Γεννημένος μια ημέρα σαν σήμερα, στο Βερολίνο του 1920 ως Χέλμουτ Νόιστεντερ, ο Χέλμουτ Νιούτον όρισε το σύγχρονο βλέμμα απαθανατίζοντας σκοτάδια και ερωτισμό, πάντα προκαλώντας τα χρηστά ήθη ως νυστέρι.

Ο Νιούτον που έματε την τέχνη του μαθητεύοντας στο Βερολίνο κοντά στην Έλσι Νοϊλάντερ Σάιμον, μία φωτογράφο με ειδίκευση στη μόδα, τα πορτρέτα και το γυμνό, ήταν ένας κυνηγημένος (και δη μονογαμικός) τυχοδιώκτης της αμαρτίας.

Η άνοδος του ναζισμού επρόκειτο να ανατρέψει βίαια την πορεία του. Λόγω των ρατσιστικών νόμων του καθεστώτος, ο Εβραίος Νόιστεντερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του το 1938 και να γίνει πολίτης ενός κόσμου που αποπλάνησε.

Μετανάστευσε αρχικά στη Σιγκαπούρη και στη συνέχεια στην Αυστραλία, όπου άλλαξε το γερμανικό του επίθετο σε Νιούτον. Αυτός ο αναγκαστικός επαναπροσδιορισμός, αυτή η «φυγή για τη ζωή» θεωρείται από μελετητές του έργου του ότι τροφοδότησε τον εξωτισμό και την ηδονοβλεψία του έργου του.

«Λατρεύω τη χυδαιότητα. Με έλκει αφάνταστα η κακογουστιά, που τη θεωρώ πιο διεγερτική από το καλό γούστο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά τυποποίηση του βλέμματος»

Μετά την Αυστραλία, ο Νιούτον αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη φωτογραφία μόδας και το 1961 μετακόμισε στο Παρίσι, την πρωτεύουσα της υψηλής ραπτικής. Ήταν η δεκαετία του 1960, μία εποχή που ο κόσμος της μόδας αναζητούσε απεγνωσμένα ανατροπή και τόλμη.

Ο Νιούτον βρήκε το ιδανικό πεδίο για να προτείνει τη δική του αφήγηση στο βλέμμα. Η αισθητική του πάντα άψογη, εκλεπτυσμένες συνθέσεις, έντονο φως, ασπρόμαυρες αντιθέσεις και πρωταγωνίστριες γυναίκες -σέξι, δυναμικές, απειλητικές και κυρίαρχες.

Οι φωτογραφίες του για τη γαλλική Vogue έσπασαν κάθε ταμπού, αντικαθιστώντας τις γλυκανάλατες πόζες με σκηνές που παρέπεμπαν σε κινηματογραφικά νουάρ και σε σεξουαλικά φορτισμένα παιχνίδια εξουσίας ενώ η αμφιθυμία που προκαλούσε με τις λήψεις του έγινε και το μεγαλύτερο του όπλο.

Ο Νιούτον ήταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που μετέτρεψε το σώμα σε πεδίο μάχης για την ταυτότητα και την ανεξαρτησία, προκαλώντας ταυτόχρονα κατηγορίες για μισογυνισμό και φετιχισμό.

Στη δεκαετία του 1980, ζώντας πλέον στην Καλιφόρνια, μία καρδιακή προσβολή τον αναγκάζει να κάνει ένα διάλειμμα, μια στιγμή περισυλλογής που οδήγησε στη δημιουργία της διάσημης σειράς Big Nudes.

Ο Νιούτον είδε το ανθρώπινο σώμα ως γλυπτό και αποφάσισε να το φωτογραφίσει σε φυσικό μέγεθος, συχνά με μία ωμή αισθητική που αποκάλυπτε την ατέλεια και την ανεξαρτησία των μοντέλων του.

