φορά με τέτοια σαφήνεια, καθώς η μετανάστευση εργαζομένων υψηλών δεξιοτήτων δεν μεταβάλλει απλώς το εργασιακό τοπίο, αλλά έχει άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες.

Ανάσχεση του brain drain

Η η ελληνική πολιτική για τον μισθό και τη φορολογία αποκτά μια ενδιαφέρουσα «διπλή ανάγνωση». Από τη μία, η αύξηση του κατώτατου και η μείωση της φορολογίας των εργαζομένων επιχειρούν να αντιμετωπίσουν μια οξύτατη κοινωνική ανάγκη προκειμένου να αυξηθεί επιτέλους το καθαρό εισόδημα. Από την άλλη, λειτουργούν και ως πολιτικές συγκράτησης ανθρώπινου δυναμικού.

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα υπήρξε από τις χώρες με το μεγαλύτερο brain drain την προηγούμενη δεκαετία, η φορολογική πριμοδότηση των νέων και των οικογενειών με παιδιά μοιάζει να υπηρετεί πολύ περισσότερο από μια δημοσιονομική μεταρρύθμιση καθώς αντανακλά μια προσπάθεια να προστατευθεί η ίδια η φορολογική της βάση.

Οι εξελίξεις αυτές ανοίγουν ένα ευρύτερο ζήτημα για την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όταν η Κομισιόν πιέζει για χαμηλότερους φόρους στην εργασία, αλλά παράλληλα αναζητά τρόπους να σταθεροποιήσει τα δημοσιονομικά της, γίνεται σαφές ότι το μοντέλο της επόμενης δεκαετίας θα κριθεί στη λεπτή ισορροπία μεταξύ αύξησης των εισοδημάτων και διατήρησης μιας βιώσιμης φορολογικής βάσης.

Πηγή: ΟΤ