Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 1975. Ακριβώς πριν από μισόν αιώνα. Ο πρωτοσέλιδος τίτλος των «Νέων» αφιερωμένος στο Κυπριακό. Φρούδες ελπίδες για αποχώρηση των Τούρκων από τη Μεγαλόνησο, με την πληγή της εισβολής και κατοχής να είναι ακόμα νωπή.

Στη δεξιά στήλη της εφημερίδας, μία χαρακτηριστική φωτογραφία των πρώην δικτατόρων, του Γεωργίου Παπαδόπουλου και του Δημητρίου Ιωαννίδη, στο δικαστήριο. Και οι δύο, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, βυθισμένοι σε απόγνωση, εν αναμονή της αγορεύσεως του εισαγγελέως. Βλέπετε, τις μέρες εκείνες, στο Πενταμελές Εφετείο, εξελισσόταν η δίκη των υπευθύνων για το μακελειό του Πολυτεχνείου.


«ΤΑ ΝΕΑ», 15.12.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στη δίκη των εγκληματιών της Επταετίας στραμμένο το βλέμμα και του Δημήτρη Ψαθά. Δε θα μπορούσε ασφαλώς να ξεφύγει από την καυστική γραφίδα του ο μοναδικός αυτός συνδυασμός του κωμικού και του τραγικού, η τραγελαφική αυτή εικόνα των πάλαι ποτέ πανίσχυρων ηγετών της χούντας.


«ΤΑ ΝΕΑ», 15.12.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ιδού το κείμενο του αξεπέραστου Ψαθά (τίτλος του, «Εγώ»):


Συμβαίνει καμμιά φορά οι συγγραφείς —κυρίως οι κωμωδιογράφοι— να το παρακάνουμε στη διαγραφή των κωμικών χαρακτηριστικών ενός ήρωα κωμωδίας για να τον εμφανίσουμε πιο γελαστικό. Και το μεν θεατριζόμενο κοινό γελά, ευχαριστιέται και χειροκροτεί ζωηρώς —καμμιά φορά μανιωδώς— αλλά έρχονται και οι κριτικοί, πολύ σοβαροί, βαρύθυμοι, βάζουν το τηλεσκόπιο, ύστερα το μικροσκόπιο, ύστερα το… στηθοσκόπιο, εξετάζουν τον αστείο ήρωα, εξετάζουν κι’ όλο μαζί το έργο κι’ αποφαίνονται:

— Νο, νο, νο! Υπερβολές! Υπερβολές! Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Είναι αυθαιρεσίες…

Πιάνουν, λοιπόν, την ιερεμιάδα (σ.σ. θρηνολογία, καταστροφολογία, μεμψιμοιρία) κι’ αρχίζουν τον εξάψαλμο, με βασικό επιχείρημα —μιλώ, βέβαια, για κωμωδίες άξιες κριτικής— ότι στο έργο γελοιογραφούνται οι χαρακτήρες μέχρι σημείου να παραμορφώνωνται, έτσι που να προκαλούν, βέβαια, το γέλιο αλλά να χάνουν την αλήθεια τους.


Να έχουν δίκιο οι κριτικοί; Δεν αποκλείεται εντελώς — υπάρχουν και κριτικοί που δεν λένε άρες μάρες. Όταν, όμως, ο χαρακτήρας έχει πιαστή σωστά, όση υπερβολή και να του βάλη ο συγγραφέας, δεν τον παραμορφώνει, αλλά απλώς του διογκώνει την αλήθεια. Όπως στις γελοιογραφίες. Την μύτη ενός μυταρά μπορεί να την επιμηκύνη όσο θέλει ο γελοιογράφος, χωρίς να κινδυνεύη να κάνη αγνώριστο το αντικείμενό του.

Είναι επομένως θέμα, κατ’ αρχήν, σωστής σκιαγράφησης του ήρωα, ευθυβολίας —θάλεγα— ως προς την ακρίβεια του στόχου. Αν θέλης, δηλαδή, να σκιαγραφήσης έναν εγωπαθή, και εγωκεντρικό φιλόδοξο, τύπου Παπαδόπουλου, αρκεί να τον πετύχης στις βασικές γραμμές του και από κει και πέρα όσες υπερβολές να προσθέσης —τέτοιες, όμως, που ν’ απορρέουν απ’ το πάθος του— δεν κινδυνεύεις ποτέ να τον απομακρύνης από την αλήθεια.

