Πολλές κυβερνήσεις διαπράττουν γκάφες, ωστόσο πολλές φορές οι επιδόσεις τους βελτιώνονται με τον χρόνο καθώς οι λιγότερο ικανοί απολύονται και οι υπόλοιποι μαθαίνουν πώς να κάνουν τη δουλειά τους πιο αποτελεσματικά. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ δείχνει ασυνήθιστα απρόσβλητη σε γεγονότα, αποδείξεις, λογική ή μάθηση.

Παρακολουθώντας τα πεπραγμένα της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στήβεν Γουόλτ, δεν κρύβει την έντονη απογοήτευσή του και ανησυχία για την πορεία της χώρας του.

Έχοντας περάσει λιγότερο από 8 μήνες διακυβέρνησης Τραμπ, ο Γουόλτ συγκέντρωσε στο Foreign Policy 10 κορυφαία φιάσκα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ.

«Ο φοβερός, τρομερός, κάκιστος, εμπορικός πόλεμος»

Μπορεί ο Γουόλτ να μην είναι δογματικός υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, αλλά πιστεύει ότι η ασυνεπής, αλλοπρόσαλλη και αδικαιολόγητη επίθεση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη διεθνή εμπορική τάξη καταφέρνει να βλάπτει τις ΗΠΑ και πολλές άλλες χώρες ταυτόχρονα.

«Παρότι οι αντιδράσεις των αγορών έχουν μέχρι στιγμής μείνει υποτονικές για διάφορους λόγους, η φορολόγηση των εισαγωγών ήδη μειώνει την αμερικανική και τη διεθνή οικονομική ανάπτυξη, τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, δυσχεραίνει τη βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων εισροών και εξοργίζει πολλές άλλες χώρες».

Προσθέτει επίσης ότι έρχεται σε αντίφαση με άλλους στόχους: «να ζητάς από συμμάχους να ξοδεύουν περισσότερα για άμυνα και ταυτόχρονα να τις οικονομίες τους με μπαστούνι «μπέιζμπολ» είναι αυτοϋπονόμευση, ενώ η χρήση δασμών για να τιμωρούνται κυβερνήσεις των οποίων οι ηγέτες τυχαίνει να ενοχλούν τον εύθικτο Αμερικανό πρόεδρο κάνει τις ΗΠΑ να μοιάζουν με εκδικητικό νταή».

Ορέξεις για Γροιλανδία, Καναδά και ίσως κι άλλα

Ο Γουόλτ ψέγει τον Τραμπ για τη στάση του έναν του Καναδά. «Τι είδους στρατηγική διάνοια δηλώνει ανοιχτά εκ των προτέρων ότι θέλει να πάρει έδαφος που ανήκει ξεκάθαρα σε άλλη χώρα; Η πρόταση του Τραμπ να κάνει τον Καναδά την 51η πολιτεία και η τιμωρητική δασμολογική πολιτική απέναντί του βοήθησαν να ηττηθεί ένας φιλοτραμπικός υποψήφιος στις τελευταίες καναδικές εκλογές και μπορεί να έχουν αποξενώσει μόνιμα μια κοινωνία που υπήρξε εξαιρετικά καλός γείτονας για πάνω από έναν αιώνα».

Επίσης, σημειώνει πως η εσφαλμένη επιθυμία του να «αρπάξει» τη Γροιλανδία δεν έχει ούτε στρατηγικό ούτε οικονομικό νόημα, αλλά αντίθετα διατάραξε τις σχέσεις με τη Δανία.

Ενώνει τους άλλους εναντίον των ΗΠΑ

Σε έναν πολυπολικό κόσμο, στόχος σου πρέπει να είναι να προσελκύσεις όσο το δυνατόν περισσότερους σημαντικούς συμμάχους και να κρατήσεις τον κύριο αντίπαλο/τους κύριους αντιπάλους σου απομονωμένους.

O καθηγητής υπογραμμίζει πως το μεγάλο πλεονέκτημα των ΗΠΑ να βρίσκονται μακριά από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είχαν σημαντικές εδαφικές φιλοδοξίες στην Ευρασία, έκανε πολλά κράτη να προσεγγίζουν τις ΗΠΑ, αντί να συνασπίζονται εναντίον τους.

Ωστόσο, ο «Τραμπ κατόρθωσε να θέσει αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα σε κίνδυνο, κυρίως επιδιδόμενος σε προσωπική κόντρα με τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι. Όπως έδειξε η σύνοδος στην Τιαντζίν στις 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου, οι ενέργειές του βοήθησαν να έρθει η Ινδία πιο κοντά σε Ρωσία, Κίνα και Βόρεια Κορέα, υπονομεύοντας μια σχεδόν τριακονταετή αμερικανική προσπάθεια καλλιέργειας του Νέου Δελχί ως αντιστάθμισμα στην αυξανόμενη ισχύ του Πεκίνου».