Αυτά τα γιγαντιαία γυμνά έργα, τολμηρά φωτισμένα, έγιναν το σήμα κατατεθέν της ωριμότητάς του, αποδεικνύοντας ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ της τέχνης για γκαλερί και της εμπορικής φωτογραφίας για brands όπως Lavazza και Chanel. Ο ίδιος, άλλωστε, δεν δίσταζε να αυτοπροσδιορίζεται ως «ένας πληρωμένος πιστολέρος» της τέχνης.

Σαν άλλος μυθιστορηματικός ήρωας, ο Νιούτον, που υπήρξε αισθητιστής, όχι φτηνά αισθησιακός, ήταν εικονοκλάστης, αλλά και προβοκάτορας που λάτρευε τον κίνδυνο και την πρόκληση, έφυγε από τη ζωή με έναν τραγικό και, ίσως, ειρωνικό τρόπο.

«Αγαπώ τις γυναίκες, αγαπώ τα σώματά τους, θεωρώ σέξι ακόμα κι ένα βλέμμα τους. Οι φωτογραφίες μου στόχο έχουν να δείξουν πόσο επιβλητικός είναι ο γυναικείος ερωτισμός. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό για το οποίο κατηγορούμαι»

Ο γεννημένος στο Βερολίνο φωτογράφος Χέλμουτ Νιούτον δείχνει τους φωτογράφους μπροστά από μια φωτογραφία του με τίτλο Sie kommen – Undressed (Έρχονται – Γυμνές) κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης Work στη Νέα Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου, στις 30 Οκτωβρίου 2000 REUTERS/Fabrizio Bensch

Στις 23 Ιανουαρίου 2004, ενώ οδηγούσε, έπαθε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα έξω από το Château Marmont στο Λος Άντζελες, το θρυλικό ξενοδοχείο όπου είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.

Η ζωή του, γεμάτη από φευγιό, φιλοδοξία και αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας πίσω από τον φετιχισμό και τη γοητεία, αποτελεί το καλύτερο εισαγωγικό κείμενο για το έργο του.

Την αινιγματική προσωπικότητα και το έργο του φωτογράφου που έθεσε τους δικούς του κανόνες στον ερωτισμό, τη μόδα και το γυμνό προσπάθησε να αναλύσει και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ Helmut Newton: The Bad and the Beautiful (Χέλμουτ Νιούτον: Η Ωραία και το Κτήνος).

Εμπνευσμένο από το κλασικό μελόδραμα του Βινσέντε Μινέλι της δεκαετίας του 1950, το ντοκιμαντέρ προσφέρει μία σπάνια πρόσβαση στα παρασκήνια της καριέρας του, φωτίζοντας τους βαθύτατους λόγους για τους οποίους ο Νιούτον υπήρξε, και παραμένει, τόσο αμφιλεγόμενος όσο και απαραίτητος σημείωσε η Deutsche Welle.

Ένα «μυθικό τέρας» της φωτογραφίας, ο Χιούτον μέσα από τον όγκο της δουλειάς του υπενθυμίζει ότι «πρέπει πάντα να ανταποκρίνεσαι στην κακή σου φήμη»

Ο Νιούτον, ένας φυγάς, εξόριστος και παρατηρητής, έγινε έμπνευση για τον σκηνοθέτη, Γκέρο φον Μπεμ, που εξήγησε ότι ο τίτλος του έργου του αντανακλά ακριβώς την πρόθεση να εξερευνήσει τον κόσμο της μόδας και των επιτυχημένων ανθρώπων «από τα παρασκήνια».

Ο Νιούτον, μέσα από τις φωτογραφίες του, «αφηγούταν συχνά ιστορίες που έκρυβαν μυστικά ή που θα μπορούσαν να μας κάνουν να σκεφτούμε ότι συνέβη κάτι τρομερό». Αυτή η δραματουργική προσέγγιση, που υπονοεί βία, εξουσία και κρυφές επιθυμίες, ήταν το σήμα κατατεθέν του.

Το «κτήνος» στον τίτλο του ντοκιμαντέρ παραπέμπει στον ρόλο του Νιούτον ως «κακού» ή «άτακτου» αγοριού, όπως τον αποκαλούσε χαριτολογώντας και η σύζυγός του, Τζουν Μπράουν που έγινε γνωστή ως Άλις Σπρινγκς.

