O Κιλμάρ Αμπρέγο Γκαρσία είναι ένας από τους ανθρώπους που κυνηγά αδυσώπητα, σχεδόν σαδιστικά η κυβέρνηση Τραμπ.

Δεν είναι πολιτικός της αντίπαλος, ούτε εχθρός των ΗΠΑ.

Είναι ένας 30χρονος μετανάστης από το Ελ Σαλβαδόρ, που στα 16 του εισήλθε χωρίς χαρτιά επί αμερικανικού εδάφους για να γλιτώσει από τη βία των συμμοριών τη χώρα του, οι οποίες απειλούσαν την οικογένειά του.

Προορισμός του ήταν το Μέριλαντ, όπου ζούσε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Αμερικανός πολίτης.

Ο Κιλμάρ έγινε εργάτης στις οικοδομές. Ερωτεύτηκε μια Αμερικανίδα. Παντρεύτηκαν. Εκαναν οικογένεια και παιδιά.

Το 2019 υπέβαλε αίτηση για άσυλο, έπειτα από μια άδικη σύλληψή του, όταν ένας πληροφοριοδότης της ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τελωνείων και Μετανάστευσης (ICE) των ΗΠΑ τον ανέφερε ως ύποπτο μέλος της MS-13.

Μιας διεθνούς εγκληματικής οργάνωσης, που έχει τις «ρίζες» στην Καλιφόρνια, παρέχοντας τη δεκαετία του ’80 προστασία σε μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ.

Η υπόθεση σε βάρος του κατέπεσε -ο ίδιος έχει επανειλημμένα αρνηθεί κάθε κατηγορία.

Παραδόθηκε στην ICE και τότε υπέβαλε πρώτη φορά αίτηση ασύλου.

Ο δικαστής μετανάστευσης που ανέλαβε την υπόθεση απέρριψε το αίτημά του για γραφειοκρατικούς λόγους. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από την παράτυπη είσοδό του στις ΗΠΑ.

Κρίθηκε ως εκ τούτου επιλέξιμος για απέλαση, αλλά όχι στην πατρίδα του, το Ελ Σαλβαδόρ, όπου ο δικαστής αναγνώρισε ότι η ζωή του Κιλμάρ θα ήταν σε κίνδυνο από τοπικές συμμορίες.

Αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερος, με υποχρέωση να αναφέρεται στην ICE κάθε χρόνο.

Όπως και έκανε, εξασφαλίζοντας ομοσπονδιακή άδεια εργασίας.

Όμως εν έτει 2025 έμελλε να γίνει σύμβολο της βάναυσης μεταναστευτικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ.

Η ιστορία του συμπυκνώνει την ακρότητα της μεταναστευτικής πολιτικής του Αμερικανού προέδρου, συνδυασμένη με έναν καφκικό παραλογισμό.

Επί της ουσίας, η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να τον απελάσει με κάθε κόστος, προς τέρψιν της MAGA εκλογικής βάσης της κι εν μέρει από… άχτι.

O Κιλμάρ Αμπρέγο Γκαρσία μαζί με τη σύζυγό του και υποστηρικτές του, λίγο πριν από τη νέα σύλληψή του στη Βαλτιμόρη, στις 25 Αυγούστου (REUTERS/Elizabeth Frantz)

Ανελέητο ανθρωποκυνηγητό

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει να απελάσει τον Αμπρέγο Γκαρσία πάση θυσία, ειδικά αφότου το επιχείρησε και έφαγε τα μούτρα της τον περασμένο Μάρτιο.

Αψηφώντας τη δικαστική προστασία που απολαμβάνει από το 2019, η ICE τον συνέλαβε σε επιχείρηση-σκούπα και τον απέλασε με συνοπτικές διαδικασίες εκεί ακριβώς όπου απαγορευόταν: στο Ελ Σαλβαδόρ.

Κι όχι όπου κι όπου, αλλά στις γιγαντιαίες φυλακές-κολαστήριο Cecot.

Η κυβέρνηση Τραμπ επέμενε ότι ο Κιλμάρ είναι μέλος της συμμορίας MS-13.

Αλλά στις ΗΠΑ η γυναίκα του, οργανώσεις και στελέχη των Δημοκρατικών κίνησαν νομικές διαδικασίες για αποκατάσταση της κατάφωρης αδικίας και για την επιστροφή του.

Μέχρι και απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ χρειάστηκε για να αναγκαστεί η κυβέρνηση Τραμπ για να τον φέρει πίσω, τον Ιούνιο.

Στην αρχή ψέλλισε «διοικητικό λάθος» και στη συνέχεια υποστήριξε ότι ο Κιλμάρ έπρεπε να δικαστεί επί αμερικανικού εδάφους για φερόμενα εγκλήματα.

Τις κατηγορίες «ξέθαψε» -σύμφωνα με κατάθεσή του- ένας πράκτορας του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, ανατρέχοντας σε έναν έλεγχο της τροχαίας το 2022, στο Τενεσί.