Πράσινο φως σε γενοκτονία

Τέταρτον, ο Γουόλτ λέει ότι ο Τραμπ είχε χρυσή ευκαιρία να υπενθυμίσει στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι οι ΗΠΑ είναι μεγάλη δύναμη και το Ισραήλ κράτος-πελάτης, και έτσι να βάλει τις αμερικανικές σχέσεις με το Ισραήλ και άλλα κράτη της περιοχής σε νέα και σταθερότερη βάση.

Το μόνο που έπρεπε να κάνει, ο Τραμπ, σύμφωνα με τον Γουόλτ, ήταν να πει στον Νετανιάχου ότι η αμερικανική βοήθεια θα κοπεί αν δεν δεχτεί κατάπαυση του πυρός, αν δεν σταματήσει την de facto προσάρτηση της Δυτικής Όχθης και αν δεν πάρει στα σοβαρά τη λύση των δύο κρατών.

Αντί γι’ αυτό, όμως ο Τραμπ «προτίμησε να στηρίξει την μάταιη και αυτοϋπονομευτική προσπάθεια του Ισραήλ να εγκαθιδρύσει μόνιμη περιφερειακή κυριαρχία».

Άφησε τον Πούτιν να του «αδειάσει τις τσέπες»

Ο Αμερικανός καθηγητής θεωρεί σωστό από πλευράς Τραμπ να πιστεύει ότι ένας ειρηνευτικός διακανονισμός θα πρέπει να αντιμετωπίσει μερικούς από τους λόγους που οδήγησαν στη ρωσική εισβολή.

Ωστόσο, «η πίστη του Τραμπ ότι θα μπορούσε να τελειώσει τον πόλεμο κατσαδιάζοντας τους ηγέτες της Ουκρανίας και κατευνάζοντας τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν στην καλύτερη περίπτωση αφελής, και εκείνη η κακώς προετοιμασμένη, ντροπιαστική και εντέλει ανούσια «σύνοδος κορυφής» με τον Πούτιν στην Αλάσκα ήταν υπενθύμιση ότι ο Τραμπ είναι απρόσεκτος και ανεπαρκής διαπραγματευτής που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δημοσιότητα παρά για ουσιαστική πρόοδο προς την ειρήνη».

Αναστρέφοντας την πράσινη επανάσταση

Έκτον, ο Τραμπ εμποδίζει τις προσπάθειες για περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια, τι στιγμή που οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανεβάζουν τις θερμοκρασίες, εντείνουν επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα και απειλούν εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως.

«Ακόμη κι αν ήθελες να προστατεύσεις τις μεγάλες πετρελαϊκές (και να προσελκύεις τις δωρεές τους), αυτές οι πολιτικές στρουθοκαμηλισμού απλώς κάνουν τις ΗΠΑ να φαίνονται αμαθείς και κοντόφθαλμες», λέει χαρακτηριστικά ο Γουόλτ. «Σημαίνουν επίσης ότι οι ΗΠΑ παραχωρούν το μέλλον των ΑΠΕ σε χώρες όπως η Κίνα, η οποία ήδη κυριαρχεί σε πολλές πράσινες τεχνολογίες και πιθανότατα θα κατέχει τα υψώματα στο μέλλον. Θέλει ιδιαίτερη τύφλωση για να μη δεις την ανοησία αυτών των ενεργειών, αλλά φοβάμαι ότι αυτή η κυβέρνηση έχει περίσσευμα μυωπίας».

Άσκοπες επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος

Μπορεί ο Τραμπ ορθώς να μην επιλέγει «αιώνιους πολέμους», όπως στο Ιράκ και Αφγανιστάν, αλλά η εμμονή του στη χρήση αεροπορικής ισχύος σε σύντομες επιχειρήσεις εναντίον αδύναμων αντιπάλων δεν επιτυγχάνουν κανέναν συγκεκριμένο στρατηγικό σκοπό, λέει ο Γουόλτ.

