Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Γιάννης Οικονομίδης κάνει πια εμπορικές επιτυχίες. Η Σπασμένη Φλέβα κλείνει την τέταρτη εβδομάδα προβολών στις αίθουσες παραμένοντας στις κορυφαίες θέσεις του ελληνικού box office, ενώ υπήρχαν sold out απογευματινές προβολές σε κεντρικές αίθουσες της Αθήνας μέχρι και την περασμένη Κυριακή. Το τελευταίο του πόνημα φαίνεται μέχρι στιγμής να ξεπερνάει ακόμα και το εντυπωσιακό άνοιγμα της προηγούμενης δουλειάς του, της Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς που θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία των θερινών κινηματογράφων καταμεσής της πανδημίας.

Όσα όμως εισιτήρια έκοψε συνολικά η Μπαλάντα, η Σπασμένη Φλέβα τα ισοφάρισε ακαταπόνητα στο πρώτο τετραήμερο – σε οχτώ μέρες είχε ήδη φτάσει τα διπλάσια. Και συνεχίζει, με το ενδιαφέρον του κοινού να παραμένει αμείωτο. Ένας στους εκατό κατοίκους της χώρας έχει δει επιβεβαιωμένα μέχρι στιγμής την ταινία.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι προβολές είναι διαδραστικές, θυμίζουν τις αφηγήσεις για το σινεμά δεκαετιών που δεν ζήσαμε, όπου οι θεατές μιλάνε, γελάνε, αντιδρούν σε αυτό που συμβαίνει στην οθόνη. Είναι ένα είδος θεάματος ασυνήθιστα ζωηρού για τις κινηματογραφικές αίθουσες, όπου εδώ και χρόνια έχει επιβληθεί μία «καλότροπη» σιωπή ακόμα κι εκεί που δεν χρειάζεται. Πράγματι, η φασαρία και τα γέλια σε αποσπούν αν πας να δεις το Αντρέι Ρουμπλιόφ· δεν ισχύει όμως το ίδιο για το ν-οστό Fast and the Furious.

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει κάτι που σπάει κοινή συμφωνία τη ρηχή σοβαροφάνεια στις αίθουσες που παίζεται η Σπασμένη Φλέβα. Ως έναν βαθμό, αυτό σίγουρα οφείλεται στη δημοφιλία που απολαμβάνουν -ιδίως στο διαδίκτυο- οι μνημειώδεις ατάκες από τις ταινίες του, γνωστές τοις πάσι, κυρίως επειδή καταφέρνουν με κωμικό τρόπο να αποτυπώσουν γλωσσικά και ακόμα περισσότερο συμπεριφορικά μοτίβα της ελληνικής πραγματικότητας.

Το σινεμά του Οικονομίδη είναι έτσι ένα οικείο σινεμά και ως εκ τούτου, ένα κατ’ εξοχήν λαϊκό σινεμά. Αρδεύει τα δραματικά στοιχεία στις συμπεριφορές γύρω μας, τα αόρατα σχήματα εντός της καθημερινής επικοινωνίας και τα επιστρέφει σε μορφή ταινίας. Σε ένα βαθμό τα παρωδεί, αδιαμφισβήτητα· παράλληλα όμως τα αποκαλύπτει, απογυμνώνει την υπόγεια, κανονικοποιημένη και κατά συνέπεια, αδιόρατη παραληρηματική οργή που εμφωλεύει στην καθημερινότητα και την επεξεργάζεται.

Θα ξέραμε άραγε ότι υπάρχει αυτή η οργή κι ακόμα περισσότερο, πώς μοιάζει, αν δεν είχαν υπάρξει οι ταινίες του Οικονομίδη; Σίγουρα τη διαισθανόμαστε, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα την είχαμε δει ποτέ στην αποκρυσταλλωμένη μορφή της πρώτης ύλης για την αφήγηση ιστοριών. Ήταν τόσο παραγνωρισμένη που ακόμα και τώρα που την έχουμε δει στο πανί, εξακολουθούμε να έχουμε απορίες γι’ αυτή: Σε τι οφείλεται; Πότε ξεκίνησε να διατρέχει οριζόντια την κοινωνία; Ο Οικονομίδης δεν έχει απαντήσεις γι’ αυτά και δεν έχει κανένα λόγο να έχει. Σκηνοθέτης είναι, όχι ανθρωπολόγος.