Αν προσέξετε τους ανθρώπους κάπως καλύτερα —όσο το κάνει ένας συγγραφέας— θα δήτε ότι κι’ αυτή η ίδια η φύση επιδίδεται σε γελοιογραφίες με κάθε άνεση, προσφέροντας στην απέραντη πινακοθήκη της ποικιλία τύπων και χαρακτήρων με τόσο εξογκωμένα τα κωμικά χαρακτηριστικά τους, ώστε ένας κριτικός θάλεγε ότι είναι ανύπαρκτοι στην πραγματική ζωή, ενώ μπορεί κάλλιστα να είναι ανύπαρκτοι στη θεατρική φιλολογία, επειδή δεν αποτολμά ο οίστρος των συγγραφέων να φτάση σε τέτοιες υπερβολές. Ποιος συγγραφέας έξαφνα —κωμωδιογράφος εννοώ— θα μπορούσε να σοφιστή τον τύπο του Παπαδόπουλου, σ’ όλες τις διαστάσεις του εγωκεντρικού του πάθους, έτσι όπως ο ίδιος μάς παρουσιάστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του, αλλά και προχτές ακόμη —την περασμένη Παρασκευή— κατά την απολογία του;


Ο εγωκεντρισμός και η φιλοδοξία είναι δύο ανθρώπινα χαρακτηριστικά που με απασχόλησαν πάντα σαν συγγραφέα. Μια απ’ τις κωμωδίες μου, όπου προσπάθησα να δώσω την κωμική νότα του εγωκεντρικού χαρακτήρα, είναι «Ο εαυτούλης μου», που παίζει τώρα, ως γνωστόν, ο Γιάννης Γκιωνάκης στο θέατρο «Μπροντγουαίη». Ο τύπος αυτός δεν μπορεί να κρύψη τον εγωκεντρισμό του, ούτε φαντάζεται πόσο γέλιο προκαλεί —στο θέατρο αλλά και στη ζωή— όταν μιλά με τόσο πάθος για τον εαυτό του. Έτσι, με την ευκαιρία ενός λόγου που βγάζει ο κεντρικός ήρωας του «Εαυτούλη» στ’ αποκαλυπτήρια μιας προτομής, βρίσκει τους υψηλότερους τόνους του ρητορικού του οίστρου στις φράσεις:

— ΕΓΩ υπήρξα ο συνεργάτης του ένδοξου τούτου ανδρός! ΕΓΩ υπήρξα ο εμπνευστής του έργου! ΕΓΩ υπήρξα ο δημιουργός! ΕΓΩ υπήρξα τούτο, ΕΓΩ υπήρξα εκείνο. ΕΓΩ… ΕΓΩ… ΕΓΩ…

Και αυτός μεν είναι ο ήρωας μιας κωμωδίας που δεν καταλαβαίνει πόσο γελοίος γίνεται με την εγωλογία του, ούτε, βέβαια, ακούει τα χάχανα της πλατείας, προκειμένου περί θεάτρου. Ο άλλος, όμως; Ο αληθινός; Ο κ. Γεώργιος Παπαδόπουλος, κοτζάμ δικτάτορας, που μας τάραξε στα ΕΓΩ του —ακόμα μια φορά μπροστά στις τόσες— στο δικαστήριο;

— ΕΓΩ!


Και έκανε να ριγήσουμε με τις εγωκεντρικές στροφές του ρητορικού του οίστρου:

— ΕΓΩ διέταξα την επέμβασιν του στρατού!


Κι’ ύστερα:

— ΕΓΩ επέβαλα τον στρατιωτικό νόμο.

Και εν συνεχεία, το αποκορύφωμα του οίστρου του στην μεγαλειώδη εκείνη μελοδραματική κορώνα:

— ΕΓΩ είμαι ο τύραννος κι’ ΕΜΕΝΑ να στείλετε στο εκτελεστικό απόσπασμα!

Πέρα απ’ την αστεία εγωλογία συλλαμβάνετε την κωμική κατάσταση; Να παριστάνης τον γενναίο εκ του ασφαλούς —σίγουρος ότι δεν υπάρχει περίπτωση εκτελέσεως—, να ξέρη ο κόσμος ότι το ξέρεις, κι’ όμως να μη διστάζης να πετάξης μια τέτοια σαπουνόφουσκα; Τι συμβαίνει; Απλούστατα, δεν υπάρχει στον χαρακτήρα τούτον (σχεδιασμένο όχι από συγγραφέα αλλά από την φύση) το αίσθημα του γελοίου. Αλλά το πιο θλιβερό είναι ότι ο άνθρωπος αυτός που φέρνεται σαν ήρωας κωμωδίας, υπήρξε ήρωας —φευ!— τραγωδίας στην πραγματικότητα.