Οι αστυνομικοί ανέφεραν τότε ότι στο SUV του Κιλμάρ υπήρχαν εννέα επιβάτες και ότι ο ίδιος είχε πάνω του 1.400 δολάρια σε μετρητά, γεγονός που τους κίνησε υποψίες.

Αν και ο έλεγχος έληξε με απλή σύσταση για υπερβολική ταχύτητα, το περιστατικό αποτέλεσε βάση για να του απαγγελθούν κατηγορίες για διακίνηση ανθρώπων.

Φυλακίστηκε στο Τενεσί. Η δίκη του ορίστηκε για τον προσεχή Ιανουάριο.

Ομοσπονδιακός δικαστής τον άφησε ωστόσο προσωρινά ελεύθερο προ εβδομάδας, κρίνοντας ότι δεν ήταν ύποπτος φυγής.

Μόλις τρεις ημέρες μετά ο Κιλμάρ συνελήφθη εκ νέου, με το που πάτησε το πόδι του στα γραφεία της ICE στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ, σε κανονισμένη συνάντηση για διαπραγματεύσεις.

Τώρα η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να τον εκδώσει -πριν καν τη δίκη του- στη μακρινή Ουγκάντα, βάσει πρόσφατης διμερούς, αμφιλεγόμενης συμφωνίας υποδοχής στην αφρικανική χώρα απελαθέντων μεταναστών από τις ΗΠΑ.

«Ο Κιλμάρ πρέπει να ζήσει με την οικογένειά του, όχι στην Ουγκάντα» αναγράφεται σε πλακάτ διαδήλωσης υπέρ του 30χρονου μετανάστη, στο Μέριλαντ (REUTERS/Elizabeth Frantz)

Μικροκομματική βεντέτα

«Η κυβέρνηση Τραμπ συνέχισε να καταδιώκει τον Αμπρέγο, παρά την προφανή αθωότητά του», γράφει στον Guardian η Αμερικανίδα αρθρογράφος Μόιρα Ντόνεγκαν, «επειδή βλέπει την κατακραυγή για την τυχαία σύλληψη και απέλασή του ως απαράδεκτα ενοχλητική κηλίδα στην αντιμεταναστευτική ατζέντα της» και «ως απόδειξη της κακοήθους ηλιθιότητάς της».

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, «πρέπει να είναι ένοχος, επειδή η κυβέρνηση Τραμπ τον συνέλαβε και δεν μπορεί να κάνει λάθος. Επειδή είναι μετανάστης και η αθωότητα με τη μετανάστευση αλληλοαποκλείονται», γράφει με ειρωνεία.

»Επειδή η υπόθεσή του ανάγκασε την κυβέρνηση να κάνει κάτι που δεν ήθελε: να παραδεχτεί ένα λάθος, να αντιμετωπίσει δημόσια πίεση, να αντιστρέψει μια πράξη και -το χειρότερο- να δείξει αδυναμία.

»Πρέπει επίσης να είναι ένοχος, επειδή έχει γίνει σύμβολο όλων των μεταναστών που [η κυβέρνηση Τραμπ] σχεδιάζει να απελάσει, όλων των Αμερικανών των οποίων τα δικαιώματα σκοπεύει να καταπατήσει, όλων των προηγούμενων και μελλοντικών θυμάτων του προγράμματός της».

Αλλά ο Κιλμάρ Αμπρέγο Γκαρσία συνεχίζει.

Κατόπιν προσφυγής των δικηγόρων του για να διασφαλίσουν ότι μπορεί να ασκήσει το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα αντίθεσης στην απέλαση, ομοσπονδιακή δικαστής των ΗΠΑ όρισε τη σχετική ακροαματική διαδικασία για τις 6 Οκτωβρίου, απαγορεύοντας μέχρι τότε την απέλασή του.

Μένει να φανεί εάν θα τη σεβαστεί μια κυβέρνηση, που διαρκώς, επιδεικτικά και παρανόμως αγνοεί όσες δικαστικές αποφάσεις δεν την εξυπηρετούν, δοκιμάζοντας τα όρια των θεσμών.

Απτόητος, ο Αμπρέγο Γκαρσία ανακοίνωσε μέσω των δικηγόρων του ότι θα ζητήσει εκ νέου άσυλο στις ΗΠΑ.

Λίγο πριν συλληφθεί στα γραφεία της ICE, στη Βαλτιμόρη, μιλώντας στο συγκεντρωμένο πλήθος των υποστηρικτών του, τους ζήτησε να αναλάβουν μια δέσμευση.

Ανεξάρτητα από του τι θα του συμβεί, είπε, «υποσχεθείτε μου το εξής: θα συνεχίσετε να αγωνίζεστε, να προσεύχεστε, να πιστεύετε στην αξιοπρέπεια και την ελευθερία».

«Όχι μόνο για μένα. Για όλους».