«Οι Χούθι παραμένουν προκλητικοί, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα δεν καταστράφηκε και η ροή παράνομων ναρκωτικών από τη Λατινική Αμερική θα συνεχιστεί απτόητη από αυτό το παράνομο πολιτικό θέατρο» υπογραμμίζει,

Επιπλέον υποστηρίζει ότι οι παράλληλες προσπάθειες του Τραμπ να μετατρέψει τον αμερικανικό στρατό σε όργανο εσωτερικής καταστολής θα πρέπει να ανησυχούν όλους τους Αμερικανούς, τόσο για την απειλή που συνιστούν στις ελευθερίες στο εσωτερικό όσο και γιατί η χρήση της Εθνοφρουράς και άλλων στρατιωτικών μέσων στο έδαφος των ΗΠΑ αναπόφευκτα θα μειώσει την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει ένα ολοένα ισχυρότερο φάσμα εξωτερικών αντιπάλων».

Προσπάθεια άλωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας

Η προσπάθεια του Τραμπ να εκπαραθυρώσει τον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ και την κυβερνήτρια Λίζα Κουκ μπορεί να φαίνεται καθαρά εσωτερικό ζήτημα, αλλά έχει μεγάλες συνέπειες για τη διεθνή οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. Η αξιόπιστη ανεξαρτησία μιας κεντρικής τράπεζας αυξάνει την εμπιστοσύνη των ξένων ότι η νομισματική πολιτική δεν θα ράβεται στα μέτρα των προσωπικών συμφερόντων ή ιδιοτροπιών ενός προέδρου—κάτι που τους κάνει πιο πρόθυμους να αγοράζουν αμερικανικό χρέος και να χρησιμοποιούν το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα.

Όταν οι πολιτικοί παίρνουν τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής —όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία ή όπως διάφοροι Αργεντινοί ηγέτες στο παρελθόν— τα αποτελέσματα συνήθως είναι καταστροφικά. Αν οι Ρεπουμπλικανοί στη Γερουσία και το σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο στηρίξουν την προσπάθεια του Τραμπ να πολιτικοποιήσει τη Fed, τότε ο ανώτατος δικαστής Τζον Ρόμπερτς και οι συνάδελφοί του θα κερδίσουν ειδική θέση στα χρονικά της καταστροφικής δικαστικής κακοδιαχείρισης.

Θεσμοθετώντας την ανεπάρκεια

Ένατον, ο Γουόλτ σημειώνει στη συνέχεια ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει φροντίσει να διορίζει αξιωματούχους που δεν είναι κατάλληλοι για τις θέσεις τους, έχουν ελάχιστη ή μηδενική εμπειρία στη διοίκηση μεγάλων οργανισμών και επιλέχθηκαν όχι για τις γνώσεις τους αλλά για την προσωπική τους αφοσίωση στον πρόεδρο.

Άνθρωποι σαν τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τη διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ και τον αποσταλμένο Στιβ Γουίτκοφ, ο Γουόλτ τους χαρακτηρίζει ασόβαρους που νομίζουν ότι μετονομάζοντας έναν θαλάσσιο κόλπο σε «Κόλπο της Αμερικής» ή προσπαθώντας να αλλάξουν όνομα στο υπουργείο Άμυνας θα γίνουν οι ΗΠΑ μαγικά πιο ασφαλείς και ισχυροί».

«Όπως έχω ξαναγράψει, τα κύρια προβλήματα της πρόσφατης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν προήλθαν από τους ακομμάτιστους επαγγελματίες της δημόσιας ή της διπλωματικής υπηρεσίας, αλλά είτε από τις εσφαλμένες φιλοδοξίες κάθε προέδρου μετά τον Ψυχρό Πόλεμο είτε από τους πολιτικούς διορισμένους στους οποίους βασίστηκαν για συμβουλές και υλοποίηση του οράματός τους».

Υποβιβάζοντας πνευματικά την Αμερική

Ο Γουόλτ θεωρεί πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ τα παγκοσμίου κλάση πανεπιστήμια.

«Αν ήσασταν πρόεδρος και θέλατε οι ΗΠΑ να παραμείνουν η κορυφαία παγκόσμια δύναμη, τότε θα δουλεύατε υπερωρίες για να διατηρήσετε κυρίαρχη θέση στους περισσότερους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης—ειδικά αν καταλαβαίνατε πόσο σκληρά δουλεύει η Κίνα για να μας ξεπεράσει».

Αντίθετα ο Τραμπ προχώρησε σε περικοπές στην ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για επιστημονική έρευνα, στοχοποίησε τα αμερικανικά πανεπιστήμια με κατασκευασμένες κατηγορίες, αποθάρρυνε ξένους φοιτητές από το να φοιτούν σε αυτά τα σχολεία, κάνοντας τις ΗΠΑ λιγότερο ελκυστικό τόπο για επιστήμονες που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους.

«Η ζημιά μπορεί να μην είναι αμέσως ορατή, αλλά θα είναι εκτεταμένη, διαρκής και δύσκολα αναστρέψιμη».