Ωστόσο, ό,τι πιο κοντινό έχει δώσει σε απάντηση είναι η Σπασμένη Φλέβα. Έχει ήδη σχολιαστεί πολλάκις ότι αυτή τη φορά ο Οικονομίδης βγήκε από την πεπατημένη του λούμπεν περιθωρίου (ή στην περίπτωση του Σπιρτόκουτου, του λούμπεν μικροαστισμού) και έβαλε στο επίκεντρο την περιβόητη «μεσαία τάξη» της χώρας – αυτή στην οποία όλοι νομίζουν ότι ανήκουν, ελάχιστοι ανήκουν πραγματικά και κάποιοι από αυτούς που μισο-ανήκουν, δεν θα άνηκαν χωρίς δανεικά.

Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση εμπίπτει και ο αντι-ήρωας του Θωμά Αλεξόπουλου που ενσαρκώνει ο Βασίλης Μπισμπίκης, αλλά και όλοι οι «φίλοι» στους οποίους απευθύνεται να τον συνδράμουν με δανεικά για να ξεπληρώσει τον τοκογλύφο και να σώσει το σπίτι του. Όλοι ζουν χρεωμένοι, όλοι έχουν εκκρεμότητες και βασίζονται σε μία ροή χρήματος υπόλογη σε κάποιον άλλον, όχι σε κάποια περιουσία που έχουν σε δικό τους καταπίστευμα.

Οι περισσότεροι μάλλον δεν χρειάστηκε ποτέ να βρούμε 327 χιλιάρικα σε πέντε μέρες – χρειάστηκε όμως συχνά να ψάξουμε να βρούμε απότομα λεφτά για να καλύψουμε ένα κενό που αφήσαμε. Έχουμε ζήσει την εμπειρία να παίρνουμε τηλέφωνο όποιον ξέρουμε προκειμένου να αποπληρώσουμε κάποια οφειλή πριν κοπεί το ρεύμα/τηλέφωνο/νερό, να μη μείνουμε ανασφάλιστοι ή να επιβιώσουμε μέχρι να γίνει η πληρωμή που έχει καθυστερήσει.

Το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα που σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΑΑΔΕ έχει υπερβεί τα 250 δισ. οφειλών σε προμηθευτές, servicers, τράπεζες, ΔΕΚΟ, εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, συζητιέται συχνά σαν λογιστικό πρόβλημα. Πάνω από όλα όμως είναι τρόπος ύπαρξης των πολλών. Αυτές οι εκατοντάδες δισεκατομμυρίων διασπώνται σε εκατομμύρια μικρότερων οφειλών, μερικών χιλιάδων ή δεκάδων χιλιάδων ευρώ, μοιρασμένων ανάμεσα στην πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας, των νεκρών ή θνήσκοντων μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των απλήρωτων δεδουλευμένων από τα μεγάλα «κανόνια» κ.ο.κ.

Κοινώς: χρωστάμε και μας χρωστάνε. Στη ζωή μας κυριαρχούν δάνεια και ρυθμίσεις, απλήρωτοι λογαριασμοί (είμαστε πρώτοι στην ΕΕ), πιστόλια από εργοδότες, ενοίκια τα οποία δεν μπορούν να εξοφληθούν, σπίτια και χωράφια που κατάσχονται, εισπρακτικές που παρενοχλούν στα τηλέφωνα και η πιο συχνή αξιολόγηση που συνοδεύει τον θάνατο κάποιου είναι αν άφησε ή δεν άφησε χρέη. Αυτό είναι το σταθερότερο βίωμα στην Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον 17 χρονιά, από τις απαρχές της οικονομικής κρίσης – και είναι εντυπωσιακό και πολύ ευφυές ότι η λέξη «κρίση» δεν αναφέρεται πουθενά στη Σπασμένη Φλέβα.