Ο ίδιος ήταν ένας αναρχικός της φωτογραφίας που, με το έργο του, ανέτρεψε ένα μεγάλο κομμάτι του κατεστημένου στην τέχνη της φωτογραφίας μόδας της εποχής του.

«Ορισμένοι φωτογράφοι κάνουν τέχνη. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Εγώ είμαι απλώς ένας μισθωμένος εκτελεστής»

Επισκέπτης κοιτάζει μια φωτογραφία της μοντέλου Ναόμι Κάμπελ στη μόνιμη έκθεση με έργα του Νιούτον στο Βερολίνο, στις 4 Ιουνίου 2004. Ο Nιούτον δώρισε 1.000 από τις φωτογραφίες του στο Βερολίνο λίγους μήνες πριν από το θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Χόλιγουντ τον Ιανουάριο. Οι στάχτες του επέστρεψαν στην πατρίδα του κατά τη διάρκεια μιας τελετής με τη συμμετοχή πολλών διασημοτήτων την Τετάρτη, περισσότερα από 60 χρόνια μετά τη φυγή του από τη ναζιστική Γερμανία λόγω της δίωξης των Εβραίων. REUTERS/Arnd Wiegmann

Η κύρια πηγή κριτικής προήλθε από την αμφιλεγόμενη και, για ορισμένους, ταπεινωτική απεικόνιση του γυναικείου σώματος, ένα θέμα που καταδίκασε η Αμερικανίδα συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ και η Γερμανίδα φεμινίστρια Άλις Σβάρτσερ.

Ο Νιούτον έβαζε συχνά τα μοντέλα του να ποζάρουν γυμνά, σε πόζες που θόλωναν τη γραμμή μεταξύ τέχνης και σεξουαλικού φετιχισμού.

Ωστόσο, η «ωραία» στον τίτλο αναφέρεται στις γυναίκες που τον περιέβαλαν και τον στήριξαν, πολλές από τις οποίες εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ: η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, η Άννα Γουίντουρ, η Γκρέις Τζόουνς, η Κλάουντια Σίφερ και, φυσικά, η σύζυγός του.

Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει ότι για να κατανοήσει κανείς το έργο του Νιούτον, πρέπει να το δει σε άμεση σύνδεση με την περίοδο κατά την οποία τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες. Το ζενίθ της καριέρας του συνέπεσε με τη σεξουαλική επανάσταση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970.

Όπως επισημαίνει ο φον Μπεμ, οι γυναίκες που πόζαραν γυμνές το έκαναν εθελοντικά, ποτέ δεν αναγκάστηκαν. Για ορισμένες, όπως η νεαρή ηθοποιός Σάρλοτ Ράμπλινγκ, ήταν μια πράξη απελευθέρωσης.

Η τραγουδίστρια Μάριαν Φέιθφουλ, μεγαλωμένη σε αυστηρά καθολικό περιβάλλον, αποκαλύπτει στο ντοκιμαντέρ ότι ο Νιούτον την «ελευθέρωσε από τη σεμνοτυφία των καθολικών μοναχών». Το έργο του, επομένως, υποστηρίζεται ότι ήταν μία φεμινιστική δήλωση εξουσίας πάνω στο ίδιο το σώμα, παρά το #MeToo κλίμα του σήμερα.

Ένα από τα πιο αιχμηρά στοιχεία που αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ είναι η επιρροή της Λένι Ρίφενσταλ στην αισθητική του Νιούτον. Η Ρίφενσταλ, η διάσημη φωτογράφος και σκηνοθέτις των προπαγανδιστικών ταινιών του Εθνικοσοσιαλισμού, διαμόρφωσε την οπτική του Νιούτον, κάτι που ο ίδιος ποτέ δεν αρνήθηκε.