Το γεγονός βέβαια ότι ο Αλεξόπουλος είναι αντι-ήρωας, δεν σημαίνει ότι η Σπασμένη Φλέβα είναι το σινεμά του «μαζί τα φάγαμε» και του «ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας». Αντιθέτως, ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας αφορά τον ίδιο τον χαρακτήρα, η τραγικότητα του οποίου έγκειται κυρίως στην έπαρση του να τολμήσει να είναι αυτό που τον ωθούσαν τα πράγματα να είναι: απρόθυμος οικογενειάρχης, αποτυχημένος καταφερτζής, χρεοκοπημένος επιχειρηματίας, καλοπροαίρετος απατεώνας. Ο Αλεξόπουλος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να προσπαθεί να αντιδράσει στο πρόβλημα σαν hustler – όπως έμαθε δηλαδή, αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με την αποτυχία και τις συνέπειες των πράξεών του.

Από αυτόν τον ελαττωματικό και κατά πολλούς αντιπαθή χαρακτήρα, ο Οικονομίδης επιχειρεί να αποτυπώσει σε κινηματογραφική γλώσσα κάτι πιο οικουμενικό: την πνιγηρή εμπειρία των χρεών. Την καταγράφει μέσα από έναν χαρακτήρα χαμένο και βαθιά μοναχικό, με φευγαλέες μόνο αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους, απέναντι στους οποίους αλλάζει πρόσωπο ανάλογα με την περίσταση και τις ανάγκες του, ψάχνοντας πάντα να αδράξει κάποια ευκαιρία που μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει.

Αυτή είναι η αλήθεια του χρέους: όσο κι αν το κουβαλάμε όλοι, δεν το κουβαλάμε όλοι μαζί. Είναι μία εξατομικευμένη καταπίεση που μπορεί να δικαιολογήσει στους ανθρώπους τις πιο σκληρές, απερίσκεπτες και ιδιοτελείς κινήσεις επιβίωσης, ιδίως όταν από πίσω κρύβεται και μια σειρά ταυτοτικών πιέσεων, από τον ανδρισμό μέχρι την επιταγή του διαγενεακού αυγατίσματος της οικογενειακής περιουσίας.

Κάπου εκεί είναι μάλλον που η Σπασμένη Φλέβα βρίσκει το σημείο επαφής με το εντυπωσιακά ευρύ κοινό που πάει να τη δει και παροτρύνει άλλους να τη δουν: το ξέρουμε όλοι αυτό το άγχος του χρέους που τέμνει οριζόντια τη χώρα, που ανεβάζει την εθνική μας πίεση και οδηγεί στην ιλιγγιώδη αύξηση μιας κανιβαλικής εντροπίας. Γι’ αυτό μιλάμε εν τέλει για ένα σινεμά το οποίο βλέπεται όχι με την αναισθητοποιημένη παθητικότητα μιας μυσταγωγίας, αλλά ως δικό μας θέαμα, ως μάζωξη των πολλών που νιώθουν άνετα να σχολιάζουν, να φωνάζουν και να γελούν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν επιδέχεται κριτικής, κυρίως όσον αφορά την αντίστιξη του αδιάφορου μικρομεσαίου οικοσυστήματος των λεωφόρων του υπολοίπου Αττικής με τα πιο περίτεχνα και ατμοσφαιρικά νυχτερινά πλάνα. Η ιδέα είναι μεν θαρραλέα, αλλά χάρη ενός μάλλον άτσαλου post-production δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα οπτικής συνοχής.

Τέτοια ζητήματα όμως είναι περί (σινεφίλ) ορέξεως. Η Σπασμένη Φλέβα κατάφερε να πάρει έμπνευση από το υπέδαφος της κοινωνίας και να προσδώσει στην κοινή εμπειρία την υπόσταση μίας κινηματογραφικής αφήγησης που ενδιαφέρει άμεσα. Πράγματι, δεν μπλέξαμε όλοι με τον Παντελή τον τοκογλυφό· αλλά πολλοί γνωρίζουμε ότι οι τράπεζες δάνειζαν παράλογα γελώντας κάτω από τα μουστάκια τους, όσο εκατομμύρια αιθεροβάμονες Αλεξόπουλοι πόνταραν αφελώς σε μια πιο αισιόδοξη έκβαση για το οικονομικό τους μέλλον.