Στο ντοκιμαντέρ, ο ίδιος ο Νιούτον εξηγεί πώς τον επηρέασε το έργο της αμφιλεγόμενης σκηνοθέτιδας: «Ο φωτισμός που χρησιμοποιούσε, οι αποχρώσεις και μερικές από τις πόζες» λέει και ίσως αυτό να εξηγεί και τη δύναμη, τη μνημειακότητα και τη συχνή ανδρόγυνη προσέγγιση στις φωτογραφίες του.

«Πάντα μου άρεσαν οι δυνατές γυναίκες, σωματικά και πνευματικά, γιατί νιώθω ασφαλής. Οι ντροπαλές γυναίκες με ανατριχιάζουν. Η μητέρα μου ήταν πολύ δυνατή όταν έπρεπε να σώσει την οικογένειά της από τους Ναζί»

Ο Νιούτον έπαιζε συχνά με το πώς «γυναικεία και ανδρικά χαρακτηριστικά μπορούν να γίνονται ένα», δημιουργώντας φιγούρες που έμοιαζαν με γλυπτά εξουσίας, αδιαφορώντας για την παραδοσιακή σεμνοτυφία.

Πάντα στο σταυροδρόμι ανάμεσα στο ωραίο και το κτηνώδες, της απελευθέρωσης και του φετιχισμού, ο Νιούτον συνεχίζει να σοκάρει, να εντυπωσιάζει και να προκαλεί το βλέμμα επιμένοντας σε μία διαρκή πρόκληση.

Η νέα έκθεση Helmut Newton. Intrecci στο Filatoio di Caraglio της Ιταλίας εστιάζει ακριβώς σε αυτό το παιχνίδι του Νιούτον ανάμεσα στα δίπολα παρουσιάζοντας περίπου εκατό φωτογραφίες, εμβληματικές και αδημοσίευτες, παρουσιάζουν την αψεγάδιαστη δουλειά του για εταιρείες όπως η Lavazza, η Ca’ del Bosco, η Redwall και η Absolut Vodka στην έκθεση που επιβεβαιώνει την «αμαρτωλή προσέγγιση» του.

Όπως εξηγεί ο επιμελητής, Ματίας Χάρντερ, αυτές οι εικόνες κυκλοφόρησαν αρχικά ως ημερολόγια περιορισμένης έκδοσης, έγιναν σύντομα περιζήτητες από συλλέκτες και πωλήθηκαν σε αστρονομικές τιμές.

Έχοντας απαθανατίσει καλλονές που έγιναν υλικό φαντασιώσεων -από την Καρέ Ότις, στις Νάντια Άουερμαν, Κάρλα Μπρούνι, Μόνικα Μπελούτσι και Εύα Χερτζίγκοβα- αλλά και καλλιτέχνες όπως η Λιζ Τέιλορ, η Τζόντι Φόστερ, η Κατρίν Ντενέβ, ο Σαλβαδόρ Νταλί και ο Άντι Γουόρχολ ο Χέλμουτ Νιούτον ήξερε την αξία της σαγήνης στον υπερθετικό.

«Ηταν λίγο διεστραμμένος. Αλλά ήταν oκ. Γιατί είμαι και εγώ λίγο διεστραμμένη» είπε η Γκρέις Τζόουνς και αυτό ίσως είναι και η απάντηση στους επικριτές του φωτογράφου που αν δεν υπήρχε, κάποιος όφειλε να τον επινοήσει.

Βασιλιάς του κινκ ή όχι, ο φωτογράφος, που μαζί με τον Ίρβινγκ Πεν, τον Ρίτσαρντ Αβεντον και τον Χερμπ Ριτς έφερε απανωτά σοκ καθιερώνοντας τόλμη με θράσος, είχε πει:

«Λατρεύω τη χυδαιότητα. Με έλκει αφάνταστα η κακογουστιά, που τη θεωρώ πιο διεγερτική από το καλό γούστο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά τυποποίηση του βλέμματος».

Η έκθεση Helmut Newton. Intrecci διαρκεί έως την 1η Μαρτίου